Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Μια αλήθεια και ένας φανταστικός διάλογος.

Παπά μου, με πήρες τηλέφωνο, τον πόνο σου να πεις. Η αστυνομία έξω από το σπίτι του ψάλτη σου, μού ’πες. Το τηλέφωνο σου παρακολουθείται. Σου έφεραν γραπτώς τον διάλογο, τι ακριβώς είπες. (Ναι, γράφω για μια τηλεφωνική επικοινωνία των ημερών μας, και όχι για τα χρόνια του Κουμμουνισμού στην έρημη Ρωσία). Χτύπησες πένθιμα τις καμπάνες, παπά μου, από την διπλή απογοήτευσή που δοκίμασες (και από την Ιεραρχία και από το κράτος). Σε 5΄ λεπτά έπεσε τηλέφωνο από το γραφείο της Μητροπόλεως σου. Σου μίλησαν άσχημα. Και τώρα;

Τώρα, τρίβουν χαιρέκακα τα χέρια τους οι γκρεμιστάδες ιδεολόγοι. Πέτυχαν να κλείσουν τις Εκκλησίες. Θρίαμβος !!!
Με ρωτάς τι να κάνεις και μαζί με σένα χιλιάδες πιστοί αγωνιούν και ρωτούν: -«Πάτερ ποια Εκκλησία λειτουργεί;»,- «Ξέρετε κάποιον παπά… που δεν φοβάται τα μέτρα;», -«Μπορείτε να μας πείτε τι να κάνουμε;», -«Κρυφές μεταμεσονύκτιες λειτουργίες; Μήπως τα σπίτια μας;».
Μού ΄ρχεται, λοιπόν και εμένα να πάρω το υπαλληλικό μου ύφος και να τους πω -«Χμμμ!!! (ξεροβήχω) κοιτάξτε είναι Νόμος του κράτους, βεβαίως βεβαίως. «Μένουμε σπίτι». Θα κάνουμε υπακοή απόλυτη, θα ταπεινωθούμε, είναι το επιτίμιο του Θεού (λέω επιτίμιο, το ρίχνω και στον Θεό, μα ξέρω καλά ότι μιλώ για τον αφορισμό που του επιβλήθηκε του κακόμοιρου πιστού και του παπά… από το κράτος !!!).
Ναι πάτερ μου, σε καταλαβαίνω σου ζήτησαν οι ανώτεροι σου να παραδώσεις τα όπλα σου αμαχητί. Σε μια μέρα. Και ο Αμνός που έβγαλες για την Τετάρτη ή την Παρασκευή, θα σε περιμένει μοναχός Του. Λίγο, προδομένος. Δεν θα έχεις πιστούς στην Εκκλησία. «Αφορίστηκαν».
Σου επέβαλε το κράτος, ο Καίσαρας, να μην λειτουργείς. Ξέρεις κάτι; Για αυτό το κράτος είσαι ένας δημόσιος υπάλληλος. Για αυτούς είσαι ο κομπάρσος στις μεγάλες γιορτές που θα έρθουν να φιγουράρουν. Τώρα, σου λέει το κράτος, -άραξε-. Σου δίνουμε άδεια και μιλάς; Ο λόγος; Η δημόσια υγεία.
-Μα είμαι παπάς, λες και σηκώνεις το ανάστημά σου στο όργανο του Νόμου.
-Φίλε,… είσαι κίνδυνος, απαντά εκείνο λακωνικά.
-Μα είμαι παπάς, θέλω να λειτουργώ.
-Η λειτουργία σου τώρα είναι άχρηστη, μάλλον και επικίνδυνη.
-Μα ο δεσπότης μου με χειροτόνησε παπά για να εφημερεύω και να ξεκουράζω τον κόσμο με το μήνυμα του Ευαγγελίου.
-Τί δεν καταλαβαίνεις; Είσαι δολοφόνος, είσαι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος να στο πω χοντρά. Μεταδίδεις ιό.
Και εσύ συνεχίζεις.
-Μα εγώ μεταδίδω στον πιστό τον ίδιο τον Χριστό που τα γιατρεύει όλα.
-Βρε, τσιμπούρι που μας έγινες. Έχουμε γιατρούς του Χάρβαρντ, δεν σε χρειαζόμαστε, παρακατιανέ. Τον λόγο τον έχουν οι γιατροί τώρα. (Γιατροί που ξαφνικά γίνανε -για τον πολύ κόσμο- θεοί στην θέση του Θεού).
-Μα και εγώ, ψελλίζεις, χρόνια τώρα για την δημόσια υγεία προσεύχομαι. Τόσα χρόνια «ὑπέρ τῶν ἐν ἀσθενείαις κατακειμένων» λέω. Τόσα χρόνια τρέχω στα νοσοκομεία, κοινωνώ καρκινοπαθείς, τρέχω στα γηροκομεία, εφοδιάζω με το τελευταίο εφόδιο μελλοθάνατους. Εξομολογώ ανθρώπους. Ανακουφίζω ψυχικά αρρώστους. Αναπαύω, με την χάρη του Θεού, ψυχές. Τί κακό κάνω ξαφνικά; Τώρα δεν σας κάνω;
-Πάψε βρε παπά, μάζεψέ τον και συ βρε Δεσπότη μου (ο Δεσπότης κάθεται λίγο παράμερα, ζαρωμένος σε μια γωνιά). Δεν θα λειτουργήσει για δύο βδομάδες, ένα μήνα, δύο μήνες… τί θα πάθει; (και φεύγει χαχανίζοντας)
-Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ και κ. Υπουργέ, συγκατανεύει ο Δεσπότης. Θα του εξηγήσω ιδιαιτέρως. Τώρα προέχουν τα μέτρα σας. Ας πρυτανεύσει η λογική και η επιστήμη (η πίστη βγήκε κάπου περίπατο στην κουβέντα).
Σε πιάνει λοιπόν ο Δεσπότης, τώρα παράμερα έρημε παπά μου.
-Παπά μου, σε αγαπώ. Καλά τα λες, μα τώρα να υπακούσουμε στο κράτος. (ο παπάς αναθαρρεί λίγο)
-Μα Δέσποτά μου, η υπακοή μας είναι στον Θεό. Σε αυτό δεν θα δώσουμε λόγο; Αυτός δεν είναι η Κεφαλή μας;
-Ναι, βρε παιδί μου. Έτσι είναι. Μα τώρα δεν τα έχουν μαζί σου. Δεν θέλουν απλά τις συναθροίσεις στον χώρο αυτό. Είναι απλά ένα μέτρο λίγο πιο σφιχτό και άδικο από τα άλλα που πήραν, αλλά αυτό είναι. Τα έχουμε συμφωνήσει με του κυρίους. Καταλαβαίνεις;
-Συναθροίσεις; Δηλαδή, Δέσποτά μου η Εκκλησία, ο χώρος δηλαδή, όπου κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα και έγινες Δεσπότης, και μετά ξανακατέβηκε και με έκανες παπά, ο χώρος αυτός λέω, που κατεβαίνει το Πανάγιο Πνεύμα «ἐφ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δώρα…», κάθε φορά που τελείται η Θ. Λειτουργία, δεν…εε
-Τί δεν… (και σουφρώνει τα φρύδια του ο Δέσποτας)
-Να, λέω δεν αγιάζεται όλη η ατμόσφαιρα; Από την μία λείψανα Αγίων, από την άλλη εικόνες Αγίων, που έχουν ακούσει βάσανα και βάσανα, με κλάματα και φιλήματα νωπά ακόμη από τους πιστούς… αγιογραφίες στον τοίχο λίγο παραπάνω από μας, που μας γνέφουν και μας δείχνουν τον δρόμο προς την αγιότητα, ο Παντοκράτορας που τα βλέπει όλα από τον τρούλο δεν… εε.
-Όχι, παιδί μου τι λες; Τι δεν; Τι είναι αυτά τα πράματα που ξεστομίζεις; Ο τόπος είναι Άγιος, Ιερός. Γιατί νομίζεις ότι τόσοι και τόσοι κατακτητές τα σεβάστηκαν. Σάμπως τους έπιασε ο πόνος για τα ντουβάρια; Γιατί νομίζεις ότι ο κάθε ένας που μπαίνει μέσα σε αυτόν τον χώρο γαληνεύει… ηρεμεί… χαίρεται, γίνεται ένα με την σύναξη και όλοι γινόμαστε ένα με τον Θεό; Άκου εκεί δεν …τι δεν;
-Αυτό λέω και γω Δέσποτά μου, γίνεται να μπει κάποιος σε αυτόν τον χώρο και να ασθενήσει, θα το αφήσει αυτό ο Θεός; Αν εμείς οι άνθρωποι όταν φιλοξενούμε κάποιον στο σπίτι μας τα φροντίζουμε όλα και κοιτάμε να χαρεί ο φιλοξενούμενός μας, και φροντίζουμε τις καλύτερες συνθήκες για αυτόν…. να, λέω, δεν θα φροντίσει και ο Θεός αυτούς που έρχονται εδώ για να τον λατρεύσουν; Παιδιά του είναι.
-Βεβαίως παιδί μου. Έτσι ακριβώς είναι. Να σε χαρώ παπά μου. Έτσι όπως τα λες, ακριβώς.
Ο παπάς τώρα, έχει πάρει κάνα δυο πόντους ύψος από τα παινέματα του Δεσπότη του.
-Να, Δέσποτά μου, από την μία ο παπάς καλά κάνει την δουλειά του και παρακαλεί τον Θεό για την υγεία των ανθρώπων και μνημονεύει στην προσκομιδή για καρκίνους και ότι άλλο φανταστεί κανείς: τεκνογονίες, ζευγάρια σε χωρισμό, ναρκομανείς κ.α. Από την άλλη ο χώρος, όπως και εσείς το επιβεβαιώσατε, πριν από λίγο, δεν είναι ένας τυχαίος χώρος συνάθροισης κάποιου σωματείου ή κάποιας εταιρείας, ας πούμε. Είναι σύναξη πιστών που λατρεύουν τον Παντοδύναμο Θεό εδώ και 2000 χρόνια. Μα, και κάτι τελευταίο ακόμα είναι.
-Σε ακούω, παιδί μου, μίλα ελεύθερα.
-Να, όταν ενθρονιστήκατε, είπατε, ότι θα είστε ο καλός Ποιμένας που βάζει την ψυχή του και το είναι του ολόκληρο, για τα πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
-Ναι, το θυμάμαι. Ανεπανάληπτες, ουράνιες στιγμές (κουνάει νοσταλγικά το κεφάλι του).
-Μήπως λοιπόν, Δέσποτά μου, μήπως λέω, να αφήσουμε τα πρόβατα να μπουν πάλι μέσα. Σκεφτείτε τα, τα καημένα. Τώρα τα ξεγελά λίγο, η χαμηλή βλάστηση του αγρού. Μα για πόσο ακόμη; Σε λίγο θα πεινάσουν. Εσείς και εγώ θα την βολεύουμε. Θα βρίσκουμε κάποιο παχνί και θα χορταίνουμε την πείνα μας. Αυτά τα καημένα; Θα ξεπαγιάσουν τόσες μέρες, ίσως και μήνες έξω … μέσα στον φόβο, στην ανασφάλεια… Πάσχα έρχεται… Μόνοι μας θα φάμε τον μόσχο τον σιτευτό;
Ο Δεσπότης χαϊδεύει τα γένια του συλλογισμένος. Στο βλέμμα του σαν κάτι να σπινθηρίζει…
-Αυτό είναι, αναφωνεί. Και χτυπά το χέρι του γερά στην παλάμη. Βρε;; πώς την πάτησα έτσι… Να τι μού ΄λειπε… ΠΙΣΤΗ!!!… και ήμουν σίγουρος ότι κάτι είχα ξεχάσει (ψάχνει με το βλέμμα διερευνητικά γύρω-γύρω τον χώρο).
-Πρωθυπουργέ (φωνάζει επιτακτικά με την βαριά στεντόρεια φωνή του), εδώ αμέσως, … και λίγα λόγια.