Στα
συμβατικά «πρέπει» και «μη» του κόσμου, στις νόρμες που διέπουν τις
κοινωνικές σχέσεις, στις επίπλαστες «ανάγκες» και συνακόλουθες
εξασφαλίσεις με όποιο μέσον, οι Χριστιανοί αντιτάσσουν την ορθοδοξία και
ορθοπραξία που ακυρώνουν όλα τα παραπάνω.
«Ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν
και τελειωτήν Ἰησοῦν…», καταργούν τις άτεγκτες κοινωνικές συμβάσεις και
τις εμβαπτίζουν στο πνεύμα της ἐν Χριστῷ αναστροφής και συναναστροφής
μεταξύ αδελφών.
Απομυθοποιούν το διογκωμένο «θέλω» του
σύγχρονου ανθρώπου και επαναπροσδιορίζουν το μέτρο, τις αξίες, τις
πραγματικές ανάγκες, ατενίζοντας τον απλό Ιησού και βιώνοντας βαθιά την
αμεριμνησία που πηγάζει από τη ζωντανή σχέση μαζί Του.
Απορρίπτουν το «βόλεμα» εις βάρος άλλων
και τον εφησυχασμό του πλούτου και της δύναμης, για να μην ανταλλάξουν
τον «χρηστό ζυγό» του Κυρίου με φορτία δυσβάσταχτα.
Αναλαμβάνουν με ευχαριστιακή διάθεση τον
αγώνα τους για επιστροφή στη χαμένη εικόνα, βλέποντάς τον ως ευκαιρία
κι ευλογία, παρά τις δυσκολίες που συνεπάγεται.
Αντιμετωπίζουν τα εμπόδια καταφεύγοντας στην προσευχή και την επίκληση του Παναγίου Ονόματος του Χριστού.
Αντλούν δύναμη από τα Μυστήρια, τον Σταυρό και την Ανάσταση.
Δεν είναι υπεράνθρωποι αλλά άνθρωποι απλοί, παιδιά της γης, που έχουν όμως ως προορισμό τον ουρανό.
Χαίρονται με χαρά που δεν φθείρεται, ξεδιψούν με νερό που δεν τελειώνει, πιστεύουν με ελπίδα που δεν καταισχύνει.
Τίποτε δεν κατορθώνουν με τις δικές τους δυνάμεις. Όλα είναι χάρισμα, Χάρις και Έλεος θεϊκό.
Αρκεί το βλέμμα τους να είναι στραμμένο
στον Χριστό. Αρκεί οι χαρές κι οι θλίψεις, οι επιτυχίες κι οι αποτυχίες,
οι ανάγκες κι οι επιδιώξεις τους να προσφέρονται ως «αγία αναφορά» προς
τον Θεό, στο θυσιαστήριο της καρδιάς τους.