Μιὰ πολὺ συγκινητική καὶ ἀληθινὴ ἱστορία
Σηκωνόταν κάθε πρωὶ καὶ πρὶν κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο κατευθυνόταν πρὸς τὸ προσκυνητάρι. Ἔκανε τὸν σταυρό της, ἀργά, εὐλαβικά. Ἔπιανε μὲ τὸ δεξί της χέρι τὸ μικρὸ ποτηράκι ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ καντήλι το ἔφερνε στὸ ἀριστερό της χέρι καὶ ξανάκανε τὸ σταυρό της.
Τὸ ἄφηνε ἁπαλὰ πάνω στὸ τραπέζι ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ δίπλα, ἄνοιγε μιὰ μικρὴ μπιζουτιέρα ποὺ μέσα ἀντὶ γιὰ χρυσαφικὰ εἶχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. Πρόσθετε λίγο λάδι, ἄλλαζε τὸ φυτιλάκι, τὸ ἄναβε ψέλνοντας τὸ «Ἄξιον ἐστίν», τὸ πετοῦσε καὶ πάλι στὸ κέντρο τοῦ προσκυνηταριοῦ.
Τὸ παλιὸ φυτιλάκι μὲ τὴν χαρτοπετσέτα δὲν τὰ πετοῦσε στὰ σκουπίδια, εἶχε μιὰ εἰδικὴ σακούλα, ὅταν γέμιζε τὴν ἔπαιρνε καὶ τὴν ἔκαιγε σὲ μιὰ ἄκρη τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ της.
Κάθε μέρα ὁ γιος της τὴν πετύχαινε σὲ κάποιο σημεῖο ἀλλαγῆς τοῦ φυτιλιοῦ. Αὐτὸς πήγαινε πάντα βιαστικὰ στὸ μπάνιο, νὰ πλυθεῖ, νὰ ντυθεῖ νὰ πάει στὴν δουλειά.
Ὁ πατέρας του τοὺς εἶχε ἀφήσει ἐδῶ καὶ χρόνια, μᾶλλον καλύτερα ποὺ ἔφυγε μιᾶς καὶ ἡ καημένη του ἡ μάνα τράβηξε πολλὰ ἀπὸ τὰ μεθύσια καὶ τὶς ἀσωτίες του.
Τὴν παρατηροῦσε κάθε μέρα, κάθε πρωὶ νὰ ψέλνει, νὰ θυμιάζει τὸ σπίτι, νὰ τὸν ἀποχαιρετᾶ μὲ τὸ θυμιατὸ στὸ χέρι, νὰ τὸν σταυρώνει καθὼς αὐτὸς ἀπομακρυνόταν. Καὶ πάλι τὴν ἔβλεπε νὰ ἀνοίγει ἁπαλὰ τὶς κουρτίνες τοῦ παραθύρου καὶ νὰ τὸν παρατηρεῖ καθὼς ἔμπαινε στὸ ἁμάξι.
Μετὰ καὶ αὐτὴ ντυνόταν καὶ πήγαινε στὸ ναὸ νὰ ἀκούσει τὴν ἰσχνὴ φωνὴ τοῦ ἱερέα νὰ ψέλνει τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας. Μέσα στὸ ναὸ καθόταν ὄρθια κάτω ἀπὸ τὴν ἁγιογραφία τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ἐκεῖ στὸ στασίδι ἀκουμποῦσε λίγο, ἔκλεινε τὰ μάτια της καὶ ἔλεγε τὴν εὐχή. Μόλις τελείωνε ὁ ὄρθρος περίμενε τὸν πάτερ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ἔβαζε μετάνοια, φιλοῦσε τὸ χέρι του καὶ ἔφευγε.
Τὸ ἀπόγευμα καθὼς γυρνοῦσε κουρασμένος ἀπὸ τὴν δουλειά την ἔβρισκε εἴτε νὰ κρατᾶ τὸ συναξάρι εἴτε τὸ προσευχητάρι. Τοῦ ἔβαζε νὰ φάει, δὲν τὸν ρωτοῦσε πολλά, μόνο ἂν ἦταν καλά, μόνο ἂν ἤθελε κάτι καὶ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει.
Καθόταν μαζί του καὶ τὸν ἔβλεπε νὰ τρώει. Τὸν ἔβλεπε καὶ χόρταινε καὶ ἡ ἴδια, χαιρόταν ὅταν ἔτρωγε ὅλο τὸ φαγητὸ στὸ πιάτο, μὰ χαιρόταν περισσότερο ἐὰν ζητοῦσε κι ἄλλο. Ἄν σήκωνε τὰ μάτια του ἔβλεπε πάντα τὸ χαμόγελό της. Σιωπηλή, ἤρεμη, παρόν. Τελείωνε τὸ φαγητό του. Ἔκανε τὸν σταυρό της.
Σηκωνόντουσαν ἀπὸ τὸ τραπέζι. Πήγαινε στὸ σαλόνι, ἄνοιγε τὴν τηλεόραση, ἔβλεπε εἰδήσεις ἢ ἀθλητικά, μπορεῖ νὰ τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος ἐκεῖ. Κατὰ τὸ βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν καὶ καθὼς ἄνοιγε τὴν πόρτα ἔλεγε «μάνα, θὰ βγῶ...».
Ἡ φωνὴ τῆς ἀκουγόνταν πίσω ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ δωματίου της, ἔκαμε νὰ τὸν προλάβει μὰ τὶς περισσότερες φορὲς τὸν λόγο της τὸν προλάβαινε ὁ ἦχος τῆς ἐξώπορτας «...νὰ προσέχεις παιδὶ μου...».
Ἔμενε στὴν κλειστὴ ἐξώπορτα, ὄρθια, μόνη, σιωπηλή. Μετὰ ἀπὸ λίγο γυρνοῦσε στὸ δωμάτιό της. Δίπλα στὸ μονὸ κρεβάτι της εἶχε ἕνα μικρὸ χαλάκι. Σήκωνε ἁπαλὰ τὴν φούστα της, τὰ γόνατά της ἀκουμποῦσαν χάμω. Τὸ βλέμμα της ἔμενε καρφωμένο σὲ μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε στὸ κομοδίνο της.
Δὲν ἄκουγες τίποτα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα της, δὲν ἄκουγες φωνή, μὰ ἂν ἤσουν παρών θὰ ἔβλεπες τὰ μάτια της νὰ γεμίζουν δάκρυα, νὰ χαρακώνουν τὰ μάγουλά της, νὰ κυλᾶνε στὸ λαιμό της καὶ νὰ χάνονται στὴν ἁλυσίδα τοῦ σταυροῦ της.
Οἱ ὧρες περνοῦσαν, δύο, τρεῖς καὶ τέσσερις ὧρες. Στὰ γόνατα. Στὸ μικρὸ αὐτὸ χαλάκι, στὴν μικρὴ αὐτὴ κάμαρα.
Ποτέ της δὲν ἔκανε κήρυγμα στὸ γιο της. Ποτέ της δὲν τὸν ρωτοῦσε ποὺ πήγαινε, με ποιοὺς ἦταν, τὶ ἔκανε. Τὴν ἀνησυχία της τὴν ἔκανε προσευχή.
Τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα ἀκουγόταν. Ἦταν ὁ γιός της. Γύρισε. Ἔκανε τὸν σταυρό της. Ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό της χάμω καὶ ἔμενε ἐκεῖ μέχρι ὁ γιός της νὰ μπεῖ στὸ δωμάτιό του. Ἀφοῦ ἔπεφτε γιὰ ὕπνο, ἔκανε αὐτὴ νὰ σηκωθεῖ.
Μὰ κάποιες φορὲς ἦταν τόσο δύσκολο. Τόση ὥρα στὰ γόνατα δὲν αἰσθανόταν πλέον τὰ πόδια της. Προσπαθοῦσε στηριζόμενη στὸ κρεβάτι της. Κάποιες φορὲς ἴσα-ἴσα ποὺ κατάφερνε νὰ ἀκουμπήσει τὸ σῶμα της στὸ στρῶμα, κάποιες ἄλλες φορὲς ἔμενε χάμω ἁπλώνοντας τὰ πόδια της περιμένοντας νὰ κυκλοφορήσει καὶ πάλι τὸ αἷμα.
Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἡ πόρτα τοῦ δωματίου του ἄνοιγε. Καθὼς πήγαινε στὸ μπάνιο τὴν ἔβλεπε καὶ πάλι νὰ ἀλλάζει τὸ φυτιλάκι. Καὶ αὐτὸ γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική. Εἴχανε μεταξὺ τους μιὰ συνδέουσα ἀπόσταση, μία σχέση σεβασμοῦ, κατανόησης, ἀλληλοπεριχώρησης.
Ὁ καιρὸς περνοῦσε. Γνώρισε μιὰ κοπέλα ὄμορφη, καλοσυνάτη, ἁπλή-ἁπλή. Τὴν ἀγαποῦσε πολὺ ὁ γιός της, καὶ αὐτὴ τὴν ἀγάπησε πολύ. Τὴν ἔφερε καὶ στὸ σπίτι. Τῆς εἴπανε ὅτι ἔχουν σκοπὸ νὰ παντρευτοῦν.
Ἡ μάνα του σηκώθηκε ἔκανε στὸ σταυρό της, «νὰ ΄ναι εὐλογημένο παιδιά μου», εἶπε, ἔπεσα στὰ γόνατα, ἔπιασε τὰ χέρια τῆς κοπέλας καὶ τὰ φίλησε. Τὰ φίλησε καὶ τὰ γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαρᾶς.
Πέρασαν μερικὲς ἡμέρες. Τὸ πρόγραμμα στὸ σπίτι δὲν ἄλλαξε. Μέχρι ἐκεῖνο τὸ πρωινό.
Ξύπνησε, βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιό του μὰ δὲν εἶδε τὴν μάνα του. Κοντοστάθηκε. Ἔμεινε ἀκίνητος μερικὰ δευτερόλεπτα. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τὰ χείλη του ψέλλιζαν μιὰ λέξη μὰ τὴν ἐπαναλάμβαναν ἀδύναμα, ψιθυριστά.
Μὰ ὅσο πήγαινε ἡ λέξη δυνάμωνε, μέχρι ποὺ ἡ φωνή του ἔγινε κραυγή... «μάνα μου», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε, ἔτρεξε στὴ μικρὴ τῆς κάμαρα. Ἄνοιξε τὴν πόρτα. Τὴν εἶδε γονατιστὴ πάνω στὸ μικρὸ χαλάκι.
Ἀκίνητη, σιωπηλή, ἤρεμη, χωρὶς πνοή, μὲ μάτια κλειστά, μὲ τὸ κομποσχοίνι στὰ χέρια της. Εἶχε γύρει καὶ ἀκουμποῦσε στὸ πλάϊ του κρεβατιοῦ. Τὸ μικρὸ πορτατίφ ἦταν ἀκόμα ἀναμένο. Μπροστά της ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Γονάτισε δίπλα της. Σταμάτησε νὰ φωνάζει. Σταμάτησε νὰ κινεῖται κι αὐτός. Καὶ οἱ δυὸ πλέον ἦταν γονατιστοί. Μάνα καὶ γιός. Δίπλα-δίπλα.
Μετὰ ἀπὸ μερικὰ λεπτὰ γύρισε, τὴν εἶδε, τῆς χάϊδεψε τὰ μαλλιά, τὴν πλησίασε καὶ τὴν ἀσπάστηκε στὰ μάτια της, σ' αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ ἦταν ἀκόμα ὑγρὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς προσευχῆς της, τῆς νήψης ποὺ βίωνε.
Τὰ δικά του μάτια εἶχαν γίνει κόκκινα ἀπὸ τὴν ἀλμύρα τῶν δακρύων του. Ἡ ὄψη του ὅμως ἦταν εἰρηνική, ὅπως τῆς μάνας του.
Σηκώθηκε. Πῆγε πρὸς τὸ προσκυνητάρι. Πῆρε μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ καντηλάκι. Ἄλλαξε τὸ φυτιλάκι. Ἔκανε τὸ σταυρό του.
Μετὰ εἰδοποίησε τοὺς συγγενεῖς...
Τὸ μεγαλύτερο κήρυγμα εἶναι ἡ ζωή μας.
αρχιμ. Παῦλος Παπαδόπουλος
(Εστάλη με το ηλεκτρ. ταχυδρομείο)