Ὁ καιρὸς περνάει, ἡ οἰκοδομὴ
προχωρεῖ ἀργά. Ὁ Μιχάλης ἔχει ἀπομονώσει στὸ ὑπόγειο ἕνα χῶρο καὶ τὸν ἔχει
διαμορφώσει ὡς πρόχειρο κατάλυμα. Ἐκεῖ καταφεύγει ἡ οἰκογένεια τὰ περισσότερα
Σαββατοκύριακα κοντὰ στὴ φύση, στὸ ὀξυγόνο, στὴ γαλήνη. Ὁ ἅγιος Γιώργης τοὺς
ὑποδέχεται στοργικὰ καὶ κατανυκτικά. Ὁ παπα-Μᾶρκος, κρυμμένος θησαυρός, μὲ ἤπιο
τρόπο ἀνυψώνει τὸ ἐκκλησίασμα ἀπὸ τὰ γήινα σὲ μιά ἄλλη σφαῖρα, πνευματική. Τὰ
δύο κορίτσια γράφτηκαν στὸ Κατηχητικό. Δὲν ὑποπτεύεται κανεὶς πὼς μέσα στὴν ἐρημιὰ
ὑπάρχει μιά ζωντανὴ ἐνορία καὶ πὼς λειτουργεῖ Κατηχητικὸ σχολεῖο. Ἔχουν μάλιστα
μιά ἐξαιρετικὴ κατηχήτρια, τὴν κυρία Γ., φιλόλογο.
Ἔδωσε ὁ Θεὸς ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ
χρόνια νὰ γίνει τὸ σπίτι κατοικήσιμο. Ὁ πρῶτος ὄροφος, δηλαδή. Τὸ ὑπόλοιπο,
γιαπί. Τέλος Ἰουνίου τοῦ 1994. Σταθμὸς στὴ ζωή τους. Ἀφήνουν τὴν πόλη, ποὺ τοὺς
γέννησε, τοὺς γαλούχησε, τοὺς ἀνάθρεψε καὶ πορεύονται γιὰ ἕνα τόπο ὀρεινὸ μὲ πολλὲς
δυσκολίες. Τὸν χειμώνα καταστάσεις ζόρικες μὲ τὸ χιόνι νὰ σὲ πολεμάει μὲ
ἀποκλεισμό. Τὸ καλοκαίρι καταστάσεις ἐπικίνδυνες μὲ τοὺς ἐγκληματίες ἐμπρηστές.
Ἡ μετακίνηση γιὰ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ φροντιστήρια προβληματική. Πρέπει οἱ γονεῖς
μέσα στὶς ἄλλες ὑποχρεώσεις νὰ ἔχουν καὶ μιά πρόσθετη, τοῦ ταξιτζῆ. Ἀλλὰ παράλληλα
ἔχει καὶ μιά ὀμορφιὰ τοῦτος ὁ τόπος. Μιά παράξενη γοητεία. Μπορεῖ νὰ ὀφείλεται
στὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης. Ἀλλὰ μεγάλο ρόλο παίζει καὶ ἡ θαλπωρὴ τοῦ ἅγιου Γιώργη
καὶ ἡ στοργὴ τοῦ παπα- Μάρκου.
Ἕνας μήνας καὶ λίγες μέρες
πέρασαν ἀπὸ τὴ μόνιμη ἐγκατάστασή τους. Καί, νὰ τους, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ
Σωτῆρος πηγαίνουν οἰκογενειακῶς στὴν ἐκκλησία. «Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει …
Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς Σου…». Ὄμορφες στιγμές! Καὶ κεῖ ποὺ πάει
νὰ τελειώσει ἡ Λειτουργία ἔρχεται τὸ καλάθι μὲ τὰ σταφύλια, γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν,
ὅπως συνηθίζεται τούτη τὴ μέρα.
Σὲ λίγο ὅλα εἶναι ἕτοιμα, γιὰ νὰ
μοιραστεῖ τὸ ἀντίδωρο, νὰ δοθοῦν στοὺς πιστοὺς καὶ τὰ σταφύλια. Ὁ παπα Μᾶρκος
βγαίνει στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τὴν ἀπόλυση. Καὶ ξάφνου ἕνας ὥριμος γεμάτος ἄντρας
ξεκόβει ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους τοῦ Ναοῦ. Ὅλοι τὸν
ξέρουν. Εἶναι ὁ Μανώλης ὁ Σηφάκης. Πλησιάζει πρὸς τὸ μικρόφωνο, γιατί τὸ
ἀπαιτεῖ ἡ μέρα. Ὁ ἅγιος Γιώργης, ὅλη ἡ ἐνορία, πανηγυρίζει γιὰ τὰ δεκάχρονα ἀπὸ
τὴ χειροτονία τοῦ παπα- Μάρκου σὲ πρεσβύτερο καὶ τὴν τοποθέτησή του στὸ
Διόνυσο. Δὲν ἀντιπροσωπεύει μόνο τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο ὁ Μανώλης. Ἐκφράζει
ὅλους τοὺς ἐνορίτες, ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται σὲ τοῦτο τὸν
ταπεινό, σὲ τοῦτο τὸν ὑπέροχο ναό.
Καὶ καθὼς ἀκούγεται ὁ λόγος, ὁ
νοῦς τοῦ παπα-Μάρκου γυρίζει πίσω. Τερπνὸ καλοκαιριάτικο πρωινὸ στὸ ναὸ
Μεταμορφώσεως στὸ Κεφαλάρι τῆς Κηφισιᾶς. Ὁ μητροπολίτης Δωρόθεος ἐπικαλούμενος
τὴ θεία Χάρη «ἔτεινε τὴν χεῖρα» στὸ κεφάλι, εὐλόγησε τὸν διάκονο Μᾶρκο καὶ τὸν
ἔχρισε πρεσβύτερο, ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, ποιμένα λογικῶν
προβάτων στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, μετὰ ἀπὸ δεκαεννιὰ χρόνια προσφορᾶς ὡς
διάκονος!
Δεκαεννιὰ χρόνια! Μά, γιατί;
Διότι ἦταν τιμωρημένος! Μεγάλο τὸ «παράπτωμά» του. Θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ
ἐπιπόλαια «ἀντίδραση κατὰ τῆς ἀρχῆς». Ἦταν τότε νεοχειροτονημένος διάκονος στὴ
μονὴ Ἀσωμάτων Πετράκη. Μετὰ τὴν προηγιασμένη θεία Λειτουργία εἶχε βγεῖ ὁ
ἡγούμενος καὶ διάβασε τὴν ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐγκύκλιο
ἔπρεπε νὰ διαβαστεῖ δέηση «ὑπὲρ ὑγείας» τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη
Ἀθηναγόρα. Ἦταν μιά πολυσυζητημένη προσωπικότητα, ποὺ προσπάθησε προσέγγιση
(γιὰ τὴν ἕνωση) μὲ τὸν Πάπα.
Ἀπὸ τὸ μετερίζι τοῦ «Ὀρθόδοξου
Τύπου» ὁ πάπα-Μᾶρκος εἶχε κάνει πολλοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν
μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὶς κινήσεις τοῦ Πατριάρχη γιὰ ἕνωση. Ἤξερε καλὰ πὼς δὲν
ὑπάρχει ἕνωση, ἀλλὰ ὑποταγή, διότι αὐτοὶ ποὺ ξέφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια ὄχι μόνο
εἶναι ὑπεροπτικὰ ἀμετακίνητοι, ἀλλὰ ἔχουν τὸ δῆθεν ἀλάθητο! Μόλις λοιπὸν ὁ
νεαρὸς διάκονος ἄκουσε τὴν ἐγκύκλιο ἔκανε μιά κίνηση νὰ φύγει. Προχώρησε πρὸς
τὴν ἔξοδο, στράφηκε μιά στιγμὴ πίσω πρὸς τὸ Ἱερό, ἔριξε μιά ματιὰ καὶ ξεστόμισε
τὸν μεγάλο λόγο:
-Ὁ Ἀθηναγόρας εἶναι ἀποστάτης!
Αὐτὸς ὁ πρᾶος, ὁ ταπεινός, ὁ
ἀθόρυβος ὕψωσε φωνή! Ὡς θεολόγος καὶ μελετητὴς τῆς Γραφῆς καὶ τῆς Παράδοσης
ἦταν βαθὺς γνώστης τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ὅλοι ἐμεῖς
οἱ χριστιανοὶ δὲν ξέρουμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κρίνουμε τὶς κινήσεις τοῦ Πατριάρχη.
Ὅμως ἡ ἴδια ἡ ἱστορία βοᾶ καὶ παρουσιάζει τὶς κινήσεις τοῦ ἑκάστοτε πάπα Ρώμης.
Τί νὰ πρωτοθυμηθεῖ κανείς; Τὸν θρησκευτικὸ καὶ συγχρόνως κοσμικὸ ἄρχοντα καὶ
ἀρχηγὸ κράτους μὲ αὐλὴ καὶ αὐλικοὺς καὶ ὅλο τὸ ἐθιμοτυπικὸ καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια
τῶν αὐτοκρατόρων; Τὰ συγχωροχάρτια; Τὶς ἐπεκτατικὲς σταυροφορίες μὲ πρόφαση τὴν
ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ὑποδούλωση τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς;
Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴ φρίκη τῆς σφαγῆς στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1204
ἀπὸ τοὺς «ἀδελφοὺς» Χριστιανοὺς καὶ τὴν ἀνελέητη λεηλασία ποὺ ἀκολούθησε; Ἀλλὰ
πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ πρωτιά. Ὁ «πρῶτος» καὶ ὁ «καλύτερος» ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες!
Αὐτὸ κι ἂν ἀντιβαίνει στοὺς
λόγους τοῦ Εὐαγγελίου! Ἂν ἀναφερθοῦν ὅλες οἱ αὐθαιρεσίες τῶν Δυτικῶν θὰ χρειαστοῦν
πολλὲς σελίδες. Μόνο ποὺ οἱ σύγχρονοι δὲ χρησιμοποιοῦν σπαθιὰ γιὰ τὸν
ἐπεκτατισμό τους, ἀλλὰ «πολιτισμένο διάλογο»!
Ὡς μοναχός, βέβαια, ὁ παπα-Μᾶρκος
ἤξερε καλὰ τί σημαίνει ὑπακοὴ καὶ πόσο εὐεργετικὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ
ὑποτακτικοῦ στὸν σοφὸ γέροντα. Ἐδῶ ὅμως ἔκρινε πὼς ὁ Πατριάρχης δὲν ὑπηρετεῖ
τὴν Ὀρθοδοξία (χωρὶς νὰ τοῦ καταλογίζει κακὴ πρόθεση, ἀλλὰ μᾶλλον ἀκούσια
πλάνη), ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες. Καὶ ὑψώνει φωνή, γιατί πιστεύει πὼς σὲ τέτοιες
περιπτώσεις πρέπει νὰ ὑπακοῦμε μᾶλλον στὸν Θεό, παρὰ στοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὸ ἦταν. Τιμωρήθηκε γιὰ τὸ
«παράπτωμά» του. Σταμάτησε ἡ μισθοδοσία καὶ ἔμεινε «αἰώνιος διάκονος». Ἀδιαμαρτύρητα,
μὲ ὑπομονὴ δέχτηκε τὴν τιμωρία του. Καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαεννιὰ χρόνια ἡ ποινὴ
αἴρεται καὶ ἔρχεται «ἡ θεία Χάρις ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα
ἀναπληροῦσα» ἀνήμερα τῆς Μεταμορφώσεως, γιὰ νὰ τὸν κάνει ποιμένα λογικῶν
προβάτων. Ἀλλὰ ποιῶν προβάτων; Ποῦ θὰ τοποθετηθεῖ; Τὰ νέα δείχνουν πὼς δὲν
αἴρεται ἐντελῶς ἡ ποινή του. Γιατί διορίζεται μὲ δυσμενῆ τοποθέτηση στὸν
Διόνυσο! Ὅταν τὸ ἄκουσε ἕνας κληρικὸς φίλος του δὲν μπόρεσε νὰ κρύψει τὴν
ἔκπληξή του:
-Καλά, στὰ δέντρα θὰ κάνεις
Λειτουργία; Ἔχει κόσμο ἐκεῖ στὴν ἐρημιά;
Ἀγόγγυστα πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν …
ἐξορία τοῦ Διονύσου. Μὲ φρόνημα ὑπακοῆς καὶ ταπείνωσης. Καὶ ἀποδείχτηκε γιὰ
ἄλλη μιά φορά πὼς ὁ Θεὸς «…ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Ξεκίνησε νὰ κάνει λειτουργία
στὰ … δέντρα, ὅπως εἶπε ὁ φίλος ἱερέας. Πῶς ξεφύτρωσαν μέσα στὸ δάσος τόσοι
ἄνθρωποι; Ἕνα ξωκκλήσι βρῆκε, ὅταν πρωτοῆρθε. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι μετριοῦνταν
στὰ δάχτυλα. Λιγοστοὶ οἱ παλαιοὶ κάτοικοι τοῦ Διονύσου. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν
προγόνους βοσκοὺς ἢ διατηροῦσαν ἀκόμη κάποιο κοπάδι. Οἱ νέοι κάτοικοι, οἱ
ἀστοί, ἦταν ἐλάχιστοι.
Ἀλλὰ σιγὰ - σιγὰ οἱ οἰκοδομὲς
πυκνώνουν. Ἔρχονται νέοι κάτοικοι στὴν ὄμορφη ἐρημιά. Ὁ παπα-Μᾶρκος ξεκίνησε μὲ
ἀφοσίωση τὴ νέα του ὑπηρεσία. Δὲν δυσανασχετοῦσε. Μόνο προσευχόταν.
Καὶ ἀγαποῦσε. Τὸν κάθε ἄνθρωπο
τὸν ἔβλεπε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες ἦταν μιά ψυχή, «ὑπὲρ ἧς
Χριστὸς ἀπέθανε». Ἔπρεπε νὰ τοὺς κινητοποιήσει.
Ὁπλίστηκε μὲ τὰ μυστικὰ ὅπλα τοῦ
πνεύματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ξεκίνησε τὸν καθημερινὸ ἀγώνα. Ξεμαντάλωσε
αὐλόπορτες, χτύπησε πόρτες, ἄνοιξε καρδιές.
-Μήπως θέλετε ἁγιασμὸ ἢ εὐχέλαιο;
Οἱ περισσότεροι τὸν δέχονταν,
στὴν ἀρχὴ μὲ ἐπιφύλαξη ἢ ὑποψία. Τὴν ὑποψία διέλυσε ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἀφιλοχρηματία.
Τὰ πάντα δωρεάν. Καὶ … παρασύρονταν ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, θέλγονταν ἀπὸ
τὴν ἁπλότητα, δέχονταν τὴν πατρικὴ ἀγάπη.
Κάθε Κυριακὴ σιγὰ - σιγὰ τὸ
ἐκκλησίασμα πλήθαινε. Δὲν ἔκανε πιὰ λειτουργία στὰ πεῦκα! Ἡ ἐρημιὰ γέμισε ἀπὸ
κόσμο! Ἔγινε ἐνορία. Τὸ ὄνομα τοῦ παπα- Μάρκου ξεπέρασε τὰ ὅριά της. Πολλὲς
ψυχὲς διψασμένες γιὰ λόγο καὶ ἔργο Θεοῦ ἔτρεξαν στὸν ἅγιο Γιώργη. Ἔγιναν
πραγματικότητα τὰ λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ, «Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡσεὶ
κρίνον» (Ἡσ. 35,1).
Τὸ ἐρημικὸ ἐκκλησάκι ὄχι μόνο
πλημμύρισε ἀγαλλίαση, ἀλλὰ σκορποῦσε ἀγαλλίαση παντοῦ, σὲ κάθε ψυχὴ πονεμένη,
δοκιμασμένη, ἀσθενῆ. Σὰν κρίνα ἄνθισαν οἱ τομεῖς ἀγάπης, οἱ διάφορες καὶ
ποικίλες δραστηριότητες τοῦ Φιλόπτωχου Ταμείου, ποὺ ὀνομάστηκε Ἐνοριακὴ Δράση.
Χρόνο μὲ τὸ χρόνο οἱ δραστηριότητες πλήθαιναν. Ἐπανδρώθηκε ὁ ναὸς μὲ εὐσεβεῖς
βοηθοὺς στὸ Ἱερό, μὲ ἱεροψάλτες ποὺ θὰ ταίριαζαν σὲ μητροπολιτικὸ ναό, μὲ
ἐπιτρόπους πρόθυμους, μὲ κυρίες τῆς Ἐνοριακῆς Δράσης ἕτοιμες νὰ ἀναλάβουν
ὁποιοδήποτε ἔργο τοὺς ἀνέθετε ὁ ἐφημέριος.
Ὁ Μανώλης ὁ Σηφάκης μιλοῦσε γι’
αὐτὸ τὸ θαῦμα. Ὁ παπα- Μᾶρκος μὲ ἐλαφρὰ σκυμμένο, ὡς συνήθως, τὸ κεφάλι, σὰν νὰ
μὴ μιλοῦσε γι’ αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ κάποιον ἄλλο. Εἶπε ἀρκετὰ ὁ Μανώλης. Μά, ὅσο κι
ἂν ἦταν ἀληθινά, εὔστοχα καὶ ἐπιτυχημένα, εἶπε λίγα. Πῶς νὰ χωρέσεις σὲ δύο
ἀράδες τόσο ἔργο; Πῶς νὰ ἐκφράσεις μὲ δύο λόγια τὸν ἐντατικὸ ἀγώνα καὶ τὸ
ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο; Ἡ κάθε ψυχὴ ποὺ ἄκουγε ὅμως, μποροῦσε νὰ προσθέσει καὶ
ἄλλα. Εἶναι ἡ ἀνεκλάλητη εὐεργεσία, ποὺ ἔλαβε ἀθόρυβα ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια.
6 Αὐγούστου τοῦ ’94. Δέκα χρόνια
μετὰ τὴ χειροτονία καὶ τὸν διορισμὸ του ὅλοι εἶναι συγκεντρωμένοι γιὰ τὴ μεγάλη
δεσποτικὴ γιορτὴ καὶ γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς ἐνορίας μὲ τὶς εὐχὲς στὰ χείλη, μὲ τὴ
συγκίνηση στὰ μάτια, μὲ τὴν ἀγαλλίαση στὴν ψυχὴ καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ
δῶρο του, τὸν ὅσιο ἱερέα τους.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ
πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019