Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης ἔκλινε τὸν αὐχένα εἰς τὸν “Πάπαν τῆς Ἀνατολῆς” ὁμοῦ μετὰ τῆς κεφαλῆς του, διὰ νὰ μὴ ἀντικρύζη τοὺς συμπροσευχομένους ἀπέναντί του παπικοὺς (Φανάρι, 30.11.2019).
Πρόσφατα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, στὴ συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ παρελθόντος Νοεμβρίου, ἐξέλεξε δύο Ἀρχιμανδρίτες ὡς Ἐπισκόπους,
ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης μὲ ἀναφορὰ ἀπ’ εὐθείας
στὸ ἑξῆς στὸ Φανάρι. α. Τὸν Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Γουβερνέτου Ἀρχιμ.
Εἰρηναῖο Βερυκάκη (μὲ τίτλο: Ἐπίσκοπος Εὐμενείας) καὶ β. τὸν
Πρωτοσύγκελλο τοῦ Μητροπολίτη Κυδωνίας Ἀρχιμ. Δαμασκηνὸ Λιονάκη (μὲ
τίτλο: Ἐπίσκοπος Δορυλαίου).
Οἱ ἐκλεγέντες θὰ παραμείνουν, ὡς ἐλέχθη,
Ἡγούμενοι, ὁ μὲν πρῶτος στὴν Ἱ. Μ. Γουβερνέτου καὶ ὁ δεύτερος,
Ἡγούμενος στὴν Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος Τσαγκαρόλων, μὲ ἀναφορὰ ἀμφοτέρων,
ἐπαναλαμβάνουμε, ἀπ’ εὐθείας στὸν Οἰκ. Πατριάρχη.
Ὡς γνωστόν, οἱ δύο Ἱ. Μονὲς εἶναι Σταυροπηγιακές, τὸ καθεστὼς ὅμως αὐτῶν ρυθμίζει ὁ
ὑπὸ τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων ψηφισθείς καταστατικὸς Νόμος 4149/1961 μὲ
τὴν σύμφωνη γνώμη τῶν τριῶν ἐνδιαφερομένων μερῶν, τῆς Ἑλληνικῆς
Πολιτείας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου
Κρήτης.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία στὸ χῶρο τῆς Ἑλλάδας, ποὺ διασώζει τὸ Ἀρχαῖο Μητροπολιτικὸ σύστημα διοικήσεως, ἀπὸ τῶν Βυζαντινῶν χρόνων μέχρι σήμερα.
Καμμιὰ περιοχὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας δὲν δοκιμάστηκε ἀπὸ ξένους κατακτητὲς ὅσο δοκιμάστηκε ἡ Κρήτη.
Ἡ Κρήτη ὑπέφερε ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Ἀραβοκρατίας 827-961 μ.Χ. καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν γενναῖο Βυζαντινὸ Στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκᾶ (καὶ μετέπειτα αὐτοκράτορα).
Ἀργότερα στὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας
μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204 μ.Χ. ἔγινε «μῆλον τῆς
ἔριδος» μετὰ τῶν Γενουατῶν καὶ τῶν Ἑνετῶν. Τὸ 1212 περίπου ἑδραιώθηκε ἡ Ἑνετικὴ κυριαρχία ποὺ κράτησε μέχρι τὸ 1669 μ.Χ.
Τὸ 1669 ἔπεσε ὁριστικὰ στοὺς Τούρκους.
Στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους τοῦ 1912-1913, κατόπιν αἱματηρῶν ἀγώνων καὶ πολλῶν ἐξεγέρσεων, ἑνώθηκε μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Οἱ Κρητικοὶ καυχῶνται γιὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο καὶ τοὺς ἀγῶνες του νὰ ἐπεκτείνει τὰ Σύνορα τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Τὸ ἴδιο καυχῶνται καὶ γιὰ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἦρθε στὴν Κρήτη, μία φορὰ μόνο τὸ 1963, δύο
μόλις χρόνια μετὰ τὴν ψήφιση τοῦ καταστατικοῦ Νόμου Ν. 4149/1961. Ὁ
Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔζησε τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Κρητῶν τοῦ
20οῦ αἰώνα γιὰ ἐλευθερία, καὶ προϊόν τοῦ σεβασμοῦ του πρὸς τὴν
ἱεραρχία τῆς Κρήτης καὶ τοῦ γενναίου κρητικοῦ λαοῦ εἶναι τὰ προνόμια
αὐτοδιοικήσεως, ποὺ περιέχει ὁ Ν. 4149/1961. Ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι συνέχεια τῆς σύμβασης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Κρητικῆς Πολιτείας τῆς 14ης Ὀκτωβρίου 1900.
Ἡ Σύμβαση ἄρχεται ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο προοίμιο:
«Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ Αὐτοῦ Βασιλικὴ
Ὑψηλότης ὁ Πρίγκηψ τῆς Ἑλλάδος Γεώργιος, Ὕπατος Ἁρμοστὴς ἐν Κρήτῃ
ἐπιθυμοῦντες, ἵνα διακανονίσωσι τὰς μετὰ τὴν ἐπελθοῦσαν ἐν Κρήτῃ
πολιτικὴν μεταβολὴν σχέσεις τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς τὴν
Κρητικήν Πολιτείαν, διώρισαν πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον πληρεξουσίους αὐτῶν,
ὁ μὲν πρῶτος τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κρήτης κύριον
Εὐμένιον, ὁ δὲ δεύτερος τὸν ἐπὶ τῆς Δικαιοσύνης Σύμβουλον Αὐτοῦ κύριον
Ἐλευθέριον Βενιζέλον, οἵτινες συνελθόντες σήμερον ἐν Χανίοις τὴν 14ην Ὀκτ. 1900 συνωμολόγησαν τὰ ἑπόμενα:
Ἄρθρον 1. Ἐν περιπτώσει χηρείας τῆς Ἱ.
Μητροπόλεως Κρήτης, ὁ μὲν Ὕπατος Ἁρμοστὴς καλεῖ ὡς τοποτηρητὴν τῆς
Μητροπόλεως ἕνα τῶν ἐν Κρήτῃ Ἐπισκόπων καὶ προτείνει ἐκ τῶν αὐτῶν
Ἐπισκόπων τρεῖς, ἡ δὲ Ἱ. Σύνοδος διὰ κανονικῶν ψήφων ἐκλέγει τὸν ἕνα ἐκ
τῶν προτεινομένων, ὡς Μητροπολίτην Κρήτης, καὶ ἀναγγέλλει τοῦτο εἴς τε
τὸν Ἡγεμόνα καὶ εἰς τὴν Ἐπισκοπικὴν Σύνοδον. Μετὰ τὴν κανονικὴν ταύτην
ἐκλογὴν τοῦ Μητροπολίτου γίνεται ἡ ἐγκατάστασις αὐτοῦ διὰ διατάγματος
τοῦ Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ. (Σημ. γράφ.: καμμία ἀνάμιξη τοῦ Πατριαρχείου στὴν
ἐκλογή).
Στὸ ἄρθρ. 3 ἀναγράφεται: Ὁ Μητροπολίτης Κρήτης διατηρῶν τὴν ἐν τῷ Συνταγματίῳ τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου θέσιν αὐτοῦ, προσκαλούμενος, ἐν τὴ σειρᾷ αὐτοῦ (σημ. γράφ.: ὄχι αὐθαιρέτως, ἀλλ’ «ἐν τῇ σειρᾷ αὐτοῦ»
πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι ἡ ἐν Φαναρίῳ Πατριαρχικὴ Σύνοδος δὲν
συνεκροτεῖτο τότε αὐθαιρέτως, κατ’ ἐπιλογὴ τῶν ἀρεσκόντων γιὰ τὴν
σύνθεση αὐτῆς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, , ἀλλ’ «ἐν τῇ σειρᾷ αὐτοῦ», γιὰ τὸ ἀδιάβλητο συνοδικῶς τῶν ἀποφάσεων), θὰ παρακάθηται ὡς μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου».
Ἑπομένως οἱ Ἐπίσκοποι δὲν προσκαλοῦνταν στὴν Ἱ. Σύνοδο, προφανῶς, γιὰ νὰ μὴν εὐτελιστεῖ ἡ τιμητικὴ ἀξία τοῦ Μητροπολίτη, ὡς Προέδρου τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου.
Ἡ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος, προεδρευομένη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη, διοικοῦσε τὰ
ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς Μεγαλονήσου καὶ ἀναφερόταν διὰ τοῦ
Μητροπολίτη στὸ Πατριαρχεῖο. Ἦταν ἡ φωνὴ τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς
Συνόδου στὸ Πατριαρχεῖο, ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ Πατριαρχεῖο σεβόταν τὴν
Συνοδικὴ φωνὴ τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ὅπως σέβοντας καὶ οἱ Κρῆτες
Ἀρχιερεῖς τὸ Πατριαρχεῖο, μὲ γνώμονα τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο
χάραζε ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα ὁ Συνοδικὸς θεσμός, καὶ ὄχι οἱ ἀντιλήψεις
μόνο ἢ οἱ αὐταρχισμοὶ ἢ οἱ ἐκβιασμοὶ πιθανόν τοῦ «Πρώτου», δηλ. τοῦ
προεδρεύοντος, προκειμένου ἡ Ἱ. Συνοδος νά λειτουργεῖ, ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα, «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων «ἔδοξε τῷ Ἁγίω Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15,28).
Τὸ ἑπόμενο ἄρθρο 4: Αἱ ἐν τῇ Νήσῳ Κρήτῃ Ἱεραὶ καὶ Πατριαρχικαὶ καὶ Σταυροπηγιακαὶ Μοναὶ διατηροῦσιν τὴν Σταυροπηγιακὴν αὐτῶν ἀξίαν, μνημονεύουσαι ἐν αὐταῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος».
Μὲ τὸ ἄρθρο 5, «ἡ Κρητικὴ Πολιτεία ἀναλαμβάνει ἵνα ἀπέναντι τῶν νενομισμένων ἐτησίων δόσεων τῶν ἐν Κρήτῃ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν καταβάλλη ἐτησίως εἰς τὸ Πατριαρχικὸν Ταμεῖον δρχ. χρυσᾶς τετρακισχιλίας»
(σημ γράφ.: σήμερα τὸ Πατριαρχεῖο ἐνισχύεται οἰκονομικὰ μὲ τὴν ἀνὰ τὴν
οἰκουμένη «λογεία» ὑπὲρ τοῦ Πατριαρχείου καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ
Ἑλληνικοῦ Κράτους μὲ σημαντικὴ οἰκονομικὴ δόση ἀπὸ τὸν κρατικὸ
προϋπολογισμὸ τῶν Ἑλλήνων φορολογουμένων).
Μὲ τὸ ἄρθρο 6, «ἡ ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησία
φυλάττουσα ἀπαραμείωτα τὰ δόγματα, τοὺς Ἱ. Κανόνας καὶ τὰς τυπικάς
διατάξεις τῆς Ὀρθ. Ἀνατ. Ἐκκλησίας, εἶναι ἐλευθέρα, ἵνα κανονίσῃ πάντα τὰ λοιπὰ κατ’ αὐτὴν ἐν τῇ κοινῇ συμπράξει μετὰ τῆς Κρητικῆς Πολιτείας» (βλ. Ἰω. Κονιδάρη, «Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Ἐκκλησίας»).
Ἀναφέρουμε τὰ σημαντικώτερα ἀπὸ τὴν
ἀνωτέρω σύμβαση Πατριαρχείου – Πολιτείας, γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὸ
ἀρχοντικὸ πνεῦμα τῶν συμβαλλομένων μερῶν καὶ τὸν σεβασμό, σὲ ὅ,τι
ἐκφράζουν «εἰς ἄλληλα» τὰ συμβαλλόμενα μέρη.
Ὡς γνωστὸν τὴν σύμβαση αὐτὴ ἀντικατέστησε ὁ ν. 4149/1961, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸν καταστατικὸ χάρτη διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ποὺ ἔχει ψηφιστεῖ ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο.
Ὁ νόμος αὐτὸς τροποποιήθηκε, μετὰ ταῦτα, κατὰ καιρούς, σὲ μερικά του
ἄρθρα ἀπὸ ἄλλους νόμους (ΑΝ137/1967, Ν.Δ. 464/1970, Ν.Δ. 77/1974, Ν.
2413/1996. Ν. 4301/2014).
Ὡς γνωστόν, μὲ αἴτημα τῆς Ἐπαρχιακῆς
Συνόδου, μετονομάσθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες περίπου τὸ ἔτος 1963
καὶ ὁ Μητροπολίτης Ἀρχιεπίσκοπος περίπου τὸ 1967.
Ὁ ἀείμνηστος Γεράσιμος Κονιδάρης,
Καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὸ Καποδιστριακὸ Παν. Ἀθηνῶν
λυπήθηκε καὶ ὀνείδισε τὴν μετονομασία τῶν Ἐπισκόπων σὲ Μητροπολίτες καὶ
τοῦ Μητροπολίτη Κρήτης σὲ Ἀρχιεπίσκοπο, διότι ἔτσι ἐξέλιπε ἡ ἀπὸ αἰῶνες
ὀνομασία καὶ ὀρθὴ λειτουργία, κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὸν τύπο, τοῦ
Μητροπολιτικοῦ συστήματος, στὴν Μεγαλόνησο.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἰσχύοντα καταστατικὸ νόμο
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἄρθρο 41 «Ὁ Μητροπολίτης (σημ.
γράφ.: ὁ μετὰ ταῦτα ὀνομαζόμενος Ἀρχιεπίσκοπος) Κρήτης δύναται νὰ προσλαμβάνη βοηθὸν Ἐπίσκοπον,
ὅπως ἀναπληροῖ αὐτὸν κατὰ τὴν ἑκάστοτε παρεχομένην ὑπ’ αὐτοῦ ἐντολὴν ἐν
τῇ ἐνασκήσει τῶν καθηκόντων αὐτοῦ ὡς πνευματικῆς Ἀρχῆς, ὅστις
προσαγορεύεται Θεοφιλέστατος.
Ὁ Βοηθὸς Ἐπίσκοπος (ἄρθ. 43) ἐκλέγεται ὑπὸ τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης ἐκ τῶν τριῶν προτεινομένων ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Κρήτη ἐκ τῶν περιλαμβανομένων εἰς τὸν κατάλογον ἐκλογίμων».
Συνεπῶς, σύμφωνα πρὸς τὸν χάρτη
τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, κανεὶς ἄλλος δὲν δύναται νὰ
ἐκλεγεῖ Βοηθὸς Ἐπίσκοπος στὴν Κρήτη, ἔχοντας διοικητικὴ ἀναφορὰ σὲ ἑτέρα
ἢ μείζονα Ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ἢ τὸ τραγελαφικὸ νὰ ἀναφέρεται σὲ δύο Ἐπισκοπικὲς δικαιοδοσίες, σὲ δύο ἀρχές, ποὺ ἐνδεχομένως, θὰ ἔχουν ἄλλες διαφορετικὲς ἀπόψεις ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ διοικητικοῦ θέματος.
Τὸ θέμα ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὸ Filioque τῶν παπικῶν στὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος .(Δυαρχία)
Τὸ ἄρθρο 89, τοῦ καταστατικοῦ νόμου 4149/1961 κατονομάζει δώδεκα Ἱ. Μονὲς ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες στὴν Κρήτη, ὡς Σταυροπηγιακές:
Ὁδηγήτριας (Ἐπισκοπή Γορτύνης), Ρουστίκων, Ἀριάνι, Ἀρκαδίου, Χαλέπας
(Ἐπισκοπή Ρεθύμνης), Χρυσοπηγῆς, Γουβερνέτου καὶ Ἁγ. Τριάδος (Ἐπισκοπή
Κυδωνίας), Τοπλοῦ (Ἐπισκοπή Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας), Κυρίας Γωνιᾶς
(Ἐπισκοπὴ Κισάμου), Πρέβελης (Ἐπισκοπή Λάμπης) καὶ Καρδιωτίσσης ἐν τῇ Ἱ.
Μητροπόλει (=Ἀρχιεπισκοπή).
Στὶς Μονὲς αὐτὲς παραγρ. 2 γράφεται στὸ ἴδιο ἄρθρο 89:
«Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱ. Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ ἑκάστοτε ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου Κρήτης διὰ τοῦ Προέδρου αὐτῆς, ἀνακοινουμένης πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων αὐτῶν. (Σημ. γράφ.: ἡ ἐκλογὴ γίνεται ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς μέχρι σήμερα σὲ συνεργασία μὲ τὸν Τοπικὸ Ἐπίσκοπο). Ἀλλ’ ἡ διοίκησις τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ὁ ὑπ’ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης,
ἐφαρμοζούσης καὶ ἐπὶ τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διὰ τὰς λοιπάς ἐν
Κρήτῃ Μονὰς Διατάξεις. Ἡ διάλυσις ὅμως τυχὸν ἢ ἡ συγχώνευσις
Πατριαρχικῆς τινος Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται μετὰ προηγουμένην
συννενόησιν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον».
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ ν. 4149/1961, διὰ τοῦ ὁποίου διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, εἶναι
ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν στὸ σῶμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης
περισσότεροι ἀπὸ ἕνα Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι, καὶ μάλιστα ὑπαγόμενοι σὲ δύο
διοικητικὲς Ἐπισκοπικές ἀρχές, δηλ. στὸν Πατριάρχη καὶ στὸν
Τοπικὸ Μητροπολίτη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάγονται οἱ Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι
συγχρόνως στὸν Πατριάρχη καὶ τὸν Μητροπολίτη; Ἀφοῦ ὁ καταστατικὸς νόμος
διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης δὲν ἐπιτρέπει ὕπαρξη Βοηθοῦ
Ἐπισκόπου παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, καὶ δεύτερον, ἡ διοίκηση τῶν
Σταυροπηγιακῶν Μονῶν ἀσκεῖται ἀπὸ τὴν Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν
Πατριάρχη.
Σὲ ποιὰ ἀρχὴ θὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ
διχασμένος Βοηθὸς Ἐπίσκοπος; Ὡς Ἐπίσκοπος Βοηθὸς στὸν Πατριάρχη καὶ ὡς
Ἡγούμενος τῆς Μονῆς στὴν Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο; Πῶς θὰ διοικεῖ τὴν περιουσία
τῆς Μονῆς, ὡς Ἐπίσκοπος ὑπακούων στὸν Πατριάρχη ἢ ὡς Ἡγούμενος ὑπακούων
στὴν Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο;
Αὐτὰ δὲν εἶναι σοβαρὰ πράγματα. Εἶναι ἀνάξια τῆς ἱστορίας τοῦ Πατριαρχείου.
Πῶς συμβιβάζονται αὐτὰ μὲ τὴν γνώμη τοῦ
Πατριάρχη καὶ τὴν σημερινὴ τακτική τοῦ Πατριαρχείου σὲ παρόμοια θέματα
(αὐτοκεφαλίες, αὐτονομίες κ.λπ.) ἄλλων Ἐκκλησιῶν;
Καὶ ἂν σκέπτεται ὁ Πατριάρχης νὰ
καταργήσει ἢ νὰ τροποποιήσει τὸν τρόπο διαχειρίσεως καὶ διοικήσεως τῶν
Σταυροπηγίων, πῶς θὰ τὸ ἐπιχειρήσει, ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου; Ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου;
Πῶς –εἶναι ἀπορίας ἄξιον- τρία μέλη τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ποὺ
μετέχουν στὴν παροῦσα σύνθεση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἀγνόησαν διὰ τῆς
ψήφου τους τὸν καταστατικὸ Νόμο 4149/1961, ὁ ὁποῖος καταστρατηγήθηκε
μὲ τὶς δύο αὐτὲς Ἐπισκοπικὲς ἐκλογές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀντισυνταγματικὲς
καὶ παράνομες γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, καὶ ἀντίθετες μὲ τὴν διαβεβαίωση
τῶν Ἐπισκόπων ἐνώπιον τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, κατὰ τὴν ἐκλογή τους, ὅτι θὰ τηροῦν τοὺς Νόμους τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας;
Γιατί δὲν εἶχαν τὸ σθένος νὰ διαφωνήσουν στὴν ἐκλογὴ τῶν δύο Ἐπισκόπων, ὅταν μάλιστα, ὅπως γνωρίζει ἡ κοινὴ γνώμη
στὴν τελευταία ἐκλογὴ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, κ.
Προδρόμου, δὲν συμφώνησαν γιὰ ἐκλογὴ ἄλλου προσώπου, θεωροῦντες τὸν
Πρόδρομο καταλληλότερο τῶν ἄλλων ὑποψηφίων;
Μερικοὶ θεωροῦν τὴν Πατριαρχικὴ
ἐνέργεια, ὡς ἀντίδραση, στὴν ἐκλογὴ τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ποὺ ἦταν
προϊὸν ἀπόλυτης ἐλευθερίας στὴν κρίση τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Κρήτης. Γιατί ὁ
Πατριάρχης –διερωτῶνται οὐκ ὀλίγοι- σὲ ὅλα θέλει πάντοτε νὰ γίνεται τὸ
δικό του; Εἶναι ἀδύνατον ἡ Σύνοδος οὐσιαστικά τοῦ Φαναρίου, νὰ λάβει
ἀπόφαση μὴ ἀρεστὴ στὸν Πατριάρχη. Ἔτσι ὅμως τὸ Συνοδικὸ σύστημα
λειτουργεῖ «τύποις» καὶ ὄχι «οὐσίᾳ». Ἀπὸ αὐτὰ προέρχονται καὶ τὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα στὰ Πανορθόδοξα.
Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐπιβάλλεται, γιὰ
νὰ τηρηθεῖ ὁ καταστατικὸς νόμος 4149/1961 οἱ εἰρημένοι Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι
νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴν ἡγουμενικὴ θέση τους καὶ νὰ τεθοῦν στὴ διάθεση
τοῦ Πατριαρχείου.
Ἐὰν παρὰ ταῦτα ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀνεχτοῦν τὴν παρανομία, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, ὁ Πατριάρχης, μονομερῶς, θὰ ἐπιχειρήσει νὰ καταργήσει τὸ προνομιακὸ καθεστὼς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, δηλ. τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα διοικήσεως, ποὺ ἰσχύει στὴν Κρήτη γιὰ εἴκοσι αἰῶνες(!), ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄφησε τὸν Τίτο στὴν Κρήτη «ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγὼ σοι διεταξάμην, εἴς τις ἐστιν ἀνέγκλητος… δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον,
μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα,
δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου,
ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς
ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν…» (Τίτον 1,5-9)
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προοιωνίζει παρόμοια
ἐνέργεια τοῦ Πατριάρχη στὸ ἰσχῦον καθεστὼς γιὰ τὶς λεγόμενες νέες χῶρες
τῆς λοιπῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας.
Τώρα καὶ ἑκατὸ χρόνια, ἰσχύει αὐτὸ τὸ
καθεστὼς διοικήσεως, τὸ ὁποῖο σεβάστηκαν ὀνόματα Μεγάλων Πατριαρχῶν καὶ
Ἀρχιερέων τῆς Μ. Ἐκκλησίας. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ ἀλλάξει; Τὰ γινόμενα ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη εἶναι πρωτόγνωρα στὴν ἱστορία τοῦ Πατριαρχείου.
Ὅταν μάλιστα, εἰδικά, ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακὴ
Σύνοδος τῆς Κρήτης μέχρι σήμερα ἔχει δείξει ὑποδειγματικὴ ἀφοσίωση πρὸς
τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχη, σκανδαλώδη μάλιστα στὰ οἰκουμενιστικά. Ὁ σεβασμὸς βεβαίως δὲν
σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως καὶ τῆς εὐθύνης τοῦ
Ἀρχιερέα ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, οὔτε στέρηση τῆς κρίσης σὲ δύσκολα
ζητήματα, ποὺ πρωτίστως θὰ δώσει λόγο στὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τῆς Δευτέρας
Παρουσίας, ὅταν θὰ τοῦ ζητηθεῖ ἡ φύλαξη τῆς «παρακαταθήκης». Ἐκεῖ δὲν θὰ ἔχει συνήγορο τὸν Πατριάρχη.
Ἡ χάραξη τῆς διοικητικῆς στρατηγικῆς τῆς
Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ὑπόθεση τῆς βούλησης ἢ τῶν ἀντιλήψεων τοῦ ἑκάστοτε
Πατριάρχη, ποὺ πιθανὸν ἐνίοτε νὰ σφάλει καὶ νὰ ἀστοχεῖ στὴν ἀλήθεια,
ἀλλ’ εἶναι εὐθύνη ὁλοκλήρου τοῦ Συνοδικοῦ Σώματος, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Τὸ Ἐθνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῶν Κρητῶν Ἀρχιερέων στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρόν, εἶναι ὑποδειγματικό.
Κανεὶς Ἀρχιερέας δὲν κατηγορήθηκε ὅτι οἰκοδόμησε παράκτια μέγαρα ἢ ἄλλα οἰκοδομήματα πρὸς ἴδιον ὄφελος.
Τὸ μαρτυροῦν τὰ ἔργα ὅλων τῶν
Μητροπόλεων καὶ τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων Ἱεραρχῶν. Τὰ
φιλανθρωπικὰ ἔργα τῶν Κρητῶν Ἀρχιερέων ἐπιβεβαιώνουν τὴν χρηστὴ διαχείριση τῆς περιουσίας τῶν Ἱ. Μονῶν καὶ τῶν Σταυροπηγίων, τόσο σὲ περιόδους «τῶν παχυλῶν, ὅσο καὶ τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων» γιὰ νὰ ἐκφραστοῦμε βιβλικά.
Σήμερα, μάλιστα, σὲ περίοδο οἰκονομικῆς
κρίσης, ποὺ ὁ λαὸς λιμοκτονεῖ, καταπιέζεται ἀπὸ ἐπαχθῆ φορολογικὰ
κρατικὰ καὶ ἄλλα μέτρα τῶν δανειστῶν ἢ αὐτοκτονεῖ ἀπὸ ἀπελπισία ἢ
ἀποθνήσκει ἀπὸ ἐγκεφαλικὰ καὶ καρδιακὰ ἐπεισόδια, ποὺ προξενοῦνται ἀπὸ
τὰ οἰκονομικὰ θέματα, ἐὰν τὸ Πατριαρχεῖο ἐπιχειρήσει νὰ ἀφαιρέσει τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση τῶν Σταυροπηγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐπαρχιακὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης,
θὰ ἀπαξιωθεῖ μπροστὰ στὴν κρητικὴ κοινὴ γνώμη, ποὺ πιθανὸν καὶ νὰ
ἀντιδράσει, θὰ ὑποβαθμιστεῖ τὸ κῦρος του στοὺς πιστοὺς καὶ θὰ μισήσει
τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο.
Οἱ δὲ ἀθεϊστικὲς πολιτικὲς δυνάμεις, βλέποντας τὴν περιουσία νὰ δαπανᾶται ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς Κρήτης, θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ χέρια.
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς
κανενός, ὅτι οἱ Κρῆτες Ἀρχιερεῖς, καὶ ἐν γένει ὁ κλῆρος, παπάδες, διάκοι
καὶ μοναχοί, πρωτοστάτησαν στοὺς ἀγῶνες τῆς ἐλευθερίας καὶ στήριξαν τὸν
λαὸ σὲ περιόδους στυγνῆς δουλείας στοὺς ξένους κατακτητές, ποὺ ὑπερβαίνει τὴν χιλιετία, ἐὰν συμψηφιστεῖ ἡ Ἀραβοκρατία, ἡ Ἑνετοκρατία, ἡ Τουρκοκρατία καὶ ἡ Γερμανικὴ κατοχή.
Παπάδες καὶ Δεσποτάδες εἶναι δυσεξαρίθμητοι ἀπὸ Ἐθνομάρτυρες καὶ Χριστιανομάρτυρες, μαζὶ μὲ χιλιάδες ἁπλοὺς λαϊκοὺς Κρητικούς.
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἁπλὸ λαὸ
ἀνήκει ἡ Μοναστηριακὴ περιουσία, ἐκεῖ πρέπει νὰ παραμείνει καὶ νὰ
διατίθεται, ὡς διατίθεται ἀπὸ τοὺς σεμνοὺς Ἐπισκόπους μας μέχρι σήμερα.
Τὸ δὲ φιλότιμο τῶν Κρητῶν Ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν πιστῶν ἀπέναντι στὸ
Πατριαρχεῖο, εἶναι πασίδηλο καὶ διαχρονικό, καὶ ἔτσι πρέπει νὰ
συνεχιστεῖ. Αὐτὸ ὅμως ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη.
Νὰ ’χωμε τὴν εὐχήν Σας!
Κ. Καλλέργης, Γ. Βλαστὸς καὶ Ἀ. Κουρμούλης
Σημ. «Ο.Τ.»:
- Διὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Κρήτης ἐνεργεῖ ὁ πνευματικὸς νόμος «ἐν ἄλλοις πταίουν καὶ ἐν ἄλλοις παιδεύονται». Διότι ἡ συμπεριφορὰ των ἔναντι τοῦ οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχου, εἶναι ἰδιοτελὴς καὶ δουλικὴ καὶ ἐσφαλμένη. Ἡ συμφωνία των εἶναι «συμφωνία κακῶς ὁμονοησάντων» μὲ τὸν Πατριάρχην.
- Εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ἀπόπειραν καταπατήσεως τοῦ καταστατικοῦ Νόμου Δ/σεως τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, νόμου ψηφισθέντος ὑπὸ τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων πρέπει νὰ παρέμβη ὁ κ. Πρωθυπουργὸς καὶ οἱ Κρῆτες Βουλευταί.
Ἄλλως ἀνοίγει παράθυρον εἰς τὸν κ.
Ἐρντογάν νὰ ἀποπειραθῆ, μιμούμενος τὸν Πατριάρχην Βαρθολομαῖον, νὰ
καταπατήση διεθνεῖς συνθήκας ἀφορώσας τὰ Ἑλληνοτουρκικά.