Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Πῶς ἀποκτᾶται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ


Μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην· ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει» (Λουκ. ιβ, 33).
Δηλ. Πωλήσατε ὅσα ἔχετε καὶ δῶστέ τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κάμετε διὰ τὸν ἑαυτό σας πουγγιά, ποὺ δὲν παλιώνουν, θησαυρὸ ποὺ δὲν χάνεται καὶ δὲν λιγοστεύει. Θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς, ὅπου δὲν πλησιάζει κλέπτης, διὰ νὰ τὸ ἁρπάση, οὔτε σκόρος τὸ καταστρέφει.
Ἡ ἐλεημοσύνη θεωρεῖται ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν. Στὸ γεροντικὸ ἀναφέρεται ὅτι «ὅποιος ἐλεεῖ τὸν ἀδελφό του, πρέπει νὰ τὸ κάνη σὰν νὰ ἐλεῆ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ ἐλεημοσύνη πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό».
  • Ὁ Ἅγιος Πορφύριος συμβουλεύει:
«“Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλομε νά τούς βλέπομε σάν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχομε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσομε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νά μή λέμε, οὔτε νά θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπομε ὡς καλούς. Κι ἄν δεῖς ἕνα ἀδελφό νά ἐνοχλεῖται ἀπό πάθη, νά μή τόν μισήσεις αὐτόν· μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμοῦν. Κι ἄν τόν δεῖς νά τυραννεῖται ἀπό ἐπιθυμίες καί συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μή τυχόν δοκιμάσεις καί σύ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπό ὑλικό πού εὔκολα γυρίζει ἀπό τό καλό στό κακό. Ἡ ἀγάπη  πρός τόν ἀδελφό  σέ προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσεις περισσότερο τόν Θεό. Τό μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό. Γιατί, ἄν δέν ἀγαπάεις τόν ἀδελφό σου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγαπάεις τόν Θεό πού δέν Τόν βλέπεις; “Ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;” (Α΄ Ἰωάν. 4,20)».
  • Ἀναφέρει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Κ. Ἀναγνωστόπουλος (Πνευματικὲς Διαδρομὲς στοὺς Μακαρισμούς, σελ. 246-248, Πειραιὰς 2009) γιὰ τὸ πῶς ἔρχεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό:
«Βρισκόμαστε στὴν Δράμα, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς. Ὁ χειμώνας τοῦ 1941 ἦταν πολὺ βαρύς.
Κάποιος γείτονάς μου τσαγκάρης, Θανάσης στὸ ὄνομα, ξεκίνησε ἕνα πρωϊνό, ποὺ τὸ κρύο ἦταν πολύ-πολὺ δυνατό, γιὰ τὸ μαγαζάκι του. Ἡ ὥρα ἦταν μετὰ τὶς 8.30 τὸ πρωΐ, διότι τότε ἐπετρέπετο ἡ κυκλοφορία.
Εἶχε δὲ μιὰ καλὴ συνήθεια. Πρὶν νὰ πάη στὴν δουλειά του, περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶναι στὴν πλατεία, ἄναβε τὸ κεράκι του καὶ προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες.
Φθάνοντας ὅμως στὴν Ἐκκλησία βλέπει ἕνα μισόγυμνο ἄνδρα στὰ σκαλοπάτια της νὰ τρέμη ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν παγωνιά.
– Βοήθησέ με, τοῦ λέει, πεθαίνω ἀπὸ τὸ κρύο… Καὶ ὁ κυρ Θανάσης, χωρὶς νὰ διστάση, βγάζει μιὰ παλιὰ προβιὰ ἀπὸ κατσίκι ποὺ φοροῦσε καὶ τὸν τυλίγει.
– Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ, τοῦ λέει. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ ἀμπάρι σου!…
Μπαίνει στὸν Ναό, ψάχνει γιὰ κερί, ἀλλὰ δὲν βρίσκει! Ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάνοντας τὸν σταυρό του, γιὰ νὰ πάη στὸ μαγαζάκι του.
Ψάχνει γιὰ τὸν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν βλέπει πουθενά! Καὶ μάλιστα, στὰ σκαλοπάτια ἦταν ἀφημένη καὶ ἡ προβιά!…
Γεμᾶτος ἀμηχανία καὶ ἀπορία, κοίταξε ἀπὸ δῶ, κοίταξε ἀπὸ κεῖ, καὶ μὴ βλέποντας κανένα, ἔσκυψε, τὴν πῆρε καὶ τὴν ξαναφόρεσε, γιατὶ κι ἐκεῖνος ἔτρεμε ἀπὸ τὸ κρύο.
Καὶ ἦταν τόσο ζεστὴ ἡ προβιά(!), ποὺ ἔμοιαζε, ὅπως ἔλεγε, μὲ θερμὸ λουτρό.
* * *
Στὸ μαγαζὶ δὲν πάτησε κανένας, ἀφοῦ τὸ κρύο ἦταν φοβερό. Ἦρθε ἡ ὥρα 3.00, κατέβασε τὰ ρολὰ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του γεμᾶτος σκέψεις.
«Θεέ μου, τί θὰ φᾶμε σήμερα; Ὑπάρχουν καὶ τρία παιδιά, ἡ γυναίκα μου, ἡ ἄρρωστη γιαγιά, ἡ πεθερὰ καὶ τόσοι ἄλλοι… Ἀλλὰ πάλι, αὐτὴ ἡ προβιὰ ποὺ μὲ ζεσταίνει τόσο πολύ;… Καὶ τί ἔγινε αὐτὸς ὁ εὐλογημένος;… Γιατί τὴν πέταξε κι᾿ ἔφυγε;…».
Μὲ αὐτὲς τὶς ἀπορίες πῆγε σπίτι του. Ἔφθασε ἐκεῖ καὶ βρίσκει ζεστὸ τὸ σπίτι καὶ τὸ τραπέζι ἕτοιμο μὲ τηγανίτες (ζυμάρι, τηγανισμένο στὸ λάδι).
– Ποῦ βρέθηκαν αὐτά;… ρώτησε ξαφνιασμένος.
– Γιὰ ἔλα νὰ δῆς!… τοῦ λέει ἡ γυναίκα του. Κοίταξε τὴν μικρή μας ἀποθήκη! Σήμερα τὸ πρωῒ ποὺ μπῆκα μέσα, εἶδα αὐτὴ τὴ μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη ἀπὸ ἀλεύρι καλαμποκίσιο. Καὶ αὐτὸ τὸ μπουκάλι γεμᾶτο ἀπὸ λάδι. Αὐτὸ τὸ ξύλινο δοχεῖο γεμᾶτο ἁλάτι. Καὶ δὲν φθάνει μόνο αὐτό!… Ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα ὑπῆρχαν δυὸ ἀγκαλιὲς ξύλα, τόσο ὅσο γιὰ νὰ μᾶς φθάσουν νὰ περάσουμε σήμερα τὴν βαρειὰ αὐτὴ μέρα τοῦ χειμώνα. Ἆραγε, πῶς βρέθηκαν αὐτά; Ποιός τὰ ἔφερε, Θανάση μου, ἐδῶ;…
Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ καλοῦ ἐκείνου Χριστιανοῦ:
– Μόνο ὁ Θεὸς κάνει θαύματα, γυναίκα… Ἀλλὰ μὴ βγάλης τσιμουδιά, γιατὶ θὰ χαθῆ ἡ θεία εὐλογία…
* * *
Ἔτσι τὸ ἀλεύρι, τὸ λάδι, τὸ ἁλάτι καὶ τὰ ξύλα γιὰ θέρμανσι δὲν ἔλειψαν ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἡμέρες τῆς Κατοχῆς.
Ὄχι ὅμως γιὰ πολύ. Μόνο γιὰ 14 μῆνες. Διότι τόσο διάστημα κράτησε τὸ μυστικὸ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη γυναίκα τοῦ κυρ Θανάση. Μόλις τὸ εἶπε στὴ γειτονιὰ μὲ καμάρι, ὅτι τοὺς βοηθοῦσε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα, ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸ ἀμπάρι, χάθηκε καὶ ἡ θεία προσφορά…».