Ἔχουμε πεῖ τόσες φορές· παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἀλλά τόν παρακαλοῦμε ἔτσι πού σάν νά εἶναι αὐτός δοῦλος κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ὁ θεός καί τόν παρακαλοῦμε νά ἔλθει νά μᾶς βοηθήσει. Ὄχι. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός κι ἐμεῖς εἴμαστε τά παιδιά του, εἴμαστε τά πλάσματά του, καί ὑπάρχει μέσα μας ἁμαρτία, ὑπάρχει μέσα μας θάνατος, καί γιά νά πεθάνουν αὐτά, πρέπει νά πεθάνουμε, ὅπως ὁ Χριστός, γιά νά θανατώσει τόν θάνατο, πέθανε.
«Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Δέν σταυρώθηκε τυχαῖα ὁ Χριστός, δέν πέθανε τυχαῖα ὁ Χριστός. Σταυρώθηκε καί πέθανε, γιά μᾶς. Ἐκεῖνος δέν εἶχε κανέναν λόγο νά πεθάνει. Πεθαίνει γιά μᾶς. Ἀλλά γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, γιά νά πεθάνει ὁ θάνατος, γιά νά καταστραφεῖ ὁ Ἅδης, γιά νά κατατροπωθεῖ ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά πεθάνει ὁ Χριστός. Ὁ θάνατος καταργεῖται, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ὁ Χριστός περνάει μέσα ἀπό τόν θάνατο. Ἔτσι εἶναι. Τήν ὥρα πού πεθαίνεις μέ τόν Χριστό, θανατώνεται μέσα σου ὁ θάνατος