«Ποτέ μήν ἐκστομίζετε βρώμικο λόγο. Ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς πῶ, οὔτε τό «ρέ». Θά μοῦ πεῖτε: «Τί, ποῦ, πῶς;». Ἐγώ, ἄν ἀκούσω ἀπό κάποιον Χριστιανό νά λέει «ρέ», σᾶς βεβαιώνω, ἀληθινά, θά χάσω κάθε ἰδέα! Νά τό λέει δέ αὐτό γυναίκα τό «ρέ», ὤ …, ἀκόμα χειρότερα … Βέβαια, τό λένε σήμερα οἱ σύγχρονες μαθήτριες [ἡ ὁμιλία ἔγινε 27-5-1986], δέν λένε αὐτό, αὐτό εἶναι χάδι …
Πηγαίνετε, παρακαλῶ, ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν Λυκείων μας, νά δεῖτε, ὅταν σχολνᾶνε τά παιδιά. Καθίστε, ἔτσι, ἀφελῶς, ἐκεῖ κοντά στήν πόρτα, στό πεζοδρόμιο, νά ἀκούσετε τί λένε. Θά βγεῖτε ἀπό τά ροῦχα σας, ἀγαπητοί μου, σήμερα, τί λένε τά παιδιά μας, προπαντός τά κορίτσια! Ναί. Ἀλλά ὅμως, ἐδῶ μιλᾶμε γιά ἀνθρώπους πού ζητοῦν νά καλλιεργηθοῦν καί θά ἤθελαν νά ἀποδώσουν πνευματικά, γι’ αὐτό προσέξτε τό «ρέ», εἶναι βρώμικη λέξη. Βέβαια, εἶναι συγκοπή τοῦ «βρέ», τοῦ «μωρέ», τά γνωστά, ξέρετε. Ὅταν λέμε μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως ὅτι: «Εἶσαι βλάκας», τότε εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία, τό σημειώνει ὁ Κύριος, δέν τό λέω ἐγώ, στήν ἐπί τοῦ Ὅρους Ὁμιλία. Αὐτό ὅμως, συγκεκριμένα πιά, τό «ρέ» πού τό λέμε, εἶναι ἀπρεπέστατο. Σᾶς ἱκετεύω, σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, νά καλλιεργούμεθα, μή λέμε τίποτε ἀπό τέτοιες λέξεις, τίποτα, τίποτα! Ἡ γλῶσσα μας νά εἶναι πολύ καθαρή. Ὅταν ἔτσι συνηθίσομε, νά ἔχομε γλῶσσα καθαρή, ἀγαπητοί μου, καί μία ἀγανάκτηση νά ἔρθει καί ὁ,τιδήποτε, δέν μπορεῖ νά μᾶς φύγει λόγος, γιατί δέν ὑπάρχει ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια».