Ο
άνθρωπος είναι φίλαυτος, εγωλάτρης. Δεν το καταλαβαίνουμε, ιδέα δεν
έχουμε, όμως βουλιάξαμε εκεί μέσα στη φιλαυτία μας, όπως βουλιάζουν οι
ψυχοπαθείς μέσα στην αρρώστια τους. Ας πούμε, κάποιος είναι βουλιαγμένος
στη μελαγχολία και δεν βγαίνει με τίποτε από κει. Καίτοι το
διαισθάνεται ότι, αν βγει, λυτρώνεται, δεν βγαίνει. Τι έρωτας είναι
αυτός με τη μελαγχολία του, με την κόλασή του! Τα αρρωστημένα αυτά
πράγματα έχουν πολλή δύναμη.
Γενικότερα
λοιπόν έχει οικοδομηθεί ένας έρωτας με τον εαυτό μας, ένα μπλέξιμο –και
δεν ξεμπλέκουμε εύκολα– με τη λατρεία του εαυτού μας, με τη φροντίδα
για τον εαυτό μας, με τη φιλαυτία. Άλλοτε αυτό εκδηλώνεται σαν ένας
φόβος μην πάθουμε τίποτε, σαν μια ανασφάλεια, μια μοναξιά, μια ανησυχία
–μήπως δεν πάνε καλά τα πράγματα στη ζωή, μήπως δεν πετύχω, μήπως πέσω
έξω, μήπως με γελάσουν και τι θα κάνω· άλλοτε σαν μια μέριμνα μη χάσουμε
τούτο, μη χάσουμε εκείνο, να προλάβουμε το ένα, να προλάβουμε το άλλο·
άλλοτε πάλι σαν επιθυμία να χαρούμε το ένα, να απολαύσουμε το άλλο. Και
είναι όλα μια ματαιότητα. Από μια πλευρά όλα αυτά δημιουργούνται, και τα
ζει κανείς έτσι, διότι αγκαλιάστηκε με το άθλιο εγώ. Μόλις λυτρωθεί από
το εγώ, εξαφανίζονται.
Σ’
αυτές τις περιπτώσεις το αποτελεσματικό, το καίριο χτύπημα δίνεται –και
ανοίγει ο δρόμος, και προχωρούν τα πράγματα– εάν κάνει κανείς υπακοή. Η
πείρα έδειξε ατράνταχτα, κατά απόλυτο τρόπο, ότι όποιος θελήσει να
πιστέψει σ’ αυτό που του λένε –καθώς από τη δική του πλευρά δεν βλέπει
καμιά προκοπή, αλλά μόνο θάλασσα τα κάνει– λυτρώνεται, εφόσον βέβαια
αυτό δεν γίνεται στα τυφλά, αλλά πάει κανείς κάπου που έχει εμπιστοσύνη,
που έχει εκτίμηση, που δεν του επιβάλλουν κάτι. Γιατί το να δείξεις
εμπιστοσύνη σε κάποιον είναι και επικίνδυνο. Δηλαδή, μπορεί να σε
εκμεταλλευτεί άγρια ο άλλος, αν τον εμπιστευθείς. Αλλά λίγο πολύ όμως
κανείς μπορεί να δει, εφόσον δουλεύει το μυαλό του, ότι εκεί που πάει με
εμπιστοσύνη δεν υπάρχει κίνδυνος να τον εκμεταλλευθούν. Σ’ αυτή την
περίπτωση, απέδειξαν τα πράγματα ότι όποιος έχει αυτή την εμπιστοσύνη,
λυτρώνεται.
Λυτρώνεται
κατ’ αρχήν ψυχολογικά. Αλλά καθώς όλο αυτό γίνεται σε πνευματικό
επίπεδο –δεν ξέρω πόσο θα με καταλάβετε– ανοίγει ο δρόμος για την
πνευματική ζωή, και σιγά-σιγά λυτρώνεται και πνευματικά. Με ένα σμπάρο
δυό τρυγόνια. Μπορεί κάποιος να μην έχει ψυχολογικά προβλήματα, αλλά να
είναι ένας εγωιστής και να έχει όλα τα αμαρτωλά –πάθη, αδυναμίες,
αμαρτωλές συνήθειες– και να ζει πέρα για πέρα αμαρτωλή ζωή. Ενώ δηλαδή
είναι τακτοποιημένος ψυχολογικά, είναι αλύτρωτος πνευματικά. Ο άλλος που
έχει τα ψυχολογικά προβλήματα, εάν δείξει αυτή την εμπιστοσύνη, με ένα
σμπάρο δυό τρυγόνια, όπως είπαμε. Τακτοποιείται ψυχολογικά, αλλά αυτό το
ίδιο είναι συγχρόνως και πνευματικό· δηλαδή, ανοίγει ο δρόμος ο
πνευματικός, και σιγά-σιγά λυτρώνεται πνευματικά.
Όπως
έχω πει σε ορισμένες περιπτώσεις, ας τα έχεις αυτά· αυτά είναι του
σκαριού για πολλούς και διαφόρους λόγους. Εάν βρεις τον δρόμο του Θεού,
όλη η μελαγχολία που έχεις γίνεται μετάνοια ή έχεις φοβερό αίσθημα
κατωτερότητος, που δεν ξέρεις από πότε αρχίζει και τι ρίζες και
παραφυάδες έχει. Όλο αυτό το αίσθημα κατωτερότητος γίνεται ταπείνωση.
Έτοιμη ταπείνωση. Πώς χώνει την κουτάλα κανείς σε ένα καζάνι και βάζει
φαγητό στο πιάτο, έτσι σαν να την έχει κανείς έτοιμη την ταπείνωση, ενώ
ένας ασκητής χρόνια μπορεί να παιδεύεται, για να φθάσει σε μια κάποια
ταπείνωση.
Σ’
αυτόν που έχει αίσθημα κατωτερότητος, έτσι και καταλάβει τι είναι αυτό
το πράγμα και το αφήσει λέγοντας με έναν αέρα, με την καλή έννοια: «Αυτό
το πράγμα είσαι, κι εγώ κάθομαι και σε προσκυνώ τόσα χρόνια;», όλο αυτό
το αίσθημα γίνεται ταπείνωση. Αυτός που έχει αίσθημα υπεροχής, εύκολα
δεν γλιτώνει. Αυτός όμως που έχει αίσθημα μειονεκτικότητος, σαν να έχει,
τρόπον τινά, έτοιμη ταπείνωση. Απλώς, να δεχθεί να είναι ταπεινός.
Μόλις το δεχθεί αυτό, να την η ταπείνωση.