Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Ὅσο ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, τόσο τὸν παροργίζει ἡ δέηση τοῦ ὑπερηφάνου...

Ηλιοβασίλεμα
Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς» (Ρωμ. α΄ 30). Μετάφραση: «Καὶ κακολογοῦν μὲ κρυφομιλήματα, κατακρίνουν φανερά, μισοῦν τὸν Θεό, ὑβρίζουν, εἶναι φαντασμένοι, προσβλέποντες στοὺς ἄλλους μὲ περιφρόνηση, εἶναι ἐπιδειξιομανεῖς, ἐπινοοῦν καὶ ἐφευρίσκουν κακὰ ἐναντίον τῶν ἄλλων, εἶναι ἀπειθεῖς στοὺς γονεῖς.
Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ὁ Ἀπ. Παῦλος συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι τοῦ διαβόλου ἀρρώστια.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στὴν Θ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ» τονίζει: «Τίποτα δὲν ἀποξενώνει ἀπ’ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παραδίδει στὸ πῦρ τῆς γέεννας, ὅσο ἡ τυραννία τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅταν εἶναι παροῦσα αὐτὴ μέσα μας, ὅλος ὁ βίος μας γίνεται ἀκάθαρτος, ἔστω κι ἂν ἀσκοῦ­με τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν παρθενία καὶ τὴ νηστεία κι ἂν κάνουμε προσευχὲς κι ἐλεημοσύνες κι ὅ,τιδήποτε ἄλλο. «Γιατί εἶναι ἀκάθαρτος», λέγει, «ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κάθε ὑπερήφανος» (Παροιμ. 16,6).
*  *  *
Ἕνας μοναχὸς ἐξωμολογήθηκε σὲ κάποιο Γέροντα, πὼς πειραζόταν ἀπὸ λογισμοὺς ὑπερηφανείας.
– Νὰ σοῦ εἰπῶ, παιδί μου, δὲν ἔχεις κι ἄδικο νὰ ὑπερηφανεύεσαι, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Ἐσὺ δὲ δημιούργησες τὸν Οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ;
Ντροπιασμένος ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Γέροντος, ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε:
– Συγχώρεσέ με, Ἀββᾶ, δὲ σκέφτηκα ποτὲ πὼς ἔκανα τίποτε τέτοιο.
– Ἂν ὁ Δημιουργός τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἔζησε ταπεινὰ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὺ ὁ πηλὸς τολμᾶς νὰ ὑπερηφανευτῆς; Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο σου, ταλαίπωρε; τοῦ εἶπε τότε αὐστηρὰ ὁ σοφὸς Γέροντας.
*  *  *
Ὁ ὑπερήφανος, γράφει ὁ Ἀντίοχος, μοιάζει μ’ ἄκαρπο δέντρο κι ἄρριζο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ παραμικρὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Ὅσο ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, τόσο τὸν παροργίζει ἡ δέηση τοῦ ὑπερηφάνου.
*  *  *
Κάποιος Γέροντας πῆγε μία μέρα νὰ ἐπισκεφθῆ ἕνα νέο μοναχό, ποὺ πρὶν λίγο καιρὸ εἶχε ἐγκατασταθῆ σ΄ ἕνα γειτονικὸ κελλί. Ὅταν πλησίασε, τὸν ἄκουσε νὰ μιλάη δυνατά. Νόμιζε πώς διάβαζε καὶ στάθηκε ν’ ἀκούση.
Ὁ δυστυχισμένος νέος ὅμως, τόσο πολὺ εἶχε ἐξαπατηθῆ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας, ποὺ αὐτοχειροτονεῖτο Διάκονος καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἔδινε τὴν ἀπόλυση στοὺς κατηχουμένους, ποὺ ἔβλεπε μπροστά του μὲ τὴ φαντασία του.
Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ Γέροντας, ἔσπρωξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα στὸ κελλὶ τοῦ μοναχοῦ, χωρίς νὰ χτυπήση. Σαστισμένος ἐκεῖνος σηκώθηκε νὰ τὸν ὑποδεχτῆ καὶ τὸν ἐρώτησε, ἀνήσυχος, ἂν περίμενε πολλὴ ὥρα ἔξω.
– Μόλις πρόλαβα τὴν ἀπόλυση, τοῦ ἀποκρίθηκε ἀδιάφορα τάχα ὁ Γέροντας.
Καταντροπιασμένος ὁ κενόδοξος μοναχός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος κι ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε, τὸν παρακάλεσε νὰ προσ­ευχηθῆ γι’ αὐτὸν ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ καταραμένο πάθος τῆς κενοδοξίας, ποὺ τόσο τὸν βασάνιζε καὶ στὴν ἔρημο ἀκόμη, μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς τοῦ κόσμου.
*  *  *
Ὁ Ὅσιος Παμβώ ἦταν τόσο μετρημένος κι αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του, ποὺ λέγουν οἱ Γέροντες πὼς ἀφ’ ὅτου ἔγινε μοναχὸς δὲν γέλασε οὔτε μιὰ φορά. Κάποτε οἱ δαίμονες ἔβαλαν πεῖσμα νὰ τὸν κάνουν νὰ γελάση. Παρουσιάστηκαν μπροστά του ἕνα πλῆθος ἀπ’ αὐτοὺς κι ἔκαναν πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ σηκώσουν ὅλοι μαζὶ ἕνα φτερό. Βλέποντας τὴν πονηρία τους ὁ Ὅσιος, μειδίασε. Ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τους οἱ δαίμονες, ξέσπασαν σὲ δυνατὸ ἀλαλαγμό:
– Ὁ Παμβώ ἐγέλασε, ὁ Παμβώ ἐγέλασε, φώναζαν ὅλοι μαζί.
– Δὲν γέλασα, τοὺς εἶπε τότε περιφρονητικὰ ὁ Ὅσιος. Περιγελῶ τὴν ἀδυναμία σας, ποὺ χρειάζεται ὁλόκληρο πλῆθος ἀπό σᾶς, γιὰ νὰ σηκωθῆ ἕνα πούπουλο.