Ἀνδρέα Θεοδώρου
Ὁ σκοπός τῆς ἐξομολογήσεως
Σὲ τί ἀποβλέπει τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως;
Γιὰ νὰ λουσθεῖ ἡ ψυχὴ πνευματικὰ καὶ νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ
μετανοήσει πρῶτα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ συντριβεῖ ἡ καρδιά του γιὰ
ὅ,τι προσέβαλε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ λάβει ἀπόφαση νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ
ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ τὶς κακές του συνήθειες, νὰ μισήσει τὴ σαγήνη τῆς
ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ νεκρώσει τὴν ψυχή του, καὶ κατόπιν νὰ
προσέλθει στὸν πνευματικὸ λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐξομολογηθεῖ σ’
αὐτὸν μὲ φόβο Θεοῦ καὶ εἰλικρίνεια τὰ ἁμαρτήματα ποὺ πιέζουν τὴ
συνείδησή του. Ὁ πνευματικός, διαπιστώνοντας εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ
προθυμία ἀλλαγῆς βίου, συγχωρεῖ τὸν ἐξομολογηθέντα, διαβάζοντάς του
εἰδικὴ συγχωρητικὴ εὐχή.
Τὴν ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν ἔχει ὁ
ἱερέας ὡς λειτουργός τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἐφοδίασε ὁ Χριστὸς μὲ τὴ
δύναμη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» ἁμαρτίες ἐπὶ τῆς γῆς: «Ἂν τινων ἀφῆτε τὰς
ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. 20,
23). Μὲ τὴ συγχώρησή του ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται τελείως ἀπὸ τὴν
ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας λουσμένος στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνακτᾶ τὴ
δικαίωσή του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχασε διὰ τῶν
θανάσιμων ἁμαρτημάτων του. Τὸ μυστήριο μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ πολλὲς
φορές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἑκάστοτε πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς. Δικαίως δὲ
χαρακτηρίζεται καὶ ὡς δεύτερο βάπτισμα, ἐπειδὴ λούζει, καθαρίζει τὴν
ψυχή.
Δὲν ἀρκεῖ μονάχα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἀπ’ εὐθείας ἐξομολόγηση στὸν Θεό; Γιατί τάχα νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ στὸν ἱερέα;
Τὸ ἐρώτημα εἶναι κάπως πονηρό. Καὶ
φυσικὰ πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Θεὸ
(«Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», Κυριακὴ προσευχή, Ματθ. 6, 12).
Αὐτὸ εἶναι βασικὸ χρέος μας. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἵδρυσε εἰδικὸ πρὸς τοῦτο
μυστήριο καὶ τὸ παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία του, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ
τελέσει ὅποιος-ὅποιος, ἀλλὰ μονάχα ὁ ἱερέας, ὡς ἐντολοδόχος τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος εἶναι πατέρας καὶ γιατρὸς πνευματικὸς τῶν ψυχῶν. Ὅπως ὁ φυσικὸς
γιατρὸς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θεραπεύσει τὴ νόσο, πρέπει νὰ ἐξετάσει
προσεκτικὰ τὸν ἀσθενῆ, νὰ κάνει διάγνωση τῆς νόσου του καὶ κατόπιν νὰ
προχωρήσει στὴ θεραπεία της, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς πατὴρ πρέπει νὰ
διαγνώσει τὴ φύση τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ
μετανοοῦντος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θεραπεύσει τὴν πάσχουσα καὶ ἀλγοῦσα
ψυχή. Ἂν δὲν γίνει προσωπικὴ ἐξομολόγηση, πῶς θὰ κάνει τὴ δουλειὰ του ὁ
ἱερέας; Ἄλλωστε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ στὰ προηγούμενα
εἴπαμε, δὲν εἶναι μαγικὲς τελετές, ἀλλὰ κινοῦνται στὸν ἐλεύθερο
διαπροσωπικὸ χῶρο. Ὁ ἀσθενὴς πρέπει νὰ ἐπισκεφθεῖ προσωπικὰ τὸ γιατρὸ
τῆς ψυχῆς του.
Αὐτὸ ἔταξε ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ ἀπαιτοῦν οἱ
ἀνάγκες τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Μήπως ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, διαπιστώνοντας τὰ
ἁμαρτήματα αὐτά, προφασίζεται «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»; Ἀποφεύγει τὸν
ἱερέα, γιατί ντρέπεται νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του;