Σύμφωνα με το βίο του, γεννήθηκε στο Μελικουκκά από τον Ουρσίνο και τη Μαρία μεταξύ του 1035 – 1040. Έγινε μοναχός αρκετά νέος – ίσως στην κοντινή μονή του Οσίου Ηλία του Σπηλαιώτου – και έλαβε αρκετά καλή μόρφωση.
Λόγω της μεγάλης του αρετής, χειροτονείται επίσκοπος Ασύλων γύρω στα 1092. Ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δραστηριότητα τα δύσκολα εκείνα χρόνια της λατινικής κατοχής, όχι μόνο σε ολόκληρη την Καλαβρία, αλλά και στη Σικελία, η οποία τότε βρισκόταν υπό αραβική κατοχή.
Κήρυττε το Λόγο του Θεού, χειροτονούσε ιερείς και ιερουργούσε παντού, επιτελώντας αρκετά θαύματα. Ήθελε να πάει και στην Κωνσταντινούπολη – ίσως για να ζητήσει βοήθεια – όμως, δεν τα κατάφερε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαμάχης του με τους Λατίνους περί των αζύμων, ο άγιος κατήγγειλε τις παπικές καινοτομίες και εκείνοι θέλησαν να τον κάψουν, μέσα στην καλύβα που ο άγιος λειτουργούσε με ένα παιδί. Ενώ η καλύβα κάηκε, ο άγιος και το παιδί θαυματουργικά βγήκαν σώοι και αβλαβείς, καταισχύνοντας έτσι τους Φράγκους.
Ο Άγιος υπήρξε ιδιαίτερα φιλομόναχος. Ίδρυσε τη μονή του Αγίου Νικολάου του όρους Βυτεωρήτου και κάθε χρόνο στις 11 Σεπτεμβρίου πήγαινε να λειτουργήσει στο σπήλαιο του Οσίου Ηλία στο Μελικουκκά.
Όταν πληροφορήθηκε πως πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε κοντά του όλους τους γειτονικούς επισκόπους, τον κλήρο και το λαό για να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές του και να τους ζητήσει να μείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία. Αφού τους ευλόγησε, παρέδωσε στον Κύριο τη μακαρία ψυχή του στις 10 Δεκεμβρίου του 1114.
Μετά την κοίμησή του έγιναν πολλά θαύματα και αμέσως τιμήθηκε ως άγιος. Οι Λατίνοι φρόντισαν να εξαλείψουν τη μνήμη του ακόμη και από τη γενέτειρά του, Μελικουκκά. Υπάρχουν, τέλος, και κάποια υμνογραφικά έργα, τα οποία αποδίδονται στον Άγιο.