Μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Α΄ Τίμ. στ΄ 10):
«ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς». Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: Πίπτουν δὲ σὲ πειρασμὸ καὶ καταστρεπτικὴ παγίδα, διότι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Καὶ μερικοὶ κυριευθέντες ἀπὸ τὴν ὄρεξη καὶ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία ποὺ γεννᾶ αὐτὴ πρὸς τὸ χρῆμα, ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ἔμπηξαν στὸν ἑαυτό τους σὰν ἄλλα καρφιὰ πολλοὺς πόνους καὶ ἀγωνίες.
Ἡ φιλαργυρία εἶναι τὸ πάθος ποὺ ὄχι μόνο σὲ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴ γῆ σὲ βασανίζει. Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
«Ἀκοῦστε, φιλάργυροι, κατανοῆστε τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Πὼς καὶ τὰ χρήματα ἔχασε καὶ τὴν ἁμαρτία διέπραξε καὶ τὴν ψυχὴ του ἀπώλεσε. Τέτοια εἶναι ἡ τυραννία τῆς φιλαργυρίας. Οὔτε τὸ ἀργύριο χάρηκε, οὔτε τὴν παροῦσα ζωή, οὔτε τὴν μέλλουσα, ἀλλὰ τὰ ἔχασε ὅλα μαζί, κι ἀφοῦ πῆρε πονηρὴ δόξα ἀπ’ αὐτοὺς τούς ἴδιους, ἀπαγχονίστηκε κατὰ τὸν τρόπο αὐτόν. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ὁρισμένοι βλέπουν καλὰ, μόνο ἀφοῦ πρῶτα κάνουν τὴν πράξη τους».
[Ἀπ’ τὴν ΠΕ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος σὲ ὁμιλία του ἀνέφερε τὸ ἀκόλουθο διδακτικὸ παράδειγμα.
«Ὑπῆρχε πρὶν λίγα χρόνια κάποιος ἄρχοντας πολὺ φιλάργυρος. Ἐστεροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, ντυνόταν μὲ φθηνὰ καὶ βρώμικα ροῦχα, ἔτρωγε κατὰ τὸ πλεῖστον ξηροφαγία, γιὰ νὰ μὴ ξοδεύη χρήματα καὶ χαλάση τὰ ἀργύριά του. Ὅσοι δὲ πήγαιναν φτωχοὶ, ὀρφανὰ καὶ χῆρες νὰ τοῦ ζητήσουν ἐλεημοσύνη, τοὺς ἔκανε ἐχθρούς. Βέβαια πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, ἄναβε κέρια, ἔκανε μεγάλους σταυροὺς, γιὰ νὰ δείξη ὅτι εἶναι εὐλαβὴς καὶ θρῆσκος.
Κάποια στιγμὴ πῆγε σὲ κάποιο πνευματικὸ Ἱερομόναχο νὰ ἐξομολογηθῆ. Τὸν ρώτησε ὁ πνευματικὸς, ἂν κάνη ἐλεημοσύνη. Αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι δὲν κάνει ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ μὴ πτωχύνη. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἔφερε πολλὰ παραδείγματα, ὅτι δὲν θὰ πτωχύνη, ἀλλὰ θὰ πλουτίση εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν ὁ Θεὸς θὰ τὸν εὐλογήση, ἀλλ’ ὁ φιλάργυρος δὲν ἔδιδε καμμίαν σημασίαν εἰς τὰς νουθεσίας τοῦ Πνευματικοῦ. Τέλος τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός: «ἐγὼ ὡς πνευματικὸς σὲ κανονίζω ἕκαστον Σάββατον νὰ δίδης ὀλίγην ἐλεημοσύνην ὅπου γνωρίζεις ὅτι εἶναι ἀνάγκη ἰδίως εἰς χήρας καὶ ὀρφανά». Ἀλλὰ ὁ ἀνελεήμων καὶ ἀσυμπαθὴς ἐκεῖνος πλούσιος λέγει εἰς τὸν Πνευματικόν, ὅ,τι ἄλλο μὲ κανονίσης εὐχαρίστως θὰ δεχθῶ εἴτε νηστεῖες, εἴτε μετάνοιες, διὰ νὰ δίδω ὅμως ἐλεημοσύνην δὲν δέχομαι, δὲν τὸ κάμνω.
Ὁ Πνευματικὸς περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν καὶ τοῦ λέγει· «πήγαινε πρὸς τὸ παρὸν εἰς τὸν οἶκον σου καὶ ἐλθὲ κατόπιν ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας, διὰ νὰ σκεφθῶ τί κανόνα θὰ σοῦ δώσω». Ἀνεχώρησε καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐπέστρεψε καὶ μόλις ἐμβῆκε εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ λέγει: «πρόσεξε μὴ μὲ κανονίσης νὰ δίδω ἐλεημοσύνην», «ὄχι», τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός, «ὡς κανόνα σοῦ δίδω νὰ παρακολουθήσης 40 κηδείας, 40 νεκροὺς ἀπὸ τοὺς οἴκους των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μέχρι καὶ εἰς τὸν τάφον ποὺ θὰ τοὺς ἐνταφιάσουν». «Ὄχι μόνον 40 ἀλλὰ 440 νὰ ἀκολουθήσω ἀρκεῖ νὰ μή δίδω ἐλεημοσύνην». Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ πλούσιος καὶ φιλάργυρος ἐκεῖνος ἠρώτα νὰ μάθη ποῖος ἀπέθανε, πλούσιος, πτωχός, μεγάλος, μικρὸς καὶ μετέβαινε καὶ παρηκολούθει τὴν ἐκφορὰν μέχρι τοῦ τάφου. Παρηκολούθησε 10 ἕως 15 κηδείας, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ πλούσιοι, μάλιστα δὲ 3-4 ἀπέθανον μὲ αἰφνίδιον θάνατον. Ἀκούων μετὰ προσοχῆς ὁ πλούσιος τὰ νεκρώσιμα ᾄσματα, τοὺς θρήνους καὶ τοὺς κοπετοὺς τῶν οἰκείων, καὶ βλέπων τοὺς νεκροὺς ὅτι τοὺς ἐσκέπαζον εἰς τὸν τάφον καὶ τοὺς ἄφηναν μόνους καὶ ἔφευγον ὅλοι, ἤρχισε νὰ συνέρχεται· μίαν δὲ ἡμέραν ποὺ ἐκήδευσαν ἕνα ἐπίσης βαθύπλουτον φίλον του, ἀποθανόντα αἰφνιδίως καὶ πολλοὶ τὸν κατηρῶντο, διότι τοὺς ἠδίκησε, καὶ ἄλλοι τὸν κατηγόρουν ὡς ἄσπλαγχνον καὶ ἀνελεήμονα, λέγοντες· ἂς τοῦ βάλουν εἰς τὸν τάφον του ὅσα ἐθησαύρισε, μετανόησε.
Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ ἀνωτέρω φιλάργυρος ἐπῆγε εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Πνευματικοῦ συγκεκινημένος καὶ ἔνδακρυς καὶ τοῦ λέγει: «Πνευματικὲ, δὲν εἴμεθα τίποτε· ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης. Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ ἐὰν μὲ εὕρη ὁ θάνατος, τί θὰ γίνω ὁ δυστυχής! Νὰ μὲ κανονίσης, Πνευματικὲ, νὰ δίδω ἐλεημοσύνην». Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ πρώην ἀσυμπαθὴς καὶ ἀνελεήμων ἔγινε συμπαθέστατος· ἐζήτει ἔκτοτε ποῖος εἶναι πτωχὸς εἰς τὴν πόλιν, ποία χήρα, ποῖα ὀρφανὰ καὶ ἔτρεχε προθύμως νὰ τοὺς βοηθήση. Παρεκάλει δὲ αὐτοὺς νὰ μὴ λέγουν εἰς οὐδένα τὴν ἐλεημοσύνην ποὺ δίδει ἕως ὅτου ζῆ, διότι ὁ Πνευματικὸς τοῦ εἶπε νὰ κάμνη τὴν ἐλεημοσύνην ὡς διδάσκει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου».
Πολὺ μεγάλος διδάσκαλος ὁ θάνατος.
«ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς». Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: Πίπτουν δὲ σὲ πειρασμὸ καὶ καταστρεπτικὴ παγίδα, διότι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Καὶ μερικοὶ κυριευθέντες ἀπὸ τὴν ὄρεξη καὶ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία ποὺ γεννᾶ αὐτὴ πρὸς τὸ χρῆμα, ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ἔμπηξαν στὸν ἑαυτό τους σὰν ἄλλα καρφιὰ πολλοὺς πόνους καὶ ἀγωνίες.
Ἡ φιλαργυρία εἶναι τὸ πάθος ποὺ ὄχι μόνο σὲ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴ γῆ σὲ βασανίζει. Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
«Ἀκοῦστε, φιλάργυροι, κατανοῆστε τί ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Πὼς καὶ τὰ χρήματα ἔχασε καὶ τὴν ἁμαρτία διέπραξε καὶ τὴν ψυχὴ του ἀπώλεσε. Τέτοια εἶναι ἡ τυραννία τῆς φιλαργυρίας. Οὔτε τὸ ἀργύριο χάρηκε, οὔτε τὴν παροῦσα ζωή, οὔτε τὴν μέλλουσα, ἀλλὰ τὰ ἔχασε ὅλα μαζί, κι ἀφοῦ πῆρε πονηρὴ δόξα ἀπ’ αὐτοὺς τούς ἴδιους, ἀπαγχονίστηκε κατὰ τὸν τρόπο αὐτόν. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ὁρισμένοι βλέπουν καλὰ, μόνο ἀφοῦ πρῶτα κάνουν τὴν πράξη τους».
[Ἀπ’ τὴν ΠΕ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος σὲ ὁμιλία του ἀνέφερε τὸ ἀκόλουθο διδακτικὸ παράδειγμα.
«Ὑπῆρχε πρὶν λίγα χρόνια κάποιος ἄρχοντας πολὺ φιλάργυρος. Ἐστεροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, ντυνόταν μὲ φθηνὰ καὶ βρώμικα ροῦχα, ἔτρωγε κατὰ τὸ πλεῖστον ξηροφαγία, γιὰ νὰ μὴ ξοδεύη χρήματα καὶ χαλάση τὰ ἀργύριά του. Ὅσοι δὲ πήγαιναν φτωχοὶ, ὀρφανὰ καὶ χῆρες νὰ τοῦ ζητήσουν ἐλεημοσύνη, τοὺς ἔκανε ἐχθρούς. Βέβαια πήγαινε στὴν Ἐκκλησία, ἄναβε κέρια, ἔκανε μεγάλους σταυροὺς, γιὰ νὰ δείξη ὅτι εἶναι εὐλαβὴς καὶ θρῆσκος.
Κάποια στιγμὴ πῆγε σὲ κάποιο πνευματικὸ Ἱερομόναχο νὰ ἐξομολογηθῆ. Τὸν ρώτησε ὁ πνευματικὸς, ἂν κάνη ἐλεημοσύνη. Αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι δὲν κάνει ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ μὴ πτωχύνη. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἔφερε πολλὰ παραδείγματα, ὅτι δὲν θὰ πτωχύνη, ἀλλὰ θὰ πλουτίση εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν ὁ Θεὸς θὰ τὸν εὐλογήση, ἀλλ’ ὁ φιλάργυρος δὲν ἔδιδε καμμίαν σημασίαν εἰς τὰς νουθεσίας τοῦ Πνευματικοῦ. Τέλος τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός: «ἐγὼ ὡς πνευματικὸς σὲ κανονίζω ἕκαστον Σάββατον νὰ δίδης ὀλίγην ἐλεημοσύνην ὅπου γνωρίζεις ὅτι εἶναι ἀνάγκη ἰδίως εἰς χήρας καὶ ὀρφανά». Ἀλλὰ ὁ ἀνελεήμων καὶ ἀσυμπαθὴς ἐκεῖνος πλούσιος λέγει εἰς τὸν Πνευματικόν, ὅ,τι ἄλλο μὲ κανονίσης εὐχαρίστως θὰ δεχθῶ εἴτε νηστεῖες, εἴτε μετάνοιες, διὰ νὰ δίδω ὅμως ἐλεημοσύνην δὲν δέχομαι, δὲν τὸ κάμνω.
Ὁ Πνευματικὸς περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν καὶ τοῦ λέγει· «πήγαινε πρὸς τὸ παρὸν εἰς τὸν οἶκον σου καὶ ἐλθὲ κατόπιν ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας, διὰ νὰ σκεφθῶ τί κανόνα θὰ σοῦ δώσω». Ἀνεχώρησε καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐπέστρεψε καὶ μόλις ἐμβῆκε εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ λέγει: «πρόσεξε μὴ μὲ κανονίσης νὰ δίδω ἐλεημοσύνην», «ὄχι», τοῦ λέγει ὁ Πνευματικός, «ὡς κανόνα σοῦ δίδω νὰ παρακολουθήσης 40 κηδείας, 40 νεκροὺς ἀπὸ τοὺς οἴκους των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μέχρι καὶ εἰς τὸν τάφον ποὺ θὰ τοὺς ἐνταφιάσουν». «Ὄχι μόνον 40 ἀλλὰ 440 νὰ ἀκολουθήσω ἀρκεῖ νὰ μή δίδω ἐλεημοσύνην». Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ πλούσιος καὶ φιλάργυρος ἐκεῖνος ἠρώτα νὰ μάθη ποῖος ἀπέθανε, πλούσιος, πτωχός, μεγάλος, μικρὸς καὶ μετέβαινε καὶ παρηκολούθει τὴν ἐκφορὰν μέχρι τοῦ τάφου. Παρηκολούθησε 10 ἕως 15 κηδείας, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ πλούσιοι, μάλιστα δὲ 3-4 ἀπέθανον μὲ αἰφνίδιον θάνατον. Ἀκούων μετὰ προσοχῆς ὁ πλούσιος τὰ νεκρώσιμα ᾄσματα, τοὺς θρήνους καὶ τοὺς κοπετοὺς τῶν οἰκείων, καὶ βλέπων τοὺς νεκροὺς ὅτι τοὺς ἐσκέπαζον εἰς τὸν τάφον καὶ τοὺς ἄφηναν μόνους καὶ ἔφευγον ὅλοι, ἤρχισε νὰ συνέρχεται· μίαν δὲ ἡμέραν ποὺ ἐκήδευσαν ἕνα ἐπίσης βαθύπλουτον φίλον του, ἀποθανόντα αἰφνιδίως καὶ πολλοὶ τὸν κατηρῶντο, διότι τοὺς ἠδίκησε, καὶ ἄλλοι τὸν κατηγόρουν ὡς ἄσπλαγχνον καὶ ἀνελεήμονα, λέγοντες· ἂς τοῦ βάλουν εἰς τὸν τάφον του ὅσα ἐθησαύρισε, μετανόησε.
Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ ἀνωτέρω φιλάργυρος ἐπῆγε εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Πνευματικοῦ συγκεκινημένος καὶ ἔνδακρυς καὶ τοῦ λέγει: «Πνευματικὲ, δὲν εἴμεθα τίποτε· ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης. Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ ἐὰν μὲ εὕρη ὁ θάνατος, τί θὰ γίνω ὁ δυστυχής! Νὰ μὲ κανονίσης, Πνευματικὲ, νὰ δίδω ἐλεημοσύνην». Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ πρώην ἀσυμπαθὴς καὶ ἀνελεήμων ἔγινε συμπαθέστατος· ἐζήτει ἔκτοτε ποῖος εἶναι πτωχὸς εἰς τὴν πόλιν, ποία χήρα, ποῖα ὀρφανὰ καὶ ἔτρεχε προθύμως νὰ τοὺς βοηθήση. Παρεκάλει δὲ αὐτοὺς νὰ μὴ λέγουν εἰς οὐδένα τὴν ἐλεημοσύνην ποὺ δίδει ἕως ὅτου ζῆ, διότι ὁ Πνευματικὸς τοῦ εἶπε νὰ κάμνη τὴν ἐλεημοσύνην ὡς διδάσκει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου».
Πολὺ μεγάλος διδάσκαλος ὁ θάνατος.