Διηγήθηκε
ἕνας Μικρασιάτης ὅτι στό χωριό τους, στήν Μ. Ἀσία, εἶχαν ἕνα
ἁγίασμα. Κάποτε πού ἀρρώστησε ἕνα ζῶο τους ὁ πατέρας
ἔστειλε ἕνα τουρκάκι πού τό εἶχε ὑπηρέτη, νά φέρη μέ τό
«μπακράτσι» (σκεῦος, σάν μικρός κουβᾶς) νερό ἀπό τό ἁγίασμα. Τό
τουρκάκι βαρέθηκε νά πάη μέχρι τό ἁγίασμα καί πῆρε νερό ἀπό
ἕνα πλησιέστερο ρέμα. Ὅταν ἔφερε τό νερό καί ράντισε τό ζῶο ὁ
πατέρας, ἐκεῖνο ἀμέσως σηκώθηκε. Τότε τό τουρκάκι
συγκλονίσθηκε καί ὡμολόγησε: «Ἀφέντη, ἡ πίστη ἐσᾶς τῶν
χριστιανῶν εἶναι μεγάλη. Τό νερό δέν εἶναι ἀπό τό ἁγίασμα».
Ἀλλά ἐκεῖνος τό δέχθηκε ὡς ἁγίασμα καί κατά τήν πίστη του
ἔγινε καί ἡ θεραπεία τοῦ ζώου.
*
Κάποιος
χριστιανός πῆγε νά προσκυνήση στά Ἱεροσόλυμα, νά γίνη
Χατζῆς. Μία εὐλαβής χριστιανή τοῦ παρήγγειλε νά τῆς φέρη ἕνα
μικρό τεμάχιο Τίμιο Ξύλο γιά φυλαχτό. Ἐκεῖνος εἴτε γιατί
ξέχασε εἴτε διότι δέν μπόρεσε νά οἰκονομήση, πῆρε ἀπό τό
καράβι ἕνα κομματάκι ξύλου. Ἐκείνη τό ἀσπάσθηκε μέ
εὐλάβεια, σέ περιπτώσεις δέ ἀσθενείας σταύρωνε ἀρρώστους καί
γίνονταν καλά. Τελικά αὐτός πού τῆς τό ἔδωσε ἀπόρησε καί
ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήση τήν ἀλήθεια. Ἐκείνη ἡ
εὐλογημένη ἀπό τήν μεγάλη της πίστη καί εὐλάβεια πρός τό
Τίμιο Ξύλο, θεράπευε ἀσθενεῖς ἀκόμη καί μέ κεῖνο τό ξύλο τοῦ
πλοίου.
*
«Μία
ἀπό τίς πολλές φορές πού πηγαίναμε μέ τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ μου τόν
παπα–Ἀλέκο νά ἐξυπηρετήσουμε τόν συνοικισμό τῆς Ἀμφιπόλεως[1]»,
διηγήθηκε ὁ Γέροντας Γρηγόριος τῆς Ἱ. Μ.Τιμίου Προδρόμου
Μεταμορφώσεως, «συναντήσαμε κάποιον ἡλικιωμένο πού τότε
βοηθοῦσε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀμφιπόλεως. Συζητώντας μαζί του μᾶς
διηγήθηκε ἕνα γεγονός πού συνέβη ἐπί τουρκοκρατίας, ὅταν αὐτός
ἦταν παιδί δώδεκα ἐτῶν:
»Εἶχε
ἀρρωστήσει βαριά ὁ Ἀγᾶς, ἔτρεχε σέ γιατρούς στά κοντινά μέρη,
ἔφθασε μέχρι τήν Θεσσαλονίκη ἀλλά δέν μποροῦσε νά τόν κάνη
κανείς καλά καί ἡ ὑγεία του πήγαινε πρός τό χειρότερο.
Καθηλώθηκε στό κρεββάτι. Κάποια μέρα ἀπελπισμένος
θυμήθηκε τήν ἁγία “Φωτίδα”, τό Ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας πού ἦταν
κατά σάρκα ἀδελφή τῆς ἁγίας Φωτεινῆς, τό ὁποῖο ἀπέχει περίπου
ἕνα χιλιόμετρο ἀπό τόν συνοικισμό καί στό ὁποῖο μέχρι
σήμερα ἀναβλύζει ἁγίασμα, τό “ἁγίασμα τῆς ἁγίας Φωτίδος”.
“Ἡ ἁγία Φωτίδα θά μέ κάνει καλά”, εἶπε ὁ Ἀγᾶς. Διέταξε
λοιπόν τόν τότε ἐπίτροπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμφιπόλεως νά
πάη νά τοῦ φέρη ἁγίασμα ἀπό τήν ἁγία Φωτίδα.
»Ὁ
ἐπίτροπος δέν μποροῦσε νά κάνη διαφορετικά. Βγαίνοντας
ὅμως ἀπό τό σπίτι τοῦ Ἀγᾶ ψιθύρισε: “Γουρούνι, θά σοῦ φέρω,
νομίζεις, ἁγίασμα ἀπό τήν Ἁγία μας νά τό μαγαρίσης;”.
Ἔφυγε, ὑπολόγισε τήν ὥρα πού θά ἔκανε νά πάη καί νά ἐπιστρέψη
ἀπό τό Ἐξωκκλήσι γιά νά μήν ἀντιληφθῆ τήν ἀπάτη ὁ Ἀγᾶς καί τόν
τιμωρήση, πῆρε κοινό νερό καί τό πῆγε ἀντί γιά ἁγίασμα στόν
Ἀγᾶ.
»Ὁ
Ἀγᾶς, ὅταν ἔφθασε τό δῆθεν ἁγίασμα τῆς ἁγίας Φωτίδος, διέταξε
τούς παρισταμένους νά τόν ἀνασηκώσουν στό κρεββάτι του, ἔκλαψε
καί μέ εὐλάβεια καί μέ δάκρυα στά μάτια εἶπε δύο φορές: “Ἁγία
Φωτίδα, βοήθησέ με˙ ἁγία Φωτίδα, βοήθησέ με”. Πῆρε τό
“ἁγίασμα”, ὅπως τό θεωροῦσε, τό ἦπιε καί τήν ἄλλη μέρα ἦταν
καλά. Ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι, εἰδικά ὁ ἐπίτροπος πού ἤξερε
τί ἔκανε. Ἡ πίστη, ὁ πόθος καί ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἀγᾶ στήν ἁγία
Φωτίδα καθώς καί οἱ πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας τόν ἔκαναν καλά».
[1].
Ἡ Ἀμφίπολις εἶναι συνοικισμός λίγων σπιτιῶν χτισμένη στόν
τόπο τῆς ἀρχαίας καί περικαλλοῦς Ἀμφιπόλεως, στό δυτικό
ἄκρο τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας παρά τόν ποταμό Στρυμόνα. Ὁ
π. Γρηγόριος πού ἀφηγήθη τό περιστατικό κατάγεται ἀπό
χωριό τῆς περιοχῆς.
enromiosini