Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

“Ἡ ἁ­γί­α Φω­τί­δα θά μέ κά­νει κα­λά”, εἶ­πε ὁ Ἀγᾶς..

  ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Κατά τήν πίστη καί τά θαύματα
Δι­η­γή­θη­κε ἕ­νας Μι­κρα­σιά­της ὅ­τι στό χω­ριό τους, στήν Μ. Ἀ­σί­α, εἶ­χαν ἕ­να ἁ­γί­α­σμα. Κά­πο­τε πού ἀρ­ρώ­στη­σε ἕ­να ζῶ­ο τους ὁ πα­τέ­ρας ἔ­στει­λε ἕ­να τουρ­κά­κι πού τό εἶ­χε ὑ­πη­ρέ­τη, νά φέ­ρη μέ τό «μπα­κρά­τσι» (σκεῦ­ος, σάν μικρός κου­βᾶς) νε­ρό ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα. Τό τουρ­κά­κι βα­ρέ­θη­κε νά πάη μέ­χρι τό ἁ­γί­α­σμα καί πῆ­ρε νε­ρό ἀ­πό ἕ­να πλη­σι­έ­στε­ρο ρέ­μα. Ὅ­ταν ἔ­φε­ρε τό νε­ρό καί ράντι­σε τό ζῶο ὁ πα­τέ­ρας, ἐ­κεῖ­νο ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε. Τό­τε τό τουρ­κά­κι συγ­κλο­νί­σθη­κε καί ὡ­μο­λό­γη­σε: «Ἀ­φέντη, ἡ πί­στη ἐ­σᾶς τῶν χρι­στια­νῶν εἶ­ναι με­γά­λη. Τό νε­ρό δέν εἶ­ναι ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα». Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τό δέ­χθη­κε ὡς ἁ­γί­α­σμα καί κα­τά τήν πί­στη του ἔ­γι­νε καί ἡ θε­ρα­πεί­α τοῦ ζώ­ου.
*
Κά­ποι­ος χρι­στια­νός πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, νά γί­νη Χατ­ζῆς. Μί­α εὐ­λα­βής χρι­στια­νή τοῦ πα­ρήγ­γει­λε νά τῆς φέ­ρη ἕ­να μι­κρό τε­μά­χιο Τί­μιο Ξύ­λο γι­ά φυ­λα­χτό. Ἐ­κεῖ­νος εἴ­τε για­τί ξέ­χα­σε εἴ­τε δι­ό­τι δέν μπό­ρε­σε νά οἰ­κο­νο­μή­ση, πῆ­ρε ἀ­πό τό κα­ρά­βι ἕ­να κομ­μα­τά­κι ξύ­λου. Ἐ­κεί­νη τό ἀ­σπά­σθη­κε μέ εὐ­λά­βεια, σέ πε­ρι­πτώ­σεις δέ ἀ­σθε­νεί­ας σταύ­ρω­νε ἀρ­ρώ­στους καί γί­νονταν κα­λά. Τε­λι­κά αὐ­τός πού τῆς τό ἔ­δω­σε ἀ­πό­ρη­σε καί ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά ὁ­μο­λο­γή­ση τήν ἀ­λή­θεια. Ἐ­κεί­νη ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πό τήν με­γά­λη της πί­στη καί εὐ­λά­βεια πρός τό Τί­μιο Ξύ­λο, θε­ρά­πευ­ε ἀ­σθε­νεῖς ἀ­κό­μη καί μέ κεῖ­νο τό ξύ­λο τοῦ πλοί­ου.
*
«Μία ἀπό τίς πολλές φορές πού πηγαίναμε μέ τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ μου τόν παπα–Ἀλέκο νά ἐξυ­πη­ρε­τή­σουμε τόν συνοικισμό τῆς Ἀμφιπόλεως[1]», διη­γή­θη­κε ὁ Γέροντας Γρηγόρι­ος τῆς Ἱ. Μ.Τιμίου Προ­δρό­μου Μεταμορφώσεως, «συ­να­ντή­σα­με κά­ποιον ἡλι­κι­ω­μέ­νο πού τότε βο­η­θοῦ­σε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀμφιπόλεως. Συζητώντας μαζί του μᾶς διη­γή­θη­κε ἕνα γεγονός πού συνέβη ἐπί τουρ­κο­κρα­τίας, ὅταν αὐτός ἦταν παι­δί δώ­δε­κα ἐτῶν:
»Εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει βα­ριά ὁ Ἀγᾶς, ἔ­τρε­χε σέ για­τρούς στά κον­τι­νά μέ­ρη, ἔφ­θα­σε μέ­χρι τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε νά τόν κά­νη κα­νείς κα­λά καί ἡ ὑ­γεί­α του πή­γαι­νε πρός τό χει­ρό­τε­ρο. Κα­θη­λώ­θη­κε στό κρεβ­βά­τι. Κά­ποι­α μέ­ρα ἀ­πελ­πι­σμέ­νος θυ­μή­θη­κε τήν ἁ­γί­α “Φωτίδα”, τό Ἐ­ξωκ­κλή­σι τῆς Ἁγί­ας πού ἦταν κατά σάρκα ἀ­δελ­φή τῆς ἁγί­ας Φω­τει­νῆς, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέ­χει πε­ρί­που ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο ἀ­πό τόν συ­νοι­κι­σμό καί στό ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι σή­με­ρα ἀ­να­βλύ­ζει ἁ­γί­α­σμα, τό “ἁ­γί­α­σμα τῆς ἁ­γί­ας Φω­τί­δος”. “Ἡ ἁ­γί­α Φω­τί­δα θά μέ κά­νει κα­λά”, εἶ­πε ὁ Ἀγᾶς. Δι­έ­τα­ξε λοι­πόν τόν τό­τε ἐ­πί­τρο­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀμ­φι­πό­λε­ως νά πά­η νά τοῦ φέ­ρη ἁ­γί­α­σμα ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Φω­τί­δα.
»Ὁ ἐ­πί­τρο­πος δέν μπο­ροῦ­σε νά κά­νη δι­α­φο­ρε­τι­κά. Βγαί­νον­τας ὅ­μως ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ Ἀγᾶ ψι­θύ­ρι­σε: “Γου­ρού­νι, θά σοῦ φέ­ρω, νο­μί­ζεις, ἁ­γί­α­σμα ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α μας νά τό μα­γα­ρί­σης;”. Ἔ­φυ­γε, ὑπο­λό­γι­σε τήν ὥ­ρα πού θά ἔ­κα­νε νά πά­η καί νά ἐπι­στρέ­ψη ἀ­πό τό Ἐ­ξωκ­κλή­σι γιά νά μήν ἀν­τι­λη­φθῆ τήν ἀ­πά­τη ὁ Ἀγᾶς καί τόν τι­μω­ρή­ση, πῆ­ρε κοι­νό νε­ρό καί τό πῆ­γε ἀν­τί γιά ἁ­γί­α­σμα στόν Ἀγᾶ.
»Ὁ Ἀγᾶς, ὅταν ἔφθα­σε τό δῆ­θεν ἁγί­α­σμα τῆς ἁγί­ας Φω­τί­δος, διέ­τα­ξε τούς πα­ρι­στα­μέ­νους νά τόν ἀνα­ση­κώ­σουν στό κρεβ­βά­τι του, ἔκλα­ψε καί μέ εὐ­λά­βεια καί ­μέ δά­κρυ­α στά μά­τια εἶ­πε δύο φο­ρές: “Ἁγία Φω­τί­δα, βο­ή­θη­σέ με˙ ἁγία Φω­τί­δα, βο­ή­θη­σέ με”. Πῆ­ρε τό “ἁγί­α­σμα­”, ὅπως τό θεω­ροῦ­σε, τό ἦ­πι­ε καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦ­ταν κα­λά. Ὅλοι ἔ­μει­ναν κα­τά­πλη­κτοι, εἰ­δι­κά ὁ ἐ­πί­τρο­πος πού ἤξε­ρε τί ἔκα­νε. Ἡ πί­στη, ὁ πό­θος καί ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τοῦ Ἀγᾶ στήν ἁγία Φω­τί­δα κα­θώς καί οἱ πρε­σβεῖ­ες τῆς Ἁγίας τόν ἔκα­ναν κα­λά».
[1]. Ἡ Ἀμ­φί­πο­λις εἶ­ναι συ­νοι­κι­σμός λί­γων σπι­τι­ῶν χτι­σμέ­νη στόν τό­πο τῆς ἀρ­χαί­ας καί πε­ρι­καλ­λοῦς Ἀμ­φι­πό­λε­ως, στό δυ­τι­κό ἄ­κρο τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας πα­ρά τόν πο­τα­μό Στρυ­μό­να. Ὁ π. Γρη­γό­ριος πού ἀ­φη­γή­θη τό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά­γε­ται ἀ­πό χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς.
 enromiosini