– Γέροντα, σκέφτονται νὰ ἀρχίσουν νὰ καῖνε τούς νεκρούς γιὰ λόγους ὑγιεινῆς καὶ γιὰ ἐξοικονόμηση χώρου.
– Γιὰ λόγους ὑγιεινῆς; Ἀκοῦς κουβέντα! Δὲν ντρέπονται ποῦ τὸ λένε; Ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τὴν ἔχουν μολύνει, τὰ ὀστᾶ τούς πείραξαν; Τὰ ὀστᾶ στὸ κάτω‐κάτω εἶναι καὶ πλυμένα! Καὶ γιὰ ἐξοικονόμηση χώρου; Ὁλόκληρη Ἑλλάδα μὲ τόσα ρουμάνια καὶ δὲν βρίσκουν χῶρο; Ἔβαλα τὶς φωνές σὲ ἕναν καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου γιʹ αὐτὸ τὸ θέμα. Πῶς γιὰ τὰ σκουπίδια βρίσκουν τόσο τόπο καὶ γιὰ τὰ ὀστᾶ ποῦ εἶναι ἱερά δὲν βρίσκουν; Χάθηκε ὁ τόπος; Καὶ πόσα ὀστᾶ Ἁγίων μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνάμεσα σʹ αὐτά! Τὸ σκέφτονται αὐτό;
Στὴν Εὐρώπη καῖνε τούς νεκρούς, ὄχι γιατί δὲν ὑπάρχει χῶρος νὰ τούς θάψουν, ἀλλὰ γιατί τὸ θεωροῦν πρόοδο. Δὲν ἀνοίγουν κανένα δάσος, γιὰ νὰ κάνουν χῶρο, ἀλλὰ καῖνε τούς νεκρούς, τούς κάνουν σκόνη, γιὰ νὰ ἀνοίξουν χῶρο... Βάζουν τὴν σκόνη σὲ ἕνα τόσο δά κουτάκι γιὰ περισσότερη εὐκολία καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦν πρόοδο. Τούς καῖνε τους νεκρούς, γιατί θέλουν οἱ μηδενιστές νὰ τὰ διαλύσουν ὅλα, ἀκόμα καὶ τὸν ἄνθρωπο. Νὰ μή μείνη τίποτε ποὺ νὰ θυμίζη στούς ἀνθρώπους τούς γονεῖς, τούς παπποῦδες, τὴν ζωή τῶν προγόνων τους. Νὰ ξεκόψουν τούς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν παράδοσή τους. Νὰ τούς κάνουν νὰ ξεχάσουν τὴν ἄλλη ζωή καὶ νὰ τούς δέσουν σʹ αὐτή.
– Λένε ὅμως, Γέροντα, ὅτι ἔχει δημιουργηθῆ θέμα σὲ ὁρισμένους Δήμους τῆς Ἀθήνας γιὰ τὸ ποῦ θὰ θάβουν τούς νεκρούς.
– Τόσος τόπος ὑπάρχει! Χάθηκε λίγο μέρος; Ἕνα σωρό ἐκτάσεις ὑπάρχουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ εἶναι τοῦ Δημοσίου. Ἐγώ ξέρω μεγάλους ποὺ ἔχουν ἕνα σωρό ἐκτάσεις ἐκεῖ πέρα. Δὲν μποροῦν νὰ κάνουν ἐκεῖ ἕνα νεκροταφεῖο; Καὶ μετά οἱ περισσότεροι εἶναι ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες. Γιατί δὲν τούς πάνε στὸν τόπο τους; Νὰ πᾶνε νὰ τὸν θάψουν τὸν καθένα στὸν τόπο του. Ἐκεῖ δὲν θὰ ἔχουν καὶ ἔξοδα πολλά, μόνο γιὰ τὴν μεταφορά. Νὰ ποῦνε ὅτι ὅσοι εἶναι ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες καὶ ἦλθαν τώρα τελευταία στὴν Ἀθήνα, ὅταν πεθαίνουν, νὰ θάβωνται στὴν ἐπαρχία. Καὶ εἶναι καὶ καλύτερα. Γιʹ αὐτούς ποὺ εἶναι τρεῖς γενεές στὴν Ἀθήνα, νὰ βροῦν μία λύση ἐκεῖ. Ὕστερα, μετά τὴν ἐκταφή νὰ κάνουν λάκκους πιὸ βαθεῖς καὶ ἐκεῖ νὰ βάζουν τὰ ὀστᾶ. Δύσκολο εἶναι; Ἐδῶ κατεβαίνουν τόσο βαθιά μέσα στὴν γῆ, γιὰ νὰ βγάλουν πετροκάρβουνα. Ἄς κάνουν γιὰ τὰ ὀστᾶ μία μεγάλη δεξαμενή καὶ νὰ τὰ ἔχουν ὅλα μαζεμένα.
Ἔλειψε τελείως ὁ σεβασμός. Καὶ βλέπεις τώρα τί γίνεται! Πετᾶνε καὶ τούς γονεῖς στὰ γηροκομεῖα. Παλιά καὶ τὰ βόδια ἀκόμη τὰ γηροκομοῦσαν, δὲν τὰ ἔσφαζαν, γιατί ἔλεγαν: «Φάγαμε ψωμί ἀπὸ αὐτά».
Καὶ τί σεβασμό εἶχαν στούς νεκρούς! Θυμᾶμαι μὲ τί κίνδυνο πηγαίναμε νὰ τούς θάψουμε στὸν πόλεμο! Καλά, ὁ παπάς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ πάη, ἀλλὰ καὶ αὐτοί ποὺ τούς μετέφεραν μέσα στὰ χιόνια, μέσα στὴν παγωνιά, καὶ ἀπὸ πάνω νὰ πέφτουν ριπές συνέχεια! Τὸ 1945, στὸν ἀνταρτοπόλεμο, πρίν πάω στρατιώτης, μὲ τὸν νεωκόρο κουβαλοῦσα τούς νεκρούς. Μπροστὰ πήγαινε μὲ τὸ θυμιατό ὁ παπάς. Μόλις σφύριζε βλῆμα, πέφταμε κάτω. Ἄντε μετά νὰ σηκωθοῦμε. Μόλις ἀκούγαμε ἄλλο, πέφταμε πάλι κάτω. Ἀργότερα στὸν στρατό, στὸν πόλεμο, ξυπόλυτοι ἤμασταν μέσα στὰ χιόνια καὶ μᾶς εἶπαν νὰ πᾶμε νὰ πάρουμε, ἄν θέλουμε, ἀρβύλες ἀπὸ τούς νεκρούς. Κανένας δὲν κουνήθηκε. Ἄχ, πᾶνε ἐκεῖνα τὰ καλά τὰ χρόνια!
Τὸ κακό εἶναι ὅτι δὲν φωνάζουν μερικοί ποὺ ἔχουν κάποια θέση, ἀλλὰ συμφωνοῦν. Ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ παρουσιάστηκε αὐτὸ τὸ πρόβλημα, πρέπει νὰ πάρη θέση, γιὰ νὰ λυθῆ. Γιατί ἔτσι ἀφήνει στούς κοσμικούς νὰ χειρίζωνται πνευματικά θέματα καὶ νὰ λένε ὅ,τι θέλουν. Εἶναι ἀσέβεια αὐτό. Πῶς νὰ ἔχη τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό ὁ κόσμος σήμερα; Ά, χαμένα πράγματα! Πᾶνε σιγά‐σιγὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἐξευτελίσουν. Ἄχ, γιʹ αὐτὸ θὰ βρεθῆ πολύς τόπος τώρα!... Θὰ βρεθῆ πάρα πολύς τόπος...
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»