Ὁ εὐσεβὴς ψάλτης ἐκπέμπει χάριν Θεοῦ
Μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ
λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδάσκοντες
καὶ νουθετοῦντες ἑαυτοὺς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν
χάριτι ἄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ». Μετάφραση: Ὁ λόγος καὶ ἡ
διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄς διαμένῃ μέσα σας πλούσια μὲ πᾶσαν
σοφίαν. Εἰς τοῦτο δὲ θὰ συντελέσῃ καὶ τὸ νὰ διδάσκετε καὶ συμβουλεύετε ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ πνευματικὰς ᾠδάς, ποὺ θὰ
ἐκφράζετε μὲ αὐτὰς τὴν εὐχαριστίαν σας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ θὰ τὰς ψάλλετε
μὲ τὴν καρδίαν σας εἰς τὸν Κύριον. (Κολασ. γ΄, 16).
Ἡ ψαλτικὴ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ψαλτικὴ σὲ
ἀνεβάζει σὲ κάποιο ἄλλο κόσμο, στὸν κόσμο τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ τῆς
ἀγαλλιάσεως. Λέγει ὁ προφήτης Δαυίδ: «ψάλλατε συνετῶς». Πολλὲς φορὲς
ὅμως συμβαίνει ἱεροψάλτες νὰ χάνουν τὸ πνευματικὸ χάρισμα τῆς ψαλτικῆς
καὶ νὰ ἐπιδίδωνται στὴν καλλιτεχνία. Ὁ ιε΄ κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
προστάζει μάλιστα νὰ ψάλλουν οἱ κανονικοὶ καὶ ἔμπειροι ψάλτες καὶ ὄχι
κάποιοι ἀμαθεῖς.
Κανών ΙΕ΄
«Περὶ τοῦ, μὴ δεῖν πλέον τῶν κανονικῶν
Ψαλτῶν τῶν ἐπὶ τὸν ἄμβωνα ἀναβαινόντων, καὶ ἀπὸ διφθέρας ψαλλόντων,
ἑτέρους τινὰς ψάλλειν ἐν ἐκκλησίᾳ».
Στὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ὁ Ἅγιος Νικόδημος παρατηρεῖ:
Ἐμποδίζει ὁ παρὼν Κανὼν τὸ νὰ ψάλλῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅποιος θέλει, ἀλλὰ μόνοι οἱ Ψάλται οἱ κανονικοί, οἱ ἐν τῷ κλήρῳ δηλ. συνηριθμημένοι καὶ χειροτονημένοι εἰς κάθε ἐκκλησίαν, οἵτινες ἀναβαίνουσιν ἐπ’ ἄμβωνος, καὶ ψάλλουσι μὲ ψαλτικὰς μεμβραΐνας (διφθέραι γὰρ τὰ δέρματα ὀνομάζονται, ἐξ ὧν γίνονται αἱ μεμβράναι) ἤ καὶ χαρτίνας. Ἀταξία γὰρ ἀκολουθεῖ καὶ χασμῳδία, ἐὰν ψάλλῃ ὅποιος τύχει ἀμαθής, καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου εὐταξία, ὅταν ψάλλουν οἱ διωρισμένοι Ψάλται, καὶ ψαλτικῶν ἔμπειροι.
Ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος (ὁμιλ. εἰς τό, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου σελ. 120. τόμ. ε’.) ἐμποδίζει πολλὰ τὰς θυμελικὰς (θεατρινίστικες) ψαλμῳδίας, τὰς ὀρχήσεις τῶν χειρονομούντων, καὶ τὰς ἐκτεταμένας βοάς, καὶ ἀτάκτους φωνάς· ἑρμηνεύων γὰρ τὸ ψαλμικὸν ἐκεῖνο, δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ, σφοδρότατα μὲν ἐλέγχει ἐκείνους, ὁποῦ ἀνακατώνουσι μὲ τὰ πνευματικὰ ᾄσματα τὰ ἐξωτερικὰ τῶν θεάτρων σχήματα, καὶ θέσεις, καὶ ἀσήμους φωνὰς (ὁποῖα εἶναι καὶ τώρα τὰ τερερίσματα, καὶ νενανίσματα, καὶ τὰ ἄλλα ἄσημα λόγια) καὶ λέγει, ὅτι ταῦτα εἶναι ἴδια, ὄχι τῶν δοξολογούντων τὸν Θεόν, ἀλλὰ τῶν παιζόντων, καὶ ἀνακατωνόντων τὰ τῶν δαιμόνων παίγνια μὲ τὴν ἀγγελικὴν δοξολογίαν· διδάσκει δὲ διὰ πολλῶν, ὅτι πρέπει μὲ φόβον καὶ συντετριμμένην καρδίαν νὰ ἀναπέμπωμεν τὰς δοξολογίας εἰς τὸν Θεόν, ἵνα αὗται γένωνται εὐπρόσδεκτοι, ὡς εὐῶδες θυμίαμα… Ἀλλὰ τὰ κρατήματα ὁποῦ οἱ τωρινοὶ ψάλται ψάλλουσιν ἐν ταῖς ἀγρυπνίαις, μὲ τὸ νὰ ᾖναι διπλᾶ, πολλάκις δὲ καὶ τριπλᾶ τοῦ κειμένου, ἀηδῇ τῇ ἀληθείᾳ καὶ ὀχληρὰ γίνονται κοντὰ εἰς τοὺς εὐλαβεῖς ἀκροατάς· δι’ ὅ παρακαλοῦμεν τοὺς κανονικοὺς ψάλτας νὰ τὰ ψάλλουν σύντομα, διὰ νὰ ᾖναι ἐνταυτῷ καὶ νοστιμώτερα, καὶ διὰ νὰ μείνῃ καὶ καιρὸς νὰ γίνεται ἀνάγνωσις, καὶ οἱ Κανόνες νὰ ψάλλωνται ἀργότερα, εἰς τὰ ὁποῖα στέκεται ὅλος ὁ τῆς ἀγρυπνίας ψυχικὸς καρπός. Λέγουσι δέ τινες, ὅτι τὰ ἄσημα ταῦτα τερερίσματα ἐδέχθησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἵνα διὰ τῆς ἡδονῆς των ἕλκωσι τὸν ἁπλοῦν λαόν.
Στὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ὁ Ἅγιος Νικόδημος παρατηρεῖ:
Ἐμποδίζει ὁ παρὼν Κανὼν τὸ νὰ ψάλλῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅποιος θέλει, ἀλλὰ μόνοι οἱ Ψάλται οἱ κανονικοί, οἱ ἐν τῷ κλήρῳ δηλ. συνηριθμημένοι καὶ χειροτονημένοι εἰς κάθε ἐκκλησίαν, οἵτινες ἀναβαίνουσιν ἐπ’ ἄμβωνος, καὶ ψάλλουσι μὲ ψαλτικὰς μεμβραΐνας (διφθέραι γὰρ τὰ δέρματα ὀνομάζονται, ἐξ ὧν γίνονται αἱ μεμβράναι) ἤ καὶ χαρτίνας. Ἀταξία γὰρ ἀκολουθεῖ καὶ χασμῳδία, ἐὰν ψάλλῃ ὅποιος τύχει ἀμαθής, καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου εὐταξία, ὅταν ψάλλουν οἱ διωρισμένοι Ψάλται, καὶ ψαλτικῶν ἔμπειροι.
Ἐπίσης καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος (ὁμιλ. εἰς τό, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου σελ. 120. τόμ. ε’.) ἐμποδίζει πολλὰ τὰς θυμελικὰς (θεατρινίστικες) ψαλμῳδίας, τὰς ὀρχήσεις τῶν χειρονομούντων, καὶ τὰς ἐκτεταμένας βοάς, καὶ ἀτάκτους φωνάς· ἑρμηνεύων γὰρ τὸ ψαλμικὸν ἐκεῖνο, δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ, σφοδρότατα μὲν ἐλέγχει ἐκείνους, ὁποῦ ἀνακατώνουσι μὲ τὰ πνευματικὰ ᾄσματα τὰ ἐξωτερικὰ τῶν θεάτρων σχήματα, καὶ θέσεις, καὶ ἀσήμους φωνὰς (ὁποῖα εἶναι καὶ τώρα τὰ τερερίσματα, καὶ νενανίσματα, καὶ τὰ ἄλλα ἄσημα λόγια) καὶ λέγει, ὅτι ταῦτα εἶναι ἴδια, ὄχι τῶν δοξολογούντων τὸν Θεόν, ἀλλὰ τῶν παιζόντων, καὶ ἀνακατωνόντων τὰ τῶν δαιμόνων παίγνια μὲ τὴν ἀγγελικὴν δοξολογίαν· διδάσκει δὲ διὰ πολλῶν, ὅτι πρέπει μὲ φόβον καὶ συντετριμμένην καρδίαν νὰ ἀναπέμπωμεν τὰς δοξολογίας εἰς τὸν Θεόν, ἵνα αὗται γένωνται εὐπρόσδεκτοι, ὡς εὐῶδες θυμίαμα… Ἀλλὰ τὰ κρατήματα ὁποῦ οἱ τωρινοὶ ψάλται ψάλλουσιν ἐν ταῖς ἀγρυπνίαις, μὲ τὸ νὰ ᾖναι διπλᾶ, πολλάκις δὲ καὶ τριπλᾶ τοῦ κειμένου, ἀηδῇ τῇ ἀληθείᾳ καὶ ὀχληρὰ γίνονται κοντὰ εἰς τοὺς εὐλαβεῖς ἀκροατάς· δι’ ὅ παρακαλοῦμεν τοὺς κανονικοὺς ψάλτας νὰ τὰ ψάλλουν σύντομα, διὰ νὰ ᾖναι ἐνταυτῷ καὶ νοστιμώτερα, καὶ διὰ νὰ μείνῃ καὶ καιρὸς νὰ γίνεται ἀνάγνωσις, καὶ οἱ Κανόνες νὰ ψάλλωνται ἀργότερα, εἰς τὰ ὁποῖα στέκεται ὅλος ὁ τῆς ἀγρυπνίας ψυχικὸς καρπός. Λέγουσι δέ τινες, ὅτι τὰ ἄσημα ταῦτα τερερίσματα ἐδέχθησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἵνα διὰ τῆς ἡδονῆς των ἕλκωσι τὸν ἁπλοῦν λαόν.
* * *
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ἡ βυζαντινὴ
ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι διδασκαλία… μαλακώνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ σιγὰ-σιγὰ τὴ μεταρσιώνει σὲ ἄλλους κόσμους πνευματικούς, μὲ τοὺς
φθόγγους αὐτούς, ποὺ σπέρνει ἡδονὴ καὶ τέρψη καὶ εὐχαρίστηση,
ταξιδεύοντας σὲ ἄλλο κόσμο πνευματικό. Πράγματι ἔτσι εἶναι παιδιά. Ὅταν
κανεὶς σιγὰ-σιγὰ μπῆ σὲ μιὰ τέτοια φόρμα πνευματική, ἔτσι αἰσθάνεται κι
ἔτσι πρέπει νὰ κάνη.
Μπορεῖ νὰ γίνης κι ἕνας ἐγωϊστὴς ψάλτης καὶ νὰ κουνιέσαι καὶ νὰ εἶσαι κούφιος· μπορεῖ νὰ ἔχης τὴ φωνή, νὰ συγκινῆς μὲ τὴ φωνή σου, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ὄντως ἅγιος ποὺ ψάλλει, αὐτὸς ἔχει καὶ κάτι ἄλλο, δὲν ἔχει μόνο τὴ φωνή· μαζὶ μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἐκπέμπεται μὲ τὰ ἠχητικὰ κύματα, ἐκπέμπεται καὶ κάποια χάρη μὲ ἄλλα κύματα, μυστικά, ποὺ ἀγγίζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς συγκινοῦν βαθύτατα. Ὁ κούφιος, ἂς ποῦμε, μουσικός, ὁ ἐγωιστής, δὲν ἔχει αὐτό. Ὁ ἅγιος μουσικὸς στέλνει καὶ κύματα κύματα μαζὶ μὲ τὴ φωνή του. Γίνεται ἕνα πολὺ μεγάλο μυστήριο. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀκοῦστε τοὺς μοναχοὺς ποὺ ψάλλουν, καὶ παγωμένη καὶ πέτρινη καρδιὰ νὰ ἔχης, ἅμα τούς ἀκούσης, συγκινεῖσαι…» [Ἀπὸ τὸ φυλλάδιο μὲ κασέτα, Εὐλογητὸς ὁ Θεός, σελ. 6-7, 11].
Μπορεῖ νὰ γίνης κι ἕνας ἐγωϊστὴς ψάλτης καὶ νὰ κουνιέσαι καὶ νὰ εἶσαι κούφιος· μπορεῖ νὰ ἔχης τὴ φωνή, νὰ συγκινῆς μὲ τὴ φωνή σου, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ὄντως ἅγιος ποὺ ψάλλει, αὐτὸς ἔχει καὶ κάτι ἄλλο, δὲν ἔχει μόνο τὴ φωνή· μαζὶ μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἐκπέμπεται μὲ τὰ ἠχητικὰ κύματα, ἐκπέμπεται καὶ κάποια χάρη μὲ ἄλλα κύματα, μυστικά, ποὺ ἀγγίζουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς συγκινοῦν βαθύτατα. Ὁ κούφιος, ἂς ποῦμε, μουσικός, ὁ ἐγωιστής, δὲν ἔχει αὐτό. Ὁ ἅγιος μουσικὸς στέλνει καὶ κύματα κύματα μαζὶ μὲ τὴ φωνή του. Γίνεται ἕνα πολὺ μεγάλο μυστήριο. Γι᾿ αὐτό, ἐὰν θὰ πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀκοῦστε τοὺς μοναχοὺς ποὺ ψάλλουν, καὶ παγωμένη καὶ πέτρινη καρδιὰ νὰ ἔχης, ἅμα τούς ἀκούσης, συγκινεῖσαι…» [Ἀπὸ τὸ φυλλάδιο μὲ κασέτα, Εὐλογητὸς ὁ Θεός, σελ. 6-7, 11].
* * *
Πολλές φορές ὅμως δυστυχῶς φτάνουμε σέ ἀκρότητες καί πλανόμαστε ἀπό τόν πειρασμό.
Στὸ βιβλίο «Γεροντικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» διαβάζουμε:
«Στὴν ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἰβήρων, κατὰ τὴν ἐτήσια πανήγυρη τῆς Παναγίας «ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ» (15 Αὐγούστου) γιὰ τὴν πανηγυρικὴ ἀγρυπνία, τὸ Μοναστήρι αὐτὸ εἶχε καλέσει νὰ ψάλλει σὰν δεξιὸς πρωτοψάλτης ὁ Ρουμάνος μουσικὸς Νεκτάριος Μοναχός, ὁ λεγόμενος Βλάχος.
Κι ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου, μερικοὶ ἀπὸ φθόνο κινούμενοι, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ γίνουν ὄργανα τοῦ Σατανᾶ καὶ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν καλλίφωνο αὐτὸν ψάλτη νὰ ψάλλη αὐτός, ὡς δεξιὸς πρωτοψάλτης, ἔρριξαν δηλητήριο μέσα στὸ ποτό του.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς μουσικὸς μὲ βαθιὰ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο ὁπλισμένος, μόλις κατάλαβε τοὺς πρώτους πόνους νὰ τὸν ζώνουν, ἔτρεξε ἀμέσως μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας «Πορταϊτίσσης» πῆρε τὸ κανδήλι καὶ ἤπιε ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενό του καὶ μὲ πολὺ παράπονο εἶπε: «Παναγιά μου, σῶσε μέ, μὲ δηλητηρίασαν».
Ἡ ταχεῖα σὲ ἀντίληψη καὶ ἕτοιμη βοηθὸς καὶ ἰατρὸς τῶν ἐπικαλουμένων, Κυρία καὶ Δέσποινα Θεοτόκος, ἅμα ὁ Νεκτάριος ἤπιε τὸ περιεχόμενο τοῦ κανδηλίου, ἀμέσως ἔδωκε τὴν θεραπεία, ἔγινε καλὰ τελείως ὑγιὴς καὶ ἔψαλε μὲ πολλὴ διάθεση σ’ ὅλη τὴν ἀγρυπνία.
Ἔτσι γιὰ νὰ ντροπιαστοῦν ἐκεῖνοι ποὺ τόλμησαν καὶ ἔκαμαν αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ὁ Νεκτάριος ἔψαλε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς δοξολόγησε τὸν Ὕψιστο καὶ εὐχαρίστησε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ Παναγιά μας καὶ καθὼς ὁ ἴδιος μετὰ ὁμολόγησε, οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε τόση καὶ τέτοια διάθεση καὶ καθαρότητα λάρυγγος, ὅπως εἶχε τὴ βραδιὰ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία αἰσθάνθηκε ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση».
Στὸ βιβλίο «Γεροντικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» διαβάζουμε:
«Στὴν ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἰβήρων, κατὰ τὴν ἐτήσια πανήγυρη τῆς Παναγίας «ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ» (15 Αὐγούστου) γιὰ τὴν πανηγυρικὴ ἀγρυπνία, τὸ Μοναστήρι αὐτὸ εἶχε καλέσει νὰ ψάλλει σὰν δεξιὸς πρωτοψάλτης ὁ Ρουμάνος μουσικὸς Νεκτάριος Μοναχός, ὁ λεγόμενος Βλάχος.
Κι ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου, μερικοὶ ἀπὸ φθόνο κινούμενοι, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ γίνουν ὄργανα τοῦ Σατανᾶ καὶ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν καλλίφωνο αὐτὸν ψάλτη νὰ ψάλλη αὐτός, ὡς δεξιὸς πρωτοψάλτης, ἔρριξαν δηλητήριο μέσα στὸ ποτό του.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς μουσικὸς μὲ βαθιὰ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο ὁπλισμένος, μόλις κατάλαβε τοὺς πρώτους πόνους νὰ τὸν ζώνουν, ἔτρεξε ἀμέσως μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας «Πορταϊτίσσης» πῆρε τὸ κανδήλι καὶ ἤπιε ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενό του καὶ μὲ πολὺ παράπονο εἶπε: «Παναγιά μου, σῶσε μέ, μὲ δηλητηρίασαν».
Ἡ ταχεῖα σὲ ἀντίληψη καὶ ἕτοιμη βοηθὸς καὶ ἰατρὸς τῶν ἐπικαλουμένων, Κυρία καὶ Δέσποινα Θεοτόκος, ἅμα ὁ Νεκτάριος ἤπιε τὸ περιεχόμενο τοῦ κανδηλίου, ἀμέσως ἔδωκε τὴν θεραπεία, ἔγινε καλὰ τελείως ὑγιὴς καὶ ἔψαλε μὲ πολλὴ διάθεση σ’ ὅλη τὴν ἀγρυπνία.
Ἔτσι γιὰ νὰ ντροπιαστοῦν ἐκεῖνοι ποὺ τόλμησαν καὶ ἔκαμαν αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ὁ Νεκτάριος ἔψαλε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς δοξολόγησε τὸν Ὕψιστο καὶ εὐχαρίστησε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ Παναγιά μας καὶ καθὼς ὁ ἴδιος μετὰ ὁμολόγησε, οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε τόση καὶ τέτοια διάθεση καὶ καθαρότητα λάρυγγος, ὅπως εἶχε τὴ βραδιὰ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία αἰσθάνθηκε ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση».