Ὑπῆρχαν δύο τρόποι ἀπαλλαγῆς ἀπό τό σῶμα διά νά γλυτώση ἡ ψυχή. Ὁ ἕνας τρόπος ἦταν μία καταπίεσι τῆς σαρκός, σέ βαθμό πού νά φθάσω νά πεθάνω γρήγορα. Αὐτόν τόν τρόπον τόν μετήρχοντο οἱ Μανιχαῖοι· ἀπό τόν Μάνεντα –ὁ Μάνης, τοῦ Μάνεντος. Πέρσης αὐτός, πού εἶχε ἀνακατέψει πολλά πράγματα· εἶχε ἀνακατέψει καί Βουδδισμό καί Περσισμό, εἶχε ἀνακατέψει καί Χριστιανισμό καί Ἰουδαϊσμό καί λοιπά. Ὁ Μάνης.
Ὑπῆρχε ὅμως καί ἡ ἄλλη ὄψις. Μπορῶ νά καταστρέψω τό σῶμα μου, χωρίς νά τό ὑποβάλλω σέ καταπίεσι. Γιατί νά τό κάνω αὐτό; τό σῶμα μου δύναμαι νά τό καταστρέψω καί μέ τήν ἀσωτία, δηλαδή μέ τίς ἡδονές. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, τρώγω πολύ, πίνω πολύ καί μεθῶ, καπνίζω ἀρειμανίως, πίνω καί ναρκωτικά, ἔ, θά ζήσω πολλά χρόνια; προφανῶς θά πεθάνω. Προφανῶς. Συνεπῶς γιατί νά μήν καταστρέψω τό σῶμα μέ τόν τρόπον αὐτόν, γλεντῶντας τή ζωή μου; Αὐτό ἔκαναν οἱ Νικολαΐται.