«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» (Ματθ. 3,2· 4,17). Ἡ μετάνοια σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ὅταν λέμε στὸν α΄ ἢ στὸν β΄ νὰ μετανοήσῃ, ἀπαντᾷ·
-Γιατί νὰ μετανοήσω; Ἐγὼ δὲ᾿ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα· εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος.
Ὅπως συνέβη κάποτε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Πίνδου. Εἶπα σὲ κάποιον γέροντα βοσκό·
-Μπαρμπα-Κώστα, τώρα ποὺ κ᾿ ἐσὺ ἐγέρασες, ἔγινες 80 χρονῶν, πρέπει νὰ μετανοήσῃς.
Ἐκεῖνος ἔστριβε τὸ τσιγάρο του -τὰ μουστάκια του εἶχαν κιτρινίσει-, κρατοῦσε τὸ κομπολόι του καὶ μοῦ λέει·
-Γιατί νὰ μετανοήσω; Ἐγὼ δὲ᾿ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα· εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος.
Ὅπως συνέβη κάποτε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Πίνδου. Εἶπα σὲ κάποιον γέροντα βοσκό·
-Μπαρμπα-Κώστα, τώρα ποὺ κ᾿ ἐσὺ ἐγέρασες, ἔγινες 80 χρονῶν, πρέπει νὰ μετανοήσῃς.
Ἐκεῖνος ἔστριβε τὸ τσιγάρο του -τὰ μουστάκια του εἶχαν κιτρινίσει-, κρατοῦσε τὸ κομπολόι του καὶ μοῦ λέει·
-Ἔ, καὶ τί ἔκανα ἐγώ; Ἔκανα τίποτε; Ἐγὼ δὲν ἐσκότωσα, ἐγὼ δὲν
ἐπόρνευσα, ἐγὼ δὲν ἐμοίχευσα, ἐγὼ δὲν ἔκανα κανένα κακό. Ἂς μετανοήσουν
οἱ φονιᾶδες, ἂς μετανοήσουν οἱ πόρνοι, οἱ μοιχοί, οἱ ἐγκληματίες καὶ οἱ
ἀπατεῶνες. Ἐγὼ γιατί νὰ μετανοήσω; Δὲν ἔχω ἀνάγκη μετανοίας.
Αὐτὴ τὴ νοοτροπία τοῦ βοσκοῦ τὴν ἔχει δυστυχῶς καὶ ὅλος ὁ κόσμος. Ἐγώ, λένε, τί ἔκανα γιὰ νὰ μετανοήσω;…
Ἀδελφοί μου, δὲν εἶνε μόνο τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα. Ὑπάρχουν καὶ
τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ θέλω νὰ ὑπενθυμίσω τώρα σ᾿ ἐσᾶς,
στὴν ἀγάπη σας· τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, εἰς τὰ ὁποῖα ὑποπίπτομεν ὅλοι. Καὶ
αὐτὰ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα εἶνε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μᾶς φοβίσουν.
Καὶ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ μετανοήσωμε καὶ νὰ κλαύσωμε ὅλοι μας.
Αὐτοί, βλέπεις, ποὺ λένε ὅτι δὲν πέσανε στὰ μεγάλα ἁμαρτήματα
τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τοῦ ἐγκλήματος, τῆς ἀπάτης, τῶν κλοπῶν καὶ
τῶν διαρρήξεων ὁμοιάζουν σὰν ἕνα ἄνθρωπο ποὺ γνώρισα στὴν Ἀθήνα καὶ
θεωροῦνταν ὑγιής. Ἔτρωγε, ἔπινε, ἔπαιζε χαρτιά, πήγαινε δεξιὰ –
ἀριστερά, δραστηριώτατος ἤτανε, ὥσπου κατὰ τύχη, ἔπεσε στὰ χέρια ἑνὸς
φίλου του γιατροῦ.
-Γιά νὰ σὲ ἐξετάσω, τοῦ λέει.
-Ἄσε με, τοῦ ἀπαντᾷ, ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε· εἶμαι σιδερένιος.
Τὸν περνᾷ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες καὶ βλέπει ὅτι ἔχει καρκίνο. Ἄρχισε μέσα του νὰ δουλεύῃ ὁ καρκίνος. Ἐπ᾿ ἔξω ῥόδι, ἀπὸ μέσα σάπιος.
Ὅπως, λοιπόν, βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο ὑγιῆ νὰ λάμπῃ καὶ αφνης μέσα
στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ὑπάρχει τὸ μικρόβιο ποὺ ὑποφώσκει, ὑπάρχουν
νοσηραὶ καταστάσεις, ποὺ καλλιεργοῦν τὰς βαρυτέρας ἀσθενείας, ἔτσι
ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ στὴν ψυχή μας· Αὐταπατώμεθα, νομίζουμε ὅτι εμεθα
ἅγιοι. Ἐπειδὴ πᾶμε στὴν ἐκκλησιά, ἐπειδὴ κάποτε – κάποτε ἐξομολογούμεθα,
κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀνάβομε κανένα κερί, κάνομε τὴν
προσευχή μας, κ.τ.λ., λεγόμεθα θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, νομίζομε ὅτι θὰ
μᾶς δώσῃ ὁ οὐρανὸς πιστοποιητικὸ ἁγιότητος. Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Εἴμεθα
ὅλοι ἔνοχοι ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ περάσωμε ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες.
Ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἁγία Γραφή, ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Ὅταν
περάσωμε ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀκτῖνες καὶ διαβάσωμε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ
διακρίνωμε μέσα στὰ βάθη μας τὰ μικρόβια. Θὰ διακρίνωμε τὶς κατεργασίες
τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν, ποὺ ἔχομε μέσα μας καὶ θὰ φρίξωμε.
Ἔτσι εἶνε, ἀδελφοί μου, τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα.