Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές συναντούμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν
ιδιαίτερο πρόβλημα μόνο με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουν.
Τρέμουμε στην ιδέα του θανάτου, έχοντας βέβαια άλλοτε την αίσθηση ότι
κάτι υπάρχει μετά από αυτόν και δεν είμαστε έτοιμοι για μια άγνωστη
κατάσταση και άλλοτε νομίζοντας ότι όλα τελειώνουν εδώ και φοβόμαστε μη
χάσουμε τις υλικές απολαύσεις του παρόντος κόσμου.
Κανονική σύγχυση επικρατεί μέσα μας και αυτή ενισχύει το φόβο για το θάνατο.
Όλα αυτά βέβαια σε ανθρώπους σκεπτόμενους και όχι σε βιολογικές υπάρξεις που δεν προβληματίζονται.
Πόσο όμως δικαιολογείται αυτή η στάση ορισμένων ανθρώπων;
Το θέμα έχει πολλές προεκτάσεις και οι Πατερικές αναφορές είναι
αμέτρητες, όμως ας δούμε εν συντομία κάποια δεδομένα που θα μπορούσαν να
μας βοηθήσουν.
Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κάποιος αν ανατρέξει σε βίους αγίων, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν το θάνατο.
Για παράδειγμα μία μαρτυρία ανθρώπου που βρέθηκε κοντά στον άγιο
Παΐσιο τον αγιορείτη αναφέρει ότι ο άγιος λίγο πριν την κοίμησή του,
τόνιζε ότι ήταν έτοιμος να χορέψει γι' αυτό το γεγονός.
Η Αγία μας εκκλησία εορτάζει τους Αγίους την ημέρα της κοιμήσεώς τους, όταν δηλαδή ενώθηκαν «οριστικά» με το Θεό.
Όταν έγινε ο περιβόητος γάμος τους με το Θεό.
Δηλαδή με βάση την ημέρα του βιολογικού θανάτου και το χωρισμό της
ψυχής από σώμα, ο οποίος παρεμπιπτόντως βλέποντας τη θεολογία της
εκκλησίας μας είναι προσωρινός και θα αποκατασταθεί οντολογικά ο
άνθρωπος κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Θα επανακτήσουμε δηλαδή πλήρως την ψυχοσωματική μας ενότητα. Αυτή
είναι και η ανάσταση των νεκρών που προσδοκά η εκκλησία μας και την
αναφέρουμε στο σύμβολο της πίστεως.
Η εκκλησία, μας καλεί να πανηγυρίσουμε, όχι για τον βιολογικό θάνατο,
αλλά για την μετάβαση του Αγίου σε μία άλλη κατάσταση. Στην κατάσταση
που κοινωνά πλέον διαρκώς με το Θεό, κάνοντας πρόσκληση και σε μας να
μιμηθούμε το βίο του.
Όσο απομακρυνόμαστε από το Θεό και βρισκόμαστε σε μία άλλη κατάσταση,
τότε αγωνιούμε πολλές φορές λόγω της αμαρτίας, διότι βγαίνουμε έξω από
τα οντολογικά μας χαρακτηριστικά.
Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή, χτυπάει ένα καμπανάκι στη συνείδησή μας, όσο τουλάχιστον δεν έχει «μπαζωθεί» για τα καλά.
Θα ήταν πιο «λογικό» να μας τρομάζει ο πνευματικός θάνατος παρά ο
βιολογικός τον οποίο και δεν θα αποφύγουμε, οπότε είναι ανώφελο να
υπάρχει μια μορφή παθολογικού φόβου.
Κάποιοι βεβαίως φοβούνται, λόγω της υποτιθέμενης ανυπαρξίας στην οποία νομίζουν ότι θα περιέλθουν.
Και σε αυτό το σημείο οι σκοτεινές δυνάμεις επηρεάζουν τον άνθρωπο
και κάνουν τη δουλειά τους μια χαρά, προσπαθώντας να τον πείσουν για
αυτήν την ανυπαρξία, μπαίνοντας μέσα στο πεδίο της φαντασίας.
Κάποιοι άλλοι από το φόβο της κολάσεως η οποία κόλαση είναι η μη
μετοχή μας στην κοινωνία με το Θεό, την οποία και δημιουργούμε μόνοι
μας.
Στη θεολογική γλώσσα λέγεται αμεθεξία ενεργειών Θεού και ανθρώπου.
Ο Θεός να θυμίσουμε, δεν εποίησε κόλαση για τον άνθρωπο.
Αυτό όμως θα το εξετάσουμε σε άλλο κείμενο.
Έχοντας πάντοτε τη βοήθεια του Θεού, και μετά από μεγάλη προσπάθεια,
μπορούμε να μεταποιήσουμε τον παθολογικό φόβο για τον θάνατο, σε ένα
είδος συστολής και «συμμαζέματος» του εαυτού μας και των παθών μας.
Να αναζητήσουμε με αγωνία το Θεό, όπως ένα φοβισμένο παιδί που βρίσκεται στο σκότος και αναζητά τον πατέρα του.
Μια αναζήτηση που θα μας βγάλει από τη θανατίλα της αμαρτίας και της φιλαυτίας μας.
Αυτός ο μεταποιημένος φόβος τουλάχιστον έχει και στόχο ιερό.
Να συναντηθούμε με το Θεό.