Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Πρέπει νὰ φοβώμαστε τὸν θάνατον;

Πρέπει νὰ φοβώμαστε τὸν θάνατον;
Μᾶς λέγει ὁ Κύριος:
«ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰωάν. 12, 24-25).

Μετάφραση: Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ἐὰν τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν σαπίσῃ μέσα εἰς τὸ χῶμα, μένει μοναχό του καὶ δὲν πολλαπλασιάζεται. Ἐὰν ὅμως διὰ τῆς σπορᾶς του εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, βγάζει πολὺν καρπόν. Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐὰν ἀποθάνω, καθὼς ὁ Πατὴρ μου ὥρισε, θὰ καρποφορήσω τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ζωήν του καὶ ἀποφεύγει τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον τοῦ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον, θὰ τὴν χάσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ βασιλείᾳ· καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ τὸ καθῆκον περιφρονεῖ καὶ μισεῖ τὴν ζωήν του εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, θὰ διατηρήσῃ καὶ θὰ φυλάξῃ αὐτήν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον ζωὴν τοῦ μέλλοντος.
• Ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν ΣΤ΄ ὁμιλία του «εἰς τοὺς Ἀνδριάντας», ἐξηγεῖ γιατὶ φοβώμαστε τὸν θάνατον;
«Φοβόμαστε τὸ θάνατο, ὄχι ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶναι φοβερός, ἀλλ’ ἐπειδὴ οὔτε ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μᾶς θέρμανε, οὔτε ὁ φόβος τῆς γέεννας μᾶς κατέλαβε ἀκόμη κι ἐπιπλέον, γιατὶ δὲν ἔχουμε τὴ συνείδηση ἀγαθή. Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ τέταρτη αἰτία; Δὲν ζοῦμε βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει τοὺς Χριστιανούς. Ἀλλὰ τὸν μαλθακὸ καὶ παραλελυμένο καὶ νωθρὸ τοῦτο βίο ζηλέψαμε. Γι’ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ μᾶς ἀρέση νὰ μένουμε στὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου.
• Ὁ π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἐπισκέφτηκε κάποιο γέροντα ἱερέα, βαρύτατα ἄρρωστο. Βρῆκε ἐκεῖ δύο ἀκόμη ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «παρηγοροῦσαν» τὸν ἀσθενῆ μὲ τὰ συν­ηθισμένα ψέματα «δὲν ἔχης τίποτα», «θὰ γίνεις καλά», «κάνε κουράγιο», «γρήγορα θὰ σηκωθῆς» κ.λπ. Ὁ π. Ἰωὴλ ἄκουγε κατ’ ἀρχὴν σιωπηλός. Μετὰ ἀπὸ λίγο στρέφεται πρὸς τὸν ἄρρωστο:
– Αὐτοὶ σὲ κοροϊδεύουν, σοῦ λένε ψέματα. Ἡ κατάστασή σου εἶναι σοβαρὴ καὶ πρέπει νὰ ἑτοιμαστῆς.
– Πάψε! Μὴ λὲς τέτοια λόγια. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τίποτα σοβαρό!, λέει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες ἱερεῖς.
– Κι ἐσὺ θὰ πεθάνης, ἀπαντᾶ ὁ π. Ἰωήλ. Καὶ φρόντισε νὰ ἑτοιμασθῆς. Νομίζεις ὅτι θὰ μείνης ἐδῶ αἰωνίως; Τρομάρα σου!…
– Σταμάτα, καϋμένε, καὶ ἄσε τοὺς θανάτους!, κραύγασε καὶ ὁ ἄλλος ἐπισκέπτης ἱερέας.
– Καὶ ἐσὺ θὰ πεθάνης!, ἀπαντᾶ καὶ πρὸς αὐτόν.
Ὁ ἄρρωστος στρέφεται πρὸς τὸν π. Ἰωήλ, ὁμολογεῖ ὅτι ἔχει δεκαετίες νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ ἐπανέλθη τὴν ἴδια μέρα, γιὰ νὰ δεχτῆ τὴν ἐξομολόγησή του. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ γέροντας ἱερέας ἀναπαύτηκε ἐν εἰρήνῃ… Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι στὶς 23 Δεκεμβρίου τοῦ 1966, χαρούμενος καὶ λευκοφορεμένος, θὰ ὑποδέχτηκε τὸν π. Ἰωὴλ στὸν ὁλόφωτο Νυμφώνα τοῦ Οὐρανοῦ, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι!».
• Στὸ Ἀνθολόγιο Ρώσων Πατέρων, Ἱ. Μ. Παρακλήτου διαβάζουμε:
«Μία ἡμέρα, μία γριούλα ἦλθε στὸν Γέροντα Ζαχαρία μὲ μία νέα κοπέλλα ὑγιέστατη, πάνω στὴν ἀκμή της, ποὺ ἦταν συγγενής της. Ξαφνικά, ὁ Στάρετς εἶπε στὴν κοπέλλα:
– Αὔριο νὰ μεταλάβης τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ θὰ σὲ ἐξομολογήσω. Τώρα ὅμως, πήγαινε καὶ πλύνε τὰ σκαλοπάτια μου. Εἶναι σχεδὸν καθαρά, ἀλλὰ σοῦ τὰ λέω αὐτά, γιατί σὲ κάθε σκαλοπάτι θὰ θυμηθῆς τὶς ἁμαρτίες σου καὶ θὰ κάμης μετάνοια…
Ὅταν ἡ κοπέλλα πῆγε νὰ πλύνη τὰ σκαλοπάτια, ἡ συγγενής της ρώτησε κατάπληκτη τὸν Στάρετς.
– Γιατί πρέπει νὰ κοινωνήση αὔριο; Μά, δὲν χρειάζεται νηστεία; Δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, ἡ ὑγεία της εἶναι ἀκμάζουσα. Μήπως δὲν πρέπει νὰ νηστέψη πρῶτα;…
– Αὔριο θὰ καταλάβης, γιατί δὲν πρέπει νὰ ἀναβάλη τὴν Θεία Κοινωνία. Ἐλᾶτε ἐδῶ μετὰ τὴν πρώτη Λειτουργία καὶ θὰ κουβεντιάσουμε…
Ὅταν τελείωσε ἡ κοπέλλα τὸ πλύσιμο τῶν σκαλοπατιῶν, ὁ Στάρετς τὴν ἐξομολόγησε καὶ τῆς διάβασε συγχώρηση γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῆς ζωῆς της. Ὕστερα τὴν κοίταξε μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ καὶ πατρικὴ ἀγάπη. Ἔδωσε δὲ καὶ στὶς δύο νὰ πιοῦν τσάι καὶ τὶς χαιρέτισε.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα, ἡ κοπέλλα κοινώνησε καὶ ἔφθασε στὸν σπίτι ἐξαιρετικὰ καλὰ καὶ χαρούμενη. Ἡ συγγενής της εἶχε ψήσει πίττες καὶ πῆγε νὰ βάλη τὸν σαμοβάρι. Ἡ κοπέλλα κάθισε σὲ μία καρέκλα καὶ φαινόταν πὼς νύσταζε. Ὁ Κύριος πῆρε τὴν ψυχή της χωρὶς ὀδύνη, σὲ μία στιγμή. Κατάπληκτη ἀπὸ τὸν θάνατό της ἡ γριούλα ἔτρεξε στὸν Γέροντα, ποὺ τὸν βρῆκε νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τῆς μόλις ἀποθανούσης κοπέλλας.
– Τώρα, γιατί στενοχωρεῖσαι; Ἤξερα ἐγὼ ὅτι ὁ Κύριος θὰ τὴν ἔπαιρνε, καὶ αὐτός, βλέπεις, εἶναι ὁ λόγος ποὺ τῆς ἔδωσα τὴν εὐλογία μου νὰ κοινωνήση τόσο βιαστικά».
Εἶπε κι ἄλλα πολλά, παρηγορώντας ἔτσι τὴν γριούλα, τὴν ὁποία κατέπληξε ὁ ξαφνικὸς θάνατος.
• Ἔγραφε καὶ ὁ π. Ἀλέξανδρος Ἐλτσιανίνωφ: «Ὁ θάνατος εἶναι τὸ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο· γιὰ τὸν πιστό, ὅμως, δὲν εἶναι πρᾶγμα φοβερό, ὅπως φοβερὰ πράγματα δὲν εἶναι γιὰ τὰ πετούμενα οὔτε οἱ ἄβυσσοι, οὔτε οἱ κρημνοὶ οὔτε οἱ πτώσεις».
• Ὁ μοναχὸς Γεώργιος γράφει: «Ἄκουσα κάποτε ἀπ’ τὸν ἐπίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅταν βρέθηκα στὸ κελλί του στοὺς Ἅγιους Πάντες, νὰ λέη: «Πατέρες ἔχω ἀκούσει ἀπὸ ἕνα γεροντάκι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ μετρᾶ τὰ χρόνια· τὰ ζυγίζει”».