Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

«Δὲν κολάζω τὸν νονό μου»

Ὁ Καπετάνιος Κωνσταντής, στό διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ἡ χήρα τοῦ Νεομάρτυρος», μᾶς διδάσκει τήν μεγάλη ἀξία καί τήν βαθιά σημασία τοῦ ἀναδόχου στήν Βάπτιση. Ὁ ἀνάδοχος, ὁ νονός, δέν εἶναι τυχαῖο πρόσωπο. Εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγηση τοῦ νεοφωτίστου. Δέν εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε φίλος τῶν γονέων του.
Ὁ Κωνσταντής κατηγορήθηκε ἄδικα γιά φόνο. Ἦταν ἀθῶος, ἀλλά οἱ πιό πολλές ὑποψίες τῶν Τούρκων ἀστυνομικῶν τόν ἔδειχναν γιά ἔνοχο. Γιά νά πειστοῦν ὅτι λέει ἀλήθεια τοῦ ζήτησαν νά γίνῃ μουσουλμάνος. Τό ἀρνήθηκε. Ἔτσι τόν καταδίκασαν σέ θάνατο.
Γράφει ὁ Παπαδιαμάντης:
«Τὸν ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἡτοίμασαν τὴν ἀγχόνην.
–Ἐσκότωσες τὸν ἄνθρωπον!
–Ὄχι!
–Γίνε Τοῦρκος!
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!
Τόν παρακινοῦσαν νά ἀλλάξη πίστη θυμίζοντάς τον τούς γονεῖς, τήν γυναίκα του, τά παιδιά του:
–Παντρεμένος εἶσαι; Δὲν λυπᾶσαι τὰ παιδιά σου;
Ὁ Κωσταντὴς εἶχεν ὀλιγοψυχήσει καὶ πάλιν. Ἐκρατήθη ἡ φωνή του.
–Θὰ γίνης; Τ᾿ ἀπεφάσισες;
–Ὄχι! Δὲν κολάζω τὴν ψυχὴ τοῦ νονοῦ μου, ποὺ μ᾿ ἐβάφτισε.
Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινίον.
–Θὰ γίνῃς Τοῦρκος;
–Ἡ τελευταία ὥρα σου!
–Ὄχι! Δὲν κολάζω τὸν νονό μου!
Ὁ δήμιος ἡτοίμασε τὴν θηλειάν.
–Σῦρε λοιπὸν εἰς τὸν ᾍδην, ἄπιστε!
–Μνήσθητί μου, Κύριε!
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, ὁ νέος ἤσπαιρε κρεμάμενος εἰς τὴν ἀγχόνην».
Στήν πιό κρίσιμη ὥρα, μπροστά στήν ἀγχόνη, ἡ πίστη τοῦ Κωνσταντῆ ἦταν συνδεδεμένη μέ τόν νονό του. Εἶχε φιλότιμο. Δέν ἤθελε νά φανῇ ὅτι δέν τόν μύησε σωστά στήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη τῆς πίστης πού ἐνστάλαξε στήν ψυχή του τόν ἀνέδειξε νεομάρτυρα. Μετά ἀπό τρία χρόνια, ὅταν κάποιοι ναυτικοί «ἐπῆγαν κρυφίως εἰς τὸ νεκροταφεῖον τῶν καταδίκων» καί ἔσκαψαν τόν τάφο του, «τὰ κόκκαλα τοῦ Κωσταντῆ, κατακίτρινα, ἐμοσχοβολοῦσαν ὡσὰν ἀπὸ ρόδα καὶ βασιλικόν».
Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῶν ἀναδόχων. Νά ἔχουν καί νά μεταδίδουν ὁλόκληρη καί ὄχι περικεκομμένη τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.