Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Μία ἄρρητος εὐωδία

Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Α΄ Κορ. ιε΄, 12, 13, 20): «Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·»… «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.». Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: Ἐάν δὲ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους κηρύττεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, πῶς λέγουν μερικοὶ μεταξύ σας, ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι οἱ πεθαμένοι δὲν θὰ ἀναστηθοῦν; Ἐὰν ἀνάστασις νεκρῶν δὲν ὑπάρχη, τότε λοιπὸν οὔτε ὁ Χριστὸς ἀνέστη, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶχε σῶμα σὰν τὸ ἰδικόν μας.

Ἀλλ’ ὄχι· δὲν εἴμεθα οἱ ἐλεεινότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι τώρα ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὡριμάζουν προτήτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ὁλόκληρος ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ἀνέστη πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασίν του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ ἔπειτα ἡ ἀνάστασις καὶ τῶν ἄλλων ἀποθαμένων.
Ἦλθε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του κατήργησε τὸν θάνατο. Ὁ μοναδικὸς θάνατος εἶναι ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
*  *  *
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει:
«Ὅπως ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ τροφὴ τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ ἡ δικαιοσύνη εἶναι κατάργηση καὶ ἀφανισμὸς τοῦ θανάτου» [Ἀπ’ τὴν Ὁμιλία του «ΤΗ ΕΙΠΟΥΣΗ ΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΓΕΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ].
«Δὲν γνωρίζετε ὅτι ὅσοι βρίσκονται στὶς ἁμαρτίες, κι ἄν ἀκόμη ζοῦν, πέθαναν; Ἐνῶ ὅσοι ζοῦν μὲ τὴν ἀρετή, κι ἄν ἀκόμα πεθάνουν, ζοῦν; Καὶ δὲν εἶναι δικά μου τὰ λόγια αὐτά. Εἶναι ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει πρὸς τὴ Μάρθα: «Ἐκεῖ­νος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, κι ἄν πεθάνει σωματικά, θὰ ζήσει» (Ἰω. 11, 25). Μήπως νομίζεις ὅτι εἶναι παραμύθια ἡ δική μας διδασκαλια; [Ἀπ’ τὴν Ε΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ»].
*  *  *
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ὅποιος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲ φοβᾶται τὸ θάνατο. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ὅποιον εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι τέλεια, δὲν ἔχει οὐδεμία ἀτέλεια».
*  *  *
Διαβάζουμε γιὰ τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Σεργίου Ραντονέζ:
«Τὸ 1932 ἦταν τὸ τελευταῖο ἔτος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Κύριος τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ μετάβασή του στοὺς οὐρανοὺς ἕξι μῆνες νωρίτερα. Συγκαλώντας τότε τὴν ἀδελφότητα, ἀνέθεσε τὴν πνευματική της καθοδήγηση στὸν μαθητή του π. Νίκωνα, ποὺ ἦταν νέος ἀλλὰ ἔμπειρος, διακριτικὸς καὶ ἀσκητικός. Ἔπειτα ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι πρὸς τὴν αἰώνια πατρίδα μὲ τέλεια σιωπὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Τὸν Σεπτέμβριο ἀρρώστησε βαριὰ καὶ κατάλαβε ὅτι δὲν τοῦ ἀπέμεναν πιὰ παρὰ λίγες μέρες ζωῆς. Τότε ζήτησε νὰ συγκεντρωθοῦν γύρω του οἱ μοναχοὶ τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιὰ τελευταία φορὰ τοὺς συμβούλεψε νὰ διαφυλάσσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη, νὰ διατηροῦν τὴν ἀδελφικὴ ἀγάπη, ν’ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἁγνότητα, ν’ ἀποφεύγουν τὶς κακὲς συνήθειες καὶ τὰ αἰσχρὰ πάθη, νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν μὲ μέτρο, νὰ ζοῦν μὲ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση.
– Φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο, εἶπε στὸ τέλος, σᾶς ἀφήνω στὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Αὐτοὶ ἄς σᾶς προστατεύουν ἀπὸ κάθε κίνδυνο κι ἀπὸ κάθε ἐπιβουλὴ τοῦ πονηροῦ.
Παρακάλεσε νὰ τὸν κοινωνήσουν. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι, τὸν ἀνασήκωσαν καὶ τὸν στήριξαν οἱ μαθητές του, γιὰ νὰ λάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Μόλις κοινώνησε, ὕψωσε τὰ χέρια του σὲ προσευχή. Σ’ αὐτὴ τὴ στάση παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἦταν 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1392. Μιὰ ἄρρητη εὐωδία γέμισε τὸ κελλί, ἐνῶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε ἀπὸ οὐράνια μακαριότητα.
Οἱ ἀδελφοί, κλαίγοντας γιὰ τὴ στέρηση τοῦ γέροντά τους, ἀφοῦ ἔψαλαν τὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία, ἔθαψαν τὸ τίμιο Λείψανό του μέσα στὸν περίβολο τῆς Λαύρας.