«Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Μπορεῖ νά τό ἔχετε ἀκούσει σέ συζητήσεις, ἀλλά καί ἐδῶ μέσα ἔχουμε πεῖ, καί ἴσως ἔχετε διαβάσει σέ σχετικά βιβλία ὅτι ὑπάρχει μιά φράση πού λένε συνήθως οἱ μοναχοί· «Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Σοῦ συμβαίνουν τά χειρότερα πράγματα, τά δυσκολότερα, τά πιό πιεστικά, τά πιό ἄδικα, τά πράγματα πού σέ πονοῦν πολύ καί κυριολεκτικά ἀποθνήσκεις, θά ἔλεγε κανείς, κάτω ἀπό τό βάρος ὅλων αὐτῶν. Ἐκείνη τήν ὥρα νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Δηλαδή σάν νά λές «νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη σου».
Αὐτό τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» εἶναι δυό λεξοῦλες, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά τίς πεῖ κανείς, ἡ ὅλη στάση τῆς ψυχῆς ἐκείνη τήν ὥρα πού λέει αὐτά τά λόγια εἶναι τέτοια, πού ὅλο αὐτό τό βάρος, ὅλη αὐτή ἡ πίεση, ὅλος αὐτός ὁ ἐφιάλτης, ὅλος αὐτός ὁ θάνατος, πού εἶναι ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἐξαφανίζονται, καί φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ζωή, φυτρώνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ καθαρότητα, ἡ χαρά, ἡ εὐτυχία, καί βρίσκει κανείς μέσα του τόν Θεό.