Ἡ
παρέα τῶν προσκυνητῶν ἦταν ἕτοιμη νά φύγη. Κάποιοι εἶχαν ἤδη φορτωθῆ
τούς σάκκους τους, ἕνας ἀπό τούς ὑπολοίπους –σάν νά μήν εἶχε χορτάσει
ἀπό τό προσκύνημα– γύρισε στόν μοναχό πού εἶχε ἔρθει μέ ἀγάπη νά τούς
ξεπροβοδίση καί τόν ρώτησε:
— Γέροντα, ἔχετε νά μᾶς δώσετε μία συμβουλή τώρα πού βγαίνουμε ἔξω στόν κόσμο γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τήν Κρίση;
Ὁ μοναχός
κοίταξε σκεπτικός τό Ἀθωνικό χῶμα καί ἔμεινε ἔτσι σιωπηλός γιά λίγο. Οἱ
προσκυνητές μείνανε καί αὐτοί ἀμίλητοι προσμένοντας τήν ἀπάντηση.
Σπουδαία ἡ ἐρώτηση. Ὑπῆρχε ἄραγε ἀπάντηση; Ἀλλά καί νά ὑπῆρχε, πόσο
δύσκολο θά ἦταν νά ἀκολουθήσουν τήν συμβουλή του; Ὁ μοναχός σήκωσε τό
βλέμμα του καί χαμογελαστά, τούς εἶπε:
— Ἐλπίδα καί καλές παρέες!
Ἐλπίδα! Τήν εἶχαν ξεχάσει αὐτή τήν λέξη! Καί ἦταν λάθος τους. “Ὅταν τά πράγματα φτάσουν σέ ἀδιέξοδο, τότε πρό πάντων νά
ἐλπίζης. Γιατί, τότε κυρίως ὁ Θεός δείχνει τήν δύναμή Του, ὄχι ἀπό τήν
ἀρχή, ἀλλά ὅταν οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες διαψευσθοῦν. Γιατί αὐτός εἶναι ὁ
κατάλληλος καιρός γιά τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ…”. Μέ αὐτά τά λόγια ὁ ἱερός
Χρυσόστομος δείχνει τήν σημασία τῆς ἀρετῆς τῆς Ἐλπίδος, μία ἀρετή
προσιτή σέ ὅλους μας καθώς, ὅπως συνεχίζει, “…Τό ἄξιον θαυμασμοῦ εἶναι
τοῦτο, ὅτι δηλαδή καί οἱ ἁμαρτωλοί, ὅταν στηρίζωνται σέ αὐτήν τήν ἄγκυρα
τῆς ἐλπίδος, γίνονται ἀκατανίκητοι ἀπό ὅλους. Γιατί αὐτό πρό πάντων
εἶναι γνώρισμα τῆς διαθέσεως πρός τόν Θεό, ὅταν δηλαδή ἐμπιστευθῆς στήν
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, μολονότι βαρύνεσαι μέ τόσα πολλά κακά”.
Καί οἱ καλές παρέες; Τόσο ἁπλό; Τό νά εἶσαι μαζί μέ ἀγαπημένους σου πιστούς ἀδελφούς, εἶναι τόσο ἰσχυρό;
“Μέ τήν ἀγάπη πετᾶ ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι μέσα του ὁ Θεός. Ὅταν ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός μπαίνει μέσα στήν καρδιά μας
καί φεύγει ὁ διάβολος. Γιατί ὁ διάβολος, ὅπου εἶναι ἡ ἀγάπη, δέν
κάθεται. Ἐπειδή αὐτός ἔχει μίσος, κακία, εἶναι πατήρ τοῦ ψεύδους. Δέν
θέλει κανένα καλό. Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ὁ διάβολος φεύγει. Τό βάζει στά
πόδια, δέν μπορεῖ νά σταματήση. “Ὅπου εἶναι δυό ἤ τρεῖς”, λέει:
“συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν”. “Ἀφοῦ εἶναι
ἐκεῖ ὁ Θεός, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ὁ διάβολος πῶς θά πατήση;” (π.
Εὐμένιος Σαριδάκης, †23 Μαΐου 1999).
Δύο–τρεῖς,
λοιπόν, μαζί καί ἀγαπημένοι στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀρκετό. Πόσο μᾶλλον
περισσότεροι. Οἰκογένειες σέ μία παρέα. Ἐνορίες. Ἡ Ρωμηοσύνη ὁλάκερη
ἑνωμένη! Ὁ ἕνας νά παίρνη κουράγιο ἀπό τόν ἄλλο καί ὅλοι μαζί νά
ἀλληλοβοηθοῦνται κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ Θεοῦ!
Οἱ προσκυνητές
πῆραν τόν δρόμο γιά τήν Δάφνη μέ τούς σάκκους στήν πλάτη καί τήν
συμβουλή στήν καρδιά. Κι ὅταν βγῆκαν ἔξω, ὁ κόσμος ἦταν πιά
ἀλλοιώτικος.
Στήν χρονιά πού ξεκινᾶ, σᾶς εὐχόμαστε καί ἐμεῖς: “Ἐλπίδα καί Καλές Παρέες!”