Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ Ἰωάννης Πέτρου καὶ ἡ ἀποδόμηση τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Ἀγωγῆς στὶς Θεολογικὲς σχολὲς




Σχόλιο Ῥωμαίικου: Ἐκφράζουμε τὶς εὐχαριστίες μας πρὸς τὸν Δρ. Ἀναστάσιο Πολυχρονιάδη. Μὲ ἕνα τεκμηριωμένο θεολογικῶς κείμενό του ἀνέδειξε περίτρανα τὶς μεταπατερικὲς πλάνες τοῦ Ὁμότιμου πλέον καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ κ. Ἰωάννου Πέτρου. Δυστυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἐμφορεῖται ἀπὸ ἕνα ἀλλότριο πνεῦμα ἀποδόμησης τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας. Καλοῦμε τοὺς νεοεισαχθέντες φοιτητές, νὰ ἐρευνοῦν, νὰ ἀσκοῦν κριτική, νὰ διαβάζουν κείμενα θεοφόρων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν χαώδη διαφορὰ μὲ τοὺς ἀποδομητὲς οἱ ὁποῖοι κατέχουν σήμερα καθηγητικὲς ἕδρες. Γιατί ὅπως λέει καὶ ὁ παπα-Γιάννης ὁ Ρωμανίδης:

“Ἡ «μοντέρνα Ὀρθοδοξία» βρίσκεται σὲ κάποιο στάδιο ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν Πατερική μας Παράδοση καὶ Ὀρθοδοξία. Δηλαδή οἱ Χριστιανοὶ σήμερα, δύσκολα μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν τοὺς πνευματικοὺς γιατροὺς ἀπὸ τοὺς κομπογιαννίτες, διότι ἀντικαταστήσαμε τὴν Πατερικὴ Θεολογία μὲ Δυτικοῦ τύπου θεολογία ἡ ὁποία δὲν ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη. Καταδιώξαμε τὴν Ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὴν ἀνατικαταστήσαμε μὲ τὰ δόγματα ἢ μὲ τὴν ἠθικὴ (εὐσεβισμό), γι΄ αὐτὸ χρειάζεται ὁ Ὀρθόδοξος νὰ ξεδιπλώσει τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας βάσει τῆς Πατερικῆς μεθοδολογίας.

Ἐὰν δὲν ξανατεθεῖ ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τοῦ νοὸς στὰ θεμέλια τῆς μοντέρνας Ὀρθοδοξίας, ἐὰν δὲν ἐπανέλθει τὸ Πατερικὸ θεμέλιο, τότε ὄχι μόνο τὸ δόγμα θὰ μείνει ἀποκομμένο ἀπὸ τὰ θεμέλιά του ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία θὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὸν κύριο σκοπὸ καὶ ἔργο της.”


Διαβάστε τὸ κείμενο...


Γράφει ὁ Ἀναστάσιος Ὄμ. Πολυχρονιάδης, Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ

πέτρα ἐκ Πέτρας: (Κατάθεση κριτικοῦ λόγου γιὰ τὸ σύστημα ἀποδόμησης τῶν Ὀρθόδοξων θεολογικῶν σπουδῶν)

Κάνοντας μία ἔρευνα σὲ γραπτὰ κείμενα τοῦ ὁμότιμου καθηγητῆ τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Ἰωάννη Πέτρου, διαπιστώνουμε ὄχι ἁπλῶς τὴ μεταπατερικότητά του ἀλλὰ τὴ μεταχριστιανική του ἰδιοσυγκρασία. Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι οἱ ὑποδείξεις του πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία διατυπώνονται μὲ τὸν αὐστηρὸ λόγο ἐκείνου ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλει καθοδηγητικὰ τὴν ἰδεολογία του.

Ἂς καταγράψουμε, ὅμως, συγκεκριμένα παραδείγματα ἀποδόμησης τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἐκ μέρους του, ὥστε νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ παραπάνω διαπίστωσή μας, δίδοντας, ταυτόχρονα, ἀπάντηση στὰ γραφόμενά του μὲ λόγο κριτικό.



Διάσταση λόγων καὶ ἔργων

Ὁ Πέτρου μιλώντας γιὰ τὶς θρησκεῖες, συμπεριλαμβάνοντας προφανῶς καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, λέγει ὅτι αὐτὲς δὲν ἀπαλλάσσονται «ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ παραδεχθοῦν τὴν ἰσότιμη θέση τῶν γυναικῶν καὶ τὰ ἴσα δικαιώματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στὴν κοινωνία, καὶ στὶς θρησκευτικὲς κοινότητες, καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν σχετικῶν παραδοσιακῶν ἀντιλήψεων, γιατί αὐτὲς λειτουργοῦν ὡς ἰδεολογικὸ μέσο αἰτιολόγησης τῆς βίας στὶς περιπτώσεις κακοποίησης γυναικῶν ἀπὸ μέρους ἀνδρῶν.

Ἡ συνήθης ὅμως πρακτικὴ τῶν θρησκευτικῶν φορέων», συνεχίζει, «εἶναι νὰ παρακάμπτουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν καθυστερημένες ἀντιλήψεις γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ νὰ παρουσιάζουν μία ἐπιθετικὴ πολιτικὴ γιὰ νὰ δείξουν τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὰ προβλήματα τῶν γυναικῶν.



Ἐνῶ ὅμως αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς θετικὴ ἐνέργεια, δὲν μπορεῖ νὰ σημάνει παράκαμψη τοῦ γενικότερου ἀρνητικοῦ ρόλου τους σὲ σχέση μὲ τὴ γυναίκα καὶ τὴ θέση της στὴν κοινωνία». «Ἐξαίρεση στὸ θέμα αὐτό», γιὰ τὸν Πέτρου, «ἀποτελοῦν ὁρισμένες Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες καὶ κινήσεις ποὺ ἔχουν ἐν μέρει παραδεχθεῖ τὶς μοντέρνες ἀντιλήψεις γιὰ τὴ γυναίκα καὶ ἔχουν ἐντάξει γυναῖκες στὴ διοικητικὴ δομή τους, ἀκόμη καὶ στὴν ἀνώτερη βαθμίδα».

Κατόπιν, τῶν ἀνωτέρω, διατυπώνουμε τὴν εὔλογη ἀπορία, σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς δὲν ἔχει ἐνταχθεῖ ἐπισήμως στοὺς κόλπους αὐτῶν τῶν Προτεσταντικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζουν, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του, πολὺ μεγαλύτερη πρόοδο στὸ θέμα τῶν δικαιωμάτων τῶν γυναικῶν ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄλλες θρησκεῖες, συμπεριλαμβανομένης προφανῶς καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.



Βιβλιογραφικὴ σύγχυση

Συνεχίζοντας τὰ ἰδιαίτερα μαθήματα στὴν Ὀρθοδοξία, ὁ Πέτρου, ἀναφέρεται στοὺς θρησκευτικοὺς θεσμοὺς «μὴ ἑξαιρουμένων», ὅπως σημειώνει, «τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», συνεπῶς καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες «δὲν μποροῦν», σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του, «νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ νοοτροπία καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ παραδοσιακοῦ κόσμου καὶ ἀντιμετωπίζουν μὲ δυσκολία τὴ μοντέρνα κατάσταση μὲ τὴ θεσμικὴ κατοχύρωση βασικῶν κανόνων καὶ θεμελιωδῶν δικαιωμάτων».

Μὲ τὴ γενικευμένη διατύπωση περὶ θρησκευτικῶν θεσμῶν «μὴ ἑξαιρουμένων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ὁ ὁμότιμος καθηγητής, πλήρως ἀδιάκριτα, δημιουργεῖ μία τεράστια ἐπιστημονικὴ σύγχυση, ἡ ὁποία ἐπιτείνεται μὲ τὴν, ἐν πολλοῖς, ἔλλειψη παραπομπῶν, στὰ ἐπιμέρους κεφάλαια τοῦ βιβλίου του, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ ὀρθῶν συμπερασμάτων σὲ κάθε ἐρευνητικὴ-ἀκαδημαϊκὴ ἐργασία.



Παραδείγματος χάριν, στὴν «Ἐπιλογὴ Βιβλιογραφίας» (σ. 204-205), τοῦ Γ1 κεφαλαίου τῆς Κοινωνιολογίας του, ἀριθμοῦνται 28 βιβλία καὶ ἐτήσιες ἐκθέσεις (σ. 203-205), ἐνῶ ἐντός τοῦ κεφαλαίου ἀπαντῶνται μόνο 3 ἐξ αὐτῶν (1 βιβλίο καὶ 2 ἐτήσεις ἐκθέσεις). Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα βιβλιογραφικὰ στὶς ὑποσημειώσεις, τὰ ὁποία, ὅλως περιέργως, δὲ μνημονεύονται στὴν «Ἐπιλογὴ Βιβλιογραφίας».

Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ κεφαλαίου Γ6, μὲ τίτλο «Κοινωνικὲς ἀξίες, ἠθική, πολιτισμός», ὅπου συναντοῦμε 11 παραπομπές. Διαβάζοντας τὴν «Ἐπιλογὴ Βιβλιογραφίας» (σ. 365-370) ἀριθμοῦμε ἄνω τῶν 100 βιβλίων, ἄρθρων κλπ.



Ἐξ αὐτῶν στὶς παραπομπὲς ἀπαντοῦμε ἐλάχιστα βιβλία, ἐνῶ ὑπάρχουν ἄλλες ἀναφορὲς σὲ ὑποσημειώσεις τοῦ ἐν λόγω κεφαλαίου, οἱ ὁποῖες δὲν ἀπαντῶνται στὴν «Ἐπιλογὴ Βιβλιογραφίας».

Γεννιέται, λοιπόν, ἐντέλει ἀβίαστα τὸ ἐρώτημα, γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξαχθοῦν ὀρθὰ ἐπιστημονικὰ συμπεράσματα ἀπὸ ἀναφορές, οἱ ὁποῖες δὲν συνοδεύονται ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες παραπομπὲς καὶ θεμελιωμένες αἰτιολογήσεις.



Ἀπόρριψη τῶν Μυστηριῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας

Μελετώντας μία ἄλλη ἐργασία τοῦ Πέτρου, ὅπου ἐκεῖ ἀποτιμᾶ διαχρονικὰ τὸ ἔργο τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, χωρίζοντάς τους σὲ κατηγορίες, διαβάζουμε γιὰ τὴ δεύτερη ἐξ αὐτῶν: «εἶναι μία κατηγορία ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ ἕνα μικρὸ ἀριθμὸ μελῶν.

Αὐτοὶ προβάλλουν τὸ ρόλο τῶν τελετουργικῶν πρακτικῶν, καὶ μᾶλλον ἡ τοποθέτηση αὐτὴ θυμίζει λίγο ἢ πολὺ τὴν περίπτωση νὰ ἐπιδιώξει κάποιος νὰ προσεγγίσει τὰ κοινωνικὰ πράγματα μέσα ἀπὸ μαγικὲς τελετές.

Φυσικὰ γίνεται εὔκολα κατανοητὸ ὅτι τέτοιου εἴδους προσεγγίσεις δὲν ἔχουν κανένα κοινωνικὸ ἀντίκρισμα καὶ ἀποτελοῦν ἐντελῶς ἀνορθολογικὲς προσεγγίσεις ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ἀποτέλεσμα. Ἡ κοινωνικὴ πρακτικὴ καὶ τὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας συνδέονται μὲ συγκεκριμένες δράσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων ἀπαιτεῖ ἐπίσης συγκεκριμένες δράσεις πρακτικοῦ χαρακτήρα.

Οἱ τελετουργικὲς πρακτικὲς δὲν μποροῦν νὰ προκαλέσουν τὴν παραγωγὴ συγκεκριμένων κοινωνικῶν δράσεων στὸ πλαίσιο τοῦ σύγχρονου κόσμου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ διαμεσολαβήσει ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς καὶ τὴν κοινωνικὴ πρακτική».



Ἀπορεῖ κάποιος μὲ τὴν ἐν λόγω τοποθέτηση τοῦ Πέτρου καὶ ἀναρωτιέται γιατί αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐμφανῶς ἀπορριπτικὸς ὡς πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, γεγονὸς ἄκρως ἀντιεπιστημονικὸ (ἀφοῦ δὲν κρατᾶ οὔτε καν ἴσες ἀποστάσεις), ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ διαφορετικὴ ὁμολογία ἢ τὸν ἀγνωστικισμὸ ποὺ φαίνεται νὰ πρεσβεύει, ἐπέλεξε γιὰ τὸ διδακτικό του ἔργο μία σχολὴ ποὺ ἐρευνᾶ ὡς γνωστικὸ ἀντικείμενο τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία.

Ὁ ἴδιος πάντως ἀπορρίπτει τὴ μεταμορφωτικὴ δύναμη τῶν λειτουργικῶν Μυστηρίων ἀποκαλώντας τα ὡς «τελετουργικὲς πρακτικές», ποὺ «μᾶλλον [...] θυμίζει», ὅπως σημειώνει, «λίγο ἢ πολὺ τὴν περίπτωση νὰ ἐπιδιώξει κάποιος νὰ προσεγγίσει τὰ κοινωνικὰ πράγματα μέσα ἀπὸ μαγικὲς τελετές».



Ἐπιτείνοντας μάλιστα, σὲ αὐτὴ τὴν ἀντιμυστηριακὴ λογική, τὸ λόγο του, γράφει: «Φυσικὰ γίνεται εὔκολα κατανοητὸ ὅτι τέτοιου εἴδους προσεγγίσεις δὲν ἔχουν κανένα κοινωνικὸ ἀντίκρισμα καὶ ἀποτελοῦν ἐντελῶς ἀνορθολογικὲς προσεγγίσεις ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ἀποτέλεσμα».

Ἀκόμη καὶ ὁ πλέον ἀντικείμενος στὴν Ὀρθοδοξία καθηγητὴς θὰ σέβονταν, τουλάχιστον, τοὺς φοιτητές του, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ σπουδάσουν Ὀρθόδοξη Θεολογία, καὶ δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσε τέτοιου εἴδους ἀπαξιωτικὲς ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες φανερώνουν αἴσθημα ἀπόρριψης καὶ ὄχι ἐπιστημοσύνης καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν τιμοῦν τὴν καθηγητικὴ ὑπόσταση ἐργαζόμενου σὲ τριτοβάθμιο ἵδρυμα.



Ὁμοτιμίας ἐρώτημα καὶ Μυστηρίων ἀλήθεια

Τίθεται, βέβαια, τὸ ἐρώτημα, σχετικὰ μὲ τὰ κριτήρια ἀπόδοσης τοῦ τίτλου τῆς καθηγητικῆς ὁμοτιμίας, στὸν Πέτρου, ἀπὸ τὸ Τμῆμα Θεολογίας ΑΠΘ. Μήπως ἐλήφθησαν ὑπόψη ἀπὸ κάποιους συναδέλφους του, οἱ ἀπαξιωτικές, ὡς πρὸς τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, «θεολογικὲς» τοποθετήσεις του; Μήπως καὶ γιὰ ἐκείνους «οἱ τελετουργικὲς πρακτικές» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ἀνούσιες πράξεις καὶ ὄχι ἐφαλτήρια ἀληθινῆς ζωῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου κοινωνικῆς δράσης;

Μήπως γιὰ ὅλους αὐτοὺς δὲν ἀληθεύει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ὅταν γράφει: «ὁ δεσπότης ἠμῶν πάντα ὅσα λόγοις καὶ παραινέσεσιν ὠφέλησεν ἠμᾶς καὶ διὰ τῶν ἔργων ἐπλήρωσεν»;



Γράφει ὁ Νίκος Ματσούκας σχετικὰ μὲ τὰ Μυστήρια: «Σ’ αὐτὴ τὴν περιρρέουσα μυστηριακὴ ἀτμόσφαιρα τῆς κτίσης καὶ τῆς ἱστορίας κανενὸς δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται μὲ τὴ λογικὴ θεώρηση τῆς πραγματικότητας ν’ ἀπομονώσει τὶς τελετὲς τῶν μυστηριακῶν δρωμένων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ συνολικὸ σῶμα ἢ νὰ τὶς θεωρήσει ὡς πράξεις μαγικές.

Ἔτσι κάθε μυστήριο γενικῶς, στὴν κτίση καὶ τὴν ἱστορία, καὶ κάθε συγκεκριμένο μυστήριο στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παρακλήτου, δὲν μπορεῖ κατὰ κανένα τρόπο ν’ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ φυσικὴ καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε γιὰ κάθε μυστήριο μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν συγκεκριμένα ὑλικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἁγιάζονται καὶ μεταμορφώνονται.

Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἀλήθεια καὶ ζωὴ σαρκωμένες στὴ φυσικὴ καὶ ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἔτσι ὁ χαρακτήρας τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀντιμαγικὸς πέρα γιὰ πέρα, ὄχι μόνο γιατί ὡς τελετὲς καὶ πράξεις ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις ἑνὸς σώματος, ἀλλὰ καὶ γιατί κάθε μυστήριο θεμελιώνεται σ’ ἕνα ἱστορικὸ συμβὰν ἢ ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα φυσικὸ δεδομένο.



Τὰ μυστήρια δὲν νοοῦνται ὡς ἁπλὲς (μηχανιστικὲς) τελετές, ἀλλὰ φυσικὰ δεδομένα καὶ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ κάνουν τὰ ἴδια τὰ μυστήρια, τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Καὶ ἂν ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ ἀπαρίθμηση τῶν μυστηρίων μόνο σὲ 7 –ὁ σχολαστικισμὸς καταλήγει στὴν ἀπομόνωση καὶ αὐτονόμηση τῶν μυστηρίων-, τότε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ θεία ἐπικοινωνία σὲ πολλὲς μυστηριακὲς ἐμπειρίες».

Ἡ διὰ τοῦ Ματσούκα ἀπάντηση στὸν Πέτρου θὰ ἦταν ἐν προκειμένω ἄκρως καταλυτική: Τὰ Μυστήρια δὲν ἀποτελοῦν «ἁπλὲς (μηχανιστικὲς) τελετές».

«Πρόκειται [...] γιὰ ἀλήθεια καὶ ζωὴ σαρκωμένες στὴ φυσικὴ καὶ ἱστορικὴ πραγματικότητα». Προφανῶς, ὁ Πέτρου δὲν διάβαζε τὸν Ματσούκα, ποὺ δίδασκε στὴ Θεολογικὴ Σχολή!



Ἀπαξίωση Βιβλικοῦ λόγου καὶ Πατερικῶν συγγραμμάτων

Περιγράφοντας μία ἄλλη κατηγορία καθηγητῶν θεολογίας, ὁ Πέτρου σημειώνει πὼς ἐκεῖνοι «ἐνῶ δὲν ἔχουν ὡς ἐπιστημονικὴ εἰδικότητα τὴ μελέτη τῶν κοινωνικῶν ζητημάτων, γιὰ λόγους περισσότερο ἀπολογητικούς, θεωροῦν ὅτι μποροῦν νὰ ἀπαντήσουν στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς χρησιμοποιώντας βιβλικὰ ἢ πατερικὰ κείμενα μὲ σκοπὸ νὰ τοποθετηθοῦν μέσω αὐτῶν ἀπέναντι σὲ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴ σύγχρονη ἐποχή.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ συμβαίνουν τὰ ἑξῆς: Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἀναφορά, παράθεση ἢ ἀνάλυση κάποιου βιβλικοῦ ἢ πατερικοῦ κειμένου ὡς τοποθέτηση σὲ σύγχρονα ζητήματα. Εἶναι μία τοποθέτηση ποὺ ἀφορᾶ τὸν ἀρχικὸ δημιουργο τοῦ κειμένου καὶ σχετίζεται μὲ τὴ δική του ἐποχὴ καὶ πραγματικότητα.

Ἡ κοινωνία μεταβάλλεται συνεχῶς. Ἰδίως τὸν 20ο αἰώνα ἡ μεταβολὴ της ἦταν ραγδαία. Τὸ ἴδιο ἰσχύει, σὲ μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό, γιὰ τὸν 21ο αἰώνα.



Ἔτσι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χρησιμοποιήσει κανεὶς κείμενα τοῦ παρελθόντος γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ ζητήματα τοῦ παρόντος. Μία προσέγγιση τοῦ παρόντος μέσα ἀπὸ κείμενα τοῦ παρελθόντος εἶναι ἀτελέσφορη, ἐπειδὴ δὲν ἀγγίζει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα.

Μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο νόημα ἂν ἀναλύσει κανεὶς ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται σὲ κάποια ἄλλη ἐποχὴ μέσα στὰ δεδομένα της, νὰ ἐξαγάγει τὴ δυναμικὴ τῶν ἀπόψεων αὐτῶν καὶ τὶς ἀρχὲς ἢ τὶς ἀξίες ποὺ ἀναδύονται μέσα ἀπὸ αὐτές, καὶ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει μετὰ ἀπὸ ἐπεξεργασία μὲ βάση τὴν ἀνάλυση τῶν δεδομένων τῆς σύγχρονης πραγματικότητας.

Ἀλλὰ τότε τὶς χρησιμοποιεῖ δεοντολογικὰ μὲ στόχο νὰ ἐπηρεάσει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα καὶ δὲν τὶς παρουσιάζει ὡς πραγματοποιημένα κοινωνικὰ μεγέθη.

Ἴσως ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ νὰ λειτουργεῖ σὰν ἕνα μέσο ἰσχυροποίησης μίας τοποθέτησης ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῆς πραγματικότητας.



Αὐτοὶ ὅμως ποὺ συνήθως κάνουν τέτοιου εἴδους ἐργασία περιορίζονται στὴ χρήση ἁπλῶς τῶν κειμένων χωρὶς νὰ διαθέτουν τὴν ἀπαιτούμενη ἐμπειρία καὶ τὴ γνώση τῶν κατάλληλων ἐργαλείων ἀνάλυσης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας ποὺ ἀναπτύσσονται μέσα ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἐπιστημονικὴ μεθοδολογία, γιὰ νὰ προβοῦν σὲ μία τέτοιου τύπου σύνθετη ἀνάλυση.

Ὁπότε ἡ ὅποια τέτοια ἀνάλυση μὲ ἀναφορὰ σὲ πατερικὰ κείμενα ἔχει περισσότερο ἱστορικὸ χαρακτήρα, καὶ προσφέρεται γιὰ ἀπολογητικὴ χρήση».



Συνεχίζοντας, ὁ Πέτρου, τὴν ἐξουσιαστικὴ διδασκαλία του πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἱστορικὴ κατηγοριοποίηση τῶν θεολόγων καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ, ὁμιλεῖ γιὰ τὰ Βιβλικὰ καὶ Πατερικὰ κείμενα, λέγοντας πώς: «Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἀναφορά, παράθεση ἢ ἀνάλυση κάποιου βιβλικοῦ ἢ πατερικοῦ κειμένου ὡς τοποθέτηση σὲ σύγχρονα ζητήματα.

Εἶναι μία τοποθέτηση ποὺ ἀφορᾶ τὸν ἀρχικὸ δημιουργό τοῦ κειμένου καὶ σχετίζεται μὲ τὴ δική του ἐποχὴ καὶ πραγματικότητα.

Ἡ κοινωνία μεταβάλλεται συνεχῶς. Ἰδίως τὸν 20ο αἰώνα ἡ μεταβολὴ της ἦταν ραγδαία.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει, σὲ μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό, γιὰ τὸν 21ο αἰώνα. Ἔτσι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χρησιμοποιήσει κανεὶς κείμενα τοῦ παρελθόντος γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ ζητήματα τοῦ παρόντος». Συνεχίζοντας, σημειώνει ὅτι ἴσως μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει σὲ σχέση μὲ ζητήματα τοῦ παρόντος, προκειμένου νὰ ἰσχυροποιήσει τὰ τελευταία.



Συνεπῶς, γιὰ τὸν Πέτρου δὲν ὑφίσταται ἡ διαχρονικότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν παραδέχεται τὴ θεοπνευστία της, δηλαδὴ τὴ θεμελιώδη πραγματικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ἄρα, ἡ ἐνσάρκωση, ἡ διδασκαλία, τὰ θαύματα, τὸ Πάθος, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τίθενται, ἀπὸ τὸν Πέτρου, ἁπλὰ ἐντὸς ἑνὸς συγκεκριμένου ἱστορικοῦ πλαισίου. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀρνεῖται τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία.



Ἐδῶ, μάλιστα, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ συναδέλφου του, ὁμότιμου καθηγητῆ Ἀλέξανδρου Σταυρόπουλου τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας ΕΚΠΑ, ὅταν ὁ τελευταῖος σὲ κείμενό του, μὲ τίτλο: «Οἱ θεολογικὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα, προοπτικὲς μέλλοντος»,  ποὺ ἀναρτᾶται στὴν ἐπίσημη ἰστοσελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ εἰδικότερα στὰ θέματα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Θείας Λατρείας καὶ τοῦ Ποιμαντικοῦ Ἔργου (2011-2015), λέει ἐπὶ λέξη: «Ὁπωσδήποτε οἱ Θεολογικές μας Σχολὲς καὶ σπουδὲς θεραπεύουν καὶ καλλιεργοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία βασισμένη στὸν ἀποκαλυφθέντα λόγο τοῦ Θεοῦ, ἑρμηνευμένο ἱστορικὰ καὶ ἀποτυπωμένο συστηματικά. Διατηροῦν τὴν ἄρρηκτη σχέση τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν πράξη Της.



Ἂν οἱ θεολογικές μας Σχολὲς διατηροῦν τὸν ὁμολογιακό τους χαρακτήρα δὲν εἶναι γιατί ἐκλαμβάνουν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ὑπάρχουσες Ὁμολογίες ἀλλὰ γιατί ὁμολογοῦν τὸν δεσμό τους μὲ τὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλαμβάνουν τὴν Θεολογία ὡς ἐκκλησιαστικὸ χάρισμα. Τοῦτο ὠθεῖ τὴν Θεολογία νὰ διαλέγεται καὶ νὰ εἰσέρχεται σὲ κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, τὴν κοινωνία, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὸν κόσμο.

Ὁ θεολογικὸς λόγος μεταπλάθεται σὲ θεολογικὴ γλώσσα, ἡ ὁποία ἐμπλουτίζεται καὶ μὲ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἄλλων γλωσσῶν τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου.



Ἡ θεολογία τελικὰ γίνεται "πέρασμα" στὸν κόσμο. Ξεφεύγει, δηλαδή, ἀπὸ τὸν κακῶς ἐννοούμενο χαρακτηρισμὸ τῆς θεολογίας ὡς "ἀκαδημαϊκῆς" ἐνασχολήσεως, ὡς ἀπόμακρης, δηλαδή, ἀπὸ τὰ πράγματα διατριβῆς καὶ ἐπιχειρεῖ ὁ λόγος της νὰ εἶναι ἔμπρακτος καὶ ἡ πράξη της ἐλλόγιμη». Συνεπῶς, οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν Σταυρόπουλο εἶναι ὁμολογιακὲς καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ἐπίσημη ἰστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.



Ἀκολούθως, τὰ κείμενα τῆς Πατερικῆς παράδοσης, ποὺ ὑπομνηματίζουν τὸν βιβλικὸ λόγο, δὲν μποροῦν, γιὰ τὸν Πέτρου, αὐτούσια νὰ ἀπαντήσουν σὲ σύγχρονα ζητήματα, παρὰ μόνο, ἐὰν ἐνδεχομένως τὰ ἐπεξεργαστοῦμε «ὀρθὰ» καὶ ἐν συνεχεία τὰ χρησιμοποιήσουμε μὲ βάση τὰ δεδομένα «τῆς σύγχρονης πραγματικότητας».

Συνεπῶς, ἡ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ μιλᾶ γιὰ τὴ φθαρτότητα τῶν γήϊνων πραγμάτων, τῶν ἀποκομμένων ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔχει κάποια οὐσία γιὰ τὸν Πέτρου, ὁ ὁποῖος ἀποθεώνει τὸ μεταβαλλόμενο παρόν. Λέγει ὁ Παῦλος: «παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄ Κορ. 7, 31). Ἀντίθετα, ὁ Πέτρου ὑποστηρίζει γιὰ τὴ Βίβλο, ὅτι ἀποτελεῖ κείμενο τοῦ παρελθόντος, «ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χρησιμοποιήσει κανεὶς [...] γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ ζητήματα τοῦ παρόντος».



Μὲ αὐτὴ τὴ λογική, ὅπως προειπώθηκε, ἀρνεῖται τὴ θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως καταγράφεται στὴν Ἐπιστολὴ Β΄ Τιμόθεον 3, 16-17: «πάσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνη, ἴνα ἄρτιος ἢ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος».



Ἂν μελετήσουμε, ἀκολούθως, τὴν ἀπόφαση 194/1984 τοῦ ΣτΕ, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Πέτρου, στὸ Ἱστορικό τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, ὡς ἕνας ἐκ τῶν δύο συγγραφέων του, ἡ ὁποία δῆθεν, ὅπως λέγει καὶ αὐτός, ἀναφέρεται στὴ μὴ ὁμολογιακότητα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ ὅτι τὸ συγκεκριμένο γεγονὸς δὲν ἐμποδίζει «νὰ ὑπερτερεῖ στὸ πρόγραμμα τοῦ Τμήματος ἡ ἔρευνα καὶ ἡ ἐκπαίδευση μὲ βάση τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία», αὐτὴ οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν ὁμολογιακότητα ἢ μὴ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἀναφερόμενη σὲ αἴτηση τοῦ Δήμου Ἐρμουπόλεως κατὰ τοῦ Δήμου Ἄνω Σύρου περὶ τοῦ καθορισμοῦ τῶν διοικητικῶν ὁρίων τῶν δύο Δήμων!!!



Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἡ ἀναστολὴ τοῦ ΣτΕ, ποὺ φέρει ἴδιο ἀριθμὸ 194/1984, ἀναφέρεται σὲ ἐκτέλεση πράξης στρατολογικοῦ περιεχομένου, μὴ ἔχοντος οὐδεμία σχέση μὲ τὴν ὁμολογιακότητα ἢ μὴ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν!!!



Ὅταν, λοιπόν, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐκ μέρους τοῦ Πέτρου, εὔλογα διατυπώνεται ἡ ἀπορία σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόδοση τῆς καθηγητικῆς ὁμοτιμίας στὸ πρόσωπό του. Μία τιμή, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὴν ἰστοσελίδα τῶν Δημοσίων Σχέσεων τοῦ ΑΠΘ, ἀποτελεῖ «μία ξεχωριστὴ ἀκαδημαϊκὴ διαδικασία μὲ στόχο νὰ τιμήσει διατελέσαντες καθηγητὲς/τριες Μονοτμηματικῶν Σχολῶν/Τμημάτων, οἱ ὁποῖοι/ες κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σταδιοδρομίας τους ἄφησαν ἔντονο ἐπιστημονικό, διδακτικὸ καὶ ἐρευνητικὸ ἴχνος, ἀναγνωρισμένο στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, μὲ ἔντονο τὸ στοιχεῖο τῆς προσφορᾶς πρὸς τὴ Μονοτμηματικὴ Σχολὴ/Τμῆμα, τὸ Πανεπιστήμιο, τὴν Ἐπιστήμη καὶ τὴν κοινωνία γενικότερα».



Ἡ δημοκρατικότητα ὡς ἀντιδημοκρατικότητα

Τὸ ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι σχετικὸ μὲ τὸ πῶς ὁ Πέτρου, ὡς ἕνας ἐκ τῶν δύο συγγραφέων τοῦ Ἱστορικοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, διατείνεται ἀναληθῶς περὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ἀποφάσεως 194/1984 τοῦ ΣτΕ, (ὅτι δῆθεν οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς δὲν εἶναι ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα), ὑπερψηφίζοντας, ταυτόχρονα, τὴν ἵδρυση κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ ΑΠΘ, δηλαδὴ τασσόμενος ὑπὲρ ἑνὸς καθαρὰ ὁμολογιακοῦ Τμήματος;



Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ σὲ μία χώρα ποὺ ὑπερτερεῖ ἀπολύτως ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἱδρυθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν κατεύθυνση τῶν Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, ὁπωσδήποτε κατεύθυνση Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Γιατί ὁ ὑπέρμαχος τῆς «δημοκρατικότητας» Πέτρου δὲν πρωτοστάτησε σὲ μία τέτοιας δημοκρατικότητας κίνηση; Δὲν φανερώνει ἡ λογική του τὴν ἀντιεπιστημονική του τοποθέτηση ἔναντι τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας;

Καὶ πῶς ὑπερψήφιζε, τότε, τὴν ἵδρυση κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, ἀνεχόμενος τὴ μὴ προσμέτρηση τῆς ψήφου τῶν συναδέλφων του καθηγητῶν ἐκ τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς ΑΠΘ; Δὲ χαρακτηρίζεται ἡ στάση αὐτὴ ὡς ἀντιδημοκρατική;



Τίθεται δὲ τὸ ἐρώτημα πρὸς τὸν Πέτρου, ἐάν, ὅπως λέγει ὁ ἐπίσημος «Ὁδηγὸς Σπουδῶν» τῆς κατεύθυνσης, πρόκειται γιὰ «πρόγραμμα αὐτόνομο καὶ αὐτοτελές, παρέχοντας πτυχίο μὲ τὸν τίτλο τῆς Εἰσαγωγικῆς Κατεύθυνσης ‘‘Μουσουλμανικῶν Σπουδών’’.

Διότι, ἀκαδημαϊκὰ ἡ λέξη «Κατεύθυνση» σημαίνει τὴν παρακολούθηση διετοῦς προγράμματος κοινῶν μαθημάτων (κορμὸς) καὶ κατόπιν τὴν ἐπιλογὴ «Κατεύθυνσης», ὅπως συμβαίνει, γιὰ παράδειγμα, στὰ Τμήματα Φιλολογίας καὶ Ἱστορίας - Ἀρχαιολογίας ΑΠΘ.



Στὴν «Κατεύθυνση Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν», ἀντιθέτως, ἔχουμε «Κατεύθυνση», ἄνευ μαθημάτων κορμοῦ, γεγονὸς καινοφανὲς γιὰ τὰ ἀκαδημαϊκὰ δεδομένα, τὸ ὁποῖο φανερώνει μία περίεργη καὶ κατὰ πάντα ἀντιεπιστημονικὴ σπουδή, ἔξωθεν, ἴσως, τοῦ Πανεπιστημίου ἐπιβαλλόμενη, ἡ ὁποία μόνο ἐρωτηματικὰ γεννᾶ σὲ κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι σὲ μεγάλο ποσοστό, καὶ τὸ καθηγητικὸ προσωπικό τῆς ἐν λόγω κατεύθυνσης, προέρχεται ἐκ τοῦ Τμήματος Θεoλογίας ΑΠΘ, οὐδεμία ἐπιστημονικὴ σχέση ἔχοντος μὲ τὶς μουσουλμανικὲς σπουδές.

Ὁπότε, ποιὰ ἀκαδημαϊκὴ ἀπήχηση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ πτυχίο αὐτῆς τῆς κατεύθυνσης;

Μὲ μία ἁπλὴ ἀνάγνωση, μάλιστα, τῆς ἀνακοίνωσης τοῦ δελτίου βάσεων τῶν Πανελλαδικῶν ἐξετάσεων 2019 διακρίνουμε μεταξὺ τῶν Σχολῶν: 1) Θεολογίας (Θεσσαλονίκη) καὶ 2) Θεολογίας (Θεσσαλονίκη)- Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν.



Ὁπότε, τὸ γεγονὸς εἶναι ξεκάθαρο, ἡ κατεύθυνση τῶν Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν ἀποτελεῖ ἀνεξάρτητη σχολὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ συναποφασίσει γιὰ τὴν ἵδρυσή της καὶ τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς ΑΠΘ, ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ὁποίου ἦταν ἀρνητικὴ καὶ μάλιστα, σύμφωνα μὲτὸν σύμβουλό μας (στὴν ἐκπόνηση τῆς διδ. διατριβῆς) καθηγητή, Λάμπρο Σιάσο (Τμῆμα Θεολογίας ΑΠΘ), τοῦτο «ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀναβάθμιση σπουδῶν καὶ προσωπικοῦ», τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς, «προκειμένου νὰ ἐπανέλθουν οἱ θεολογικὲς σπουδὲς στὴν ἀμιγῆ τους ἰθαγενῆ παράδοση καὶ κοίτη».



Τελικῶς, ὅμως, πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ἀκαδημαϊκὰ δεδομένα, ἱδρύθηκε ἡ κατεύθυνση τῶν Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ ΑΠΘ. Κατὰ συνέπεια, πραγματώθηκε ἡ φράση τοῦ Πέτρου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενά του, δὲν ἀναφέρεται πάντα σὲ ὑλικὲς καταστροφές: «Στὴν Ἑλληνικὴ πραγματικότητα», τονίζει, «ὑπάρχουν ποικίλα παραδείγματα ποὺ δείχνουν ὅτι ὑπάρχει ἀνοχὴ σὲ ποικίλες παραβατικὲς ἐνέργειες ποὺ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ ὁμάδες ποὺ ἐκ συστήματος προβαίνουν σὲ καταστροφὲς θεωρώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι θὰ ἐπιτύχουν πραγματοποίηση τῶν ἐπιδιώξεων καὶ τῶν ἀπαιτήσεών τους».



Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι οὔτε ἡ ἱστορικὴ μνήμη κατέστη σεβαστὴ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς κατεύθυνσης Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν στὴ Θεολογικὴ ΑΠΘ. Τὸ κτίριο τῆς Σχολῆς ἀνεγέρθηκε στὸ χῶρο τοῦ παλαιοῦ γηπέδου τοῦ ΠΑΟΚ.

Ἐκεῖ συνέβαινε, συνήθως, ἕνα «ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα βασανιστήρια καὶ τὸ τρομερότερο ποὺ ἐπιβάλλονταν στὴν ἐποχὴ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας [...] ὁ ἀνασκολοπισμὸς (παλούκωμα). Ἦταν ἡ συνηθέστερη ποινὴ ποὺ ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι Κατῆδες (ἱεροδικαστὲς) στοὺς καταδικαζόμενους, εἴτε ἀθῶοι ἦταν αὐτοὶ εἴτε ὄχι [...]



Ὅλοι αὐτοί, οἱ κατῆδες ἦταν ἀμόρφωτοι οἱ περισσότεροι καὶ τὶς ἀποφάσεις [...] τὶς ἐξέδιδαν, τὶς περισσότερες φορές, βασισμένοι στὰ [...] κείμενα τοῦ κορανίου καί, σύμφωνα» μὲ τὴν ὅποια «μόρφωσή τους», καὶ ἀναλόγως μὲ «τὸ μπαξίσι ποὺ θὰ ἔπαιρναν ἀπὸ τοὺς πλούσιους Τούρκους πασάδες» ἢ «μπέηδες ποὺ θίγονταν τὰ συμφέροντά τους ἔβγαζαν τὴν ἀπόφασή τους».

«Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ πάσαλος δεχόμενος τὸ βάρος τοῦ καταδίκου εἰσχωροῦσε βαθιὰ καὶ ἀφοῦ τρυποῦσε ὁλόκληρο τὸ κορμί, ἔβγαινε ἀπὸ τὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ λαιμοῦ, πλάγια ἀπὸ τὸ κεφάλι του, ὅπως ἤθελαν οἱ δήμιοι.



Ὁ καθένας μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ δυστυχισμένου, ὁ ὁποῖος οὒρλιαζε φοβερὰ ἀπὸ τὸν ἀφόρητο πόνο καὶ ὅσοι παρακολουθοῦσαν τὴν ἐκτέλεση, τὸ ἔβαζαν στὰ πόδια ἀπὸ τὸ τρομαχτικὸ θέαμα καὶ ἀπὸ τὰ οὐρλιαχτά του.

Σιγὰ-σιγὰ ὁ κατάδικος ἔχανε τὶς αἰσθήσεις του καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχὴ ποὺ εἶχε μποροῦσε νὰ ζήσει δύο καὶ τρεῖς μέρες καὶ αὐτὸ ὀφειλόταν καὶ στὴν πείρα τῶν δημίων ποὺ τὸν ἐκτελοῦσαν.

Συνέβαινε, ὅμως, πολλὲς φορές, Τουρκάλες ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ μιτζίρια (μνήματα) τῶν Τούρκων ντονμέδων (ἀποστατῶν) ποὺ βρίσκονταν στὴν ἀρχὴ τοῦ ἑβραϊκοῦ νεκροταφείου [...] πάνω ἀπὸ τὸ παλιὸ γήπεδο τοῦ ΠΑΟΚ [...] πήγαιναν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ μὲ μπαρδάκια ποὺ εἶχαν κρυμμένα στὶς βράκες [...] τοὺς ἔδιναν νερὸ καὶ ἔτσι οἱ κατάδικοι πέθαιναν ἀμέσως.



Οἱ φύλακες ποὺ τὶς ἔβλεπαν τὶς ξυλοκοποῦσαν ἄγρια, αὐτὲς ὅμως συνέχιζαν καὶ γιατί ἦταν πονόψυχες καὶ γιατί [...] θεωροῦσαν ὅτι ἔκαναν θεάρεστη πράξη γιὰ σεβασμὸ πρὸς τοὺς νεκρούς τους. Τὸ 1909 μὲ τὸ Χουριὲτ (σύνταγμα νεοτούρκων) ὅλοι οἱ κατῆδες – ἱεροδικαστὲς ἀπομακρύνθηκαν καὶ τὴ θέση τους πῆραν μορφωμένοι εἰρηνοδίκες».

Συμπερασματικά, λοιπόν, καὶ βάσει τῆς ἱστορικῆς μνήμης οὐδέποτε θὰ ἔπρεπε ἡ κατεύθυνση τῶν Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν νὰ στεγασθεῖ στὸ κτίριο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ.



Ἠθικὰ Μονοπώλια, Εὐρωπαϊκὲς Εὐαισθησίες καὶ Ἀναισθησίες

Θὰ χρειαζόταν, σίγουρα, μία ἐκτενέστατη μελέτη γιὰ τὰ γραπτά τοῦ Πέτρου, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι καὶ μία μικρότερη μελέτη δὲν καταδεικνύει τὴ δομὴ τῆς ἀντιθεολογικῆς στάσης του. Γράφει, λοιπόν, χαρακτηριστικά: «Ἡ ἀλλαγὴ στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη τὸ 1989 δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ φέρει κανεὶς τὶς θρησκεῖες στὸ προσκήνιο.

Ἡ εὐρωπαϊκὴ κοινωνία εἶναι ἰδιαίτερα εὐαίσθητη ἀπέναντι στὸ θέμα τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὴ θεοκρατία, τὸ θρησκευτικὸ αὐταρχισμὸ καὶ τὴν ἀπολυταρχία ὁποιασδήποτε μορφῆς.

Ἡ παραγωγὴ ἠθικῶν ἀντιλήψεων δὲν συνδέεται μὲ τὴν αὐθεντικὴ ἐκφορὰ ἀπὸ κάποιο φορέα, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴ λογικὴ θεμελίωση καὶ ἐπεξεργασία, κατὰ τὴν ὁποία ὡς κύριο στοιχεῖο λειτουργεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία». Καὶ συνεχίζει: «Δὲν ὑπάρχει μονοπώλιο καὶ αὐθεντικὴ ἐκφορὰ τοῦ ἠθικοῦ προβληματισμοῦ καὶ ἰδίως τῶν ἠθικῶν κανόνων».



Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῶν ἱστορικῶν εὐρωπαϊκῶν ἀλλαγῶν, ὡς πρὸς τὴ θρησκεία, καίρια ἀπάντηση στὸν Πέτρου δίνει ὁ λογοτέχνης Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, τονίζοντας: «Στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει παρελθὸν καὶ μέλλον, ἀλλὰ ἀδιάπτωτο παρόν». Συνεπῶς, δὲν ὑφίσταται ἱστορικὸ παρασκήνιο ἢ προσκήνιο γιὰ τὴν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς γνώσης.

Τοῦτο μπορεῖ νὰ συμβαίνει γιὰ τὶς θρησκεῖες, ὅπως λέγει ὁ Πέτρου, ποτὲ ὅμως γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὅσο γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς εὐαισθησίας τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας σχετικὰ μὲ τὶς κοσμικοῦ τύπου ἀπολυταρχίες, αὐτὸ ἰσχύει, ἐν πολλοῖς, μόνο γιὰ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν συγκεκριμένων κοινωνιῶν.

Ἡ παραγωγὴ τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τους, φανερώνει, τὶς περισσότερες φορές, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.



Πιστεύοντας στὸν ὑπεράνθρωπο, ἐκεῖ ποὺ καθένας «ἐκ βαθέων ἀγαπᾶ [...] μόνο τὸ παιδί του καὶ τὸ ἔργο του», ὅπως γράφει ὁ Νίτσε στὸ βιβλίο Ἔτσι μίλησε ὁ Ζαρατούστρα, ἐπιθυμοῦν νὰ κυριαρχήσουν παγκοσμίως, δῆθεν ὡς φορεῖς τοῦ δικαίου, ὡς παγκόσμιες διαιτησίες, ὑπηρετώντας, ὅμως, ἀκραιφνῶς τὰ συμφέροντά τους, γενόμενες ἀπολυταρχικότερες τῶν πλέον ἀπολυταρχικῶν.

Τὰ ἐρείπια ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ καὶ πάμπολλα, ἄλλα χρονίζοντα καὶ ἄλλα πιὸ πρόσφατα· Κύπρος, Βόρειος Ἤπειρος, Παλαιστίνη, Ὑεμένη, χῶρες τοῦ λεγομένου, ἐκ τῆς δυτικῆς εὐαισθησίας (!), τρίτου κόσμου κ.α..

Μόνο μερικὰ δημοσιεύματα νὰ διαβάσει κάποιος σχετικὰ μὲ τὸ δράμα τῆς Ὑεμένης, ἀμέσως καταλαβαίνει τὴν ἀναισθησία τοῦ δυτικοῦ, συνεπῶς καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ, παραφθορικοῦ πνεύματος.



«Τὸ Μάρτιο τοῦ 2017, τὸ Παγκόσμιο Ἐπισιτιστικὸ Πρόγραμμα ἀνέφερε ὅτι ἐνῶ ἡ Ὑεμένη δὲν εἶναι ἀκόμη σὲ κατάσταση πλήρους πείνας, τὸ 60% τῶν κατοίκων της», δηλαδὴ 17 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, «βρίσκονται σὲ καταστάσεις κρίσης ἢ ἔκτακτης ἀνάγκης.

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 2017 ἐπανεμφανίστηκε ἡ ἐπιδημία χολέρας ἡ ὁποία εὐθύνεται γιὰ ἕνα νεκρὸ ἀνὰ ὥρα στὴν Ὑεμένη μέχρι τὰ μέσα Ἰουνίου.

Στὰ μέσα Ἰουνίου ὑπῆρξαν 124.000 περιπτώσεις καὶ 900 θάνατοι σὲ 20 ἀπὸ τὶς 22 ἐπαρχίες τῆς Ὑεμένης. Ἕως τὶς 24 Ἰουνίου 2017, οἱ συνολικὲς περιπτώσεις χολέρας στὴ χώρα ὑπερέβησαν τὶς 200.000, μὲ 1.300 θανάτους [...]



Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς Κατεχόμενης Παλαιστίνης, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἡ Δύση ἢ ἄλλως ‘‘Διεθνὴς Κοινότητα’’ τηρεῖ δύο μέτρα καὶ δύο σταθμὰ στὴν ἀντιμετώπιση τῆς διάπραξης ἐγκλημάτων πολέμου, ὅταν αὐτὰ εἶναι σὲ συμφωνία μὲ τὸ συμφέρον τῆς Δύσης στὴν περιοχή».

Στὸ σημεῖο αὐτό, ὑπενθυμίζουμε τὸ δράμα τῆς Κύπρου καὶ τὴν ἀντίσταση τοῦ μεγάλου νεοέλληνα δημιουργοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, τὸν Μάρτιο τοῦ 1954, ὅταν ἀρνήθηκε «νὰ ἀποκαλέσει ἀντάρτες τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ΕΟΚΑ» καί, ὡς ἐκ τούτου, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ΒΒC. «Ἡ παραίτησή του» δὲν ἔγινε «ἀρχικὰ ἀποδεκτή, μέχρι τὶς 30 Μαΐου, ὁπότε οἱ ἀγγλικὲς ἀρχὲς» ἀποφάσισαν «λίγες μέρες ἀργότερα, νὰ τὸν ἀπελάσουν στὴ Γαλλία», δίνοντάς του «περιθώριο 24 ὡρῶν γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὴ χώρα». Τέτοια ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐαισθησία ἔναντι τῆς ἀπολυταρχίας!



Ὅσο γιὰ τὸ θέμα τῆς αὐθεντικῆς ἐκφορᾶς «ἠθικῶν ἀντιλήψεων» ἀπὸ περισσότερους τοῦ ἑνὸς φορεῖς, θὰ ἀπαντούσαμε, στὸν Πέτρου, μὲ τὸ χωρίο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, τὸ ὁποῖο μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος: «πάσα σὰρξ χόρτος, καὶ πάσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε, τὸ δὲ ρῆμα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν μένει εἰς τὸν αἰώνα».

«Μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τὸ οἰκοδόμημα τοῦ κόσμου τούτου θὰ σαρωθεῖ, γιὰ νὰ ἀνατείλει τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», συνεχίζει ὁ θεσσαλονικιὸς δημιουργός, ἐπισημαίνοντας παρακάτω: «Στοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ Ἰησοῦ περικλείεται ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση ἐκείνου ποὺ μοναδική του ἐπιθυμία εἶναι νὰ πορευτεῖ στὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ».



Ἐπιλεγόμενα

Τὴ χριστοφιλικὴ πορεία, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὰ γραπτά του, ἀρνοῦνταν νὰ ἀκολουθήσει ὁ μεταπατερικὸς καὶ μεταχριστιανικὸς Πέτρου.

Γιὰ αὐτὸ καθένας ἀναρωτιέται, πῶς ὁ συγκεκριμένος καθηγητὴς ὑπηρέτησε, ἐπὶ χρόνια, στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ ΑΠΘ; Πρότασή μας, λοιπόν, ἀποτελεῖ ἡ συγγραφὴ μίας εἰδικῆς μονογραφίας, γιὰ τὴν περαιτέρω διερεύνηση τῶν γραπτῶν του κειμένων, ὡς πρὸς τὴν παραφθορὰ - ἀποδόμηση, ἐκ μέρους του, τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας.




1. Α΄ Κορ. 10,4: «καὶ πάντες τὸ αὐτὸ πόμα πνευματικὸν ἔπιον· ἐπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἢν ὁ Χριστός».



2. Ἰωάννης Πέτρου, Κοινωνιολογία, Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 22016, σ. 425-426.



3. Ἰωάννης Πέτρου, Κοινωνιολογία, σ. 184.



4. Ἰωάννης Πέτρου, Θεολογία καὶ κοινωνικὴ πρακτική, Μία ἀναστοχαστικὴ θεώρηση, Σύνθεσις τχ. 2, 2012, σ. 114.



5. Νικόλαος Καβάσιλας, «Ὁμιλία εἰς τὸ σωτήριον πάθος», στὸ βιβλίο, Νικόλαος Καβάσιλας, Λόγοι, ἐπιμ. Βασ. Ψευτογκᾶς, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 181.



6. Νίκος Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Γ΄, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 267-268.



7. Ἰωάννης Πέτρου, Θεολογία καὶ κοινωνικὴ πρακτική, Μία ἀναστοχαστικὴ θεώρηση, σ. 114-115.



8. Ἰωάννης Κουρεμπελές, Ἠδονοδοξία, Ἀλτιντζής, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 168: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει, κατὰ τὸν Πέτρου, ὑποχρεώσεις νὰ ‘‘ἐκτελέσει’’ καὶ ΄΄προοδευτικὲς ἐντολές’’, ὅπως τὶς δικές του, νὰ ἐκπληρώσει, ὀφείλοντας μάλιστα νὰ αἰσθάνεται αὐτὴ σὰν παιδίσκη ποὺ τὴ μαλώνει ὁ ‘‘ἀκαδημαϊκὸς δάσκαλος’’ δῆθεν γιὰ καλό της. Ἂν μετρήσει κανεὶς τὰ πρέπει πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία σὲ δοκίμια τέτοιων γραφῶν, μπορεῖ νὰ χτίσει τὸν πύργο μίας ἀπέραντης πιετισμικῆς Βαβὲλ ποὺ ἀπευθύνεται ὡς ὑποχρεωτικὸ μάθημα στὴν Ὀρθοδοξία».



9. Ἀλέξανδρος Σταυρόπουλος, «Οἱ θεολογικὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα, προοπτικὲς μέλλοντος», http://www .ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/worship/theologikes_spoudes.htm, ἀνάκτηση 5/9/2019 (Οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μας).



10. Ἰωάννης Πέτρου-Νίκος Μαγγιῶρος, «Τμῆμα Θεολογίας ΑΠΘ, Ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι σήμερα (Ἱστορία-Νομοθεσία-Πρόσωπα»,https://www.theo.auth.gr/sites/default/files/attachments/istoriko_tmimatos.pdf, σ. 180-181, ἀνάκτηση 24/8/2019.



11. ΣτΕ, Ἀπόφαση Α194/1984, Τμῆμα Β΄, 18/1/1984.



12. ΣτΕ, Ν194/1984, Ἡ κατὰ τὸ ἄρθρον 52 παρ. 2 τοῦ Ν. Δ/τος 170/73 Ἐπιτροπὴ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, 19/6/1984.



13. «Ὁμότιμος-Ἐπίτιμος Καθηγητής», Τμῆμα Δημοσίων Σχέσεων, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, http: //pr.web.auth.gr/el/honorary, ἀνάκτηση 25/8/2019. Σύμφωνα, μάλιστα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ καθηγητῆ Δογματικῆς, τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Ἰωάννη Κουρεμπελέ: «ὁ τρόπος γραφῆς», τοῦ Πέτρου, «εἶναι οὐσιαστικὰ ἕνας τρόπος ἀποθεολογικοποίησης ποὺ ἐναντιώνεται στὴν Ὀρθοδοξία, πράγμα τὸ ὁποῖο φαίνεται ξεκάθαρα κάθε φορᾶ ποὺ ἀναγκάζεται ὁ [...] κοινωνισμικὸς λόγος» του «νὰ κάνει παραπομπὴ στὴ θεολογία (Ἰωάννης Κουρεμπελές, Ἠδονοδοξία, σ. 168-169).



14. «Ποιοὶ καθηγητὲς τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ ψήφισαν ΝΑΙ καὶ ποιοὶ ΟΧΙ στὴν ἵδρυση Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν», http://aktines.blogspot.com/2014/03/blog-post_14.html, ἀνάκτηση 27/8/2019.



15. Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμῆμα Θεολογίας, Εἰσαγωγικὴ Κατεύθυνση Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, Ὁδηγὸς Προπτυχιακοῦ Προγράμματος Σπουδῶν 2017-2018, σ. 13.



16. Λάμπρος Σιάσος, «Ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ Λ. Σιάσος γιὰ τὸ τμῆμα ἰσλαμικῶν σπουδῶν», Συνέντευξη στὸν Μάνο Χατζηγιάννη 2/4/2014, ἀνάκτηση 1/9/2019: «‘‘Οἰονεῖ τμῆμα ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα στὸ τμῆμα Θεολογίας ΑΠΘ’’. Ἡ φράση αὐτούσια προέρχεται ἀπὸ e-mail-non paper- ἀνυπόγραφο ἔγγραφό του ὕπ. Παιδείας πρὸς τὸ τμῆμα Θεολογίας ΑΠΘ. Τὸ ἱστορικό τῆς πολιτικῆς προτάσεως, ἡ ἐπεξεργασία της ἀπὸ εἰδικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ τμήματος καὶ ἡ ὑπερψήφισή της ἀπὸ τὸ τμῆμα Θεολογίας, ὅλα αὐτὰ ἔχουν γίνει γνωστά, ἔχουν ἀποτελέσει ἀντικείμενο σφοδρῆς κριτικῆς. Στὰ ὄργανα τοῦ τμήματος καὶ δημοσίως στὰ δίκτυα. Ἐκεῖνο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴ δημόσια συζήτηση, ἐκεῖνο ποὺ σκοπίμως παρακάμπτεται ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς θεσμικοὺς ἐκπορευτές, ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς ἢ μήπως καὶ διεκπεραιωτές, ἐκεῖνο ποὺ ἀπεκρύβη ἐπιμελῶς εἶναι κάποιες πολιτικές, ἀφανεῖς σκοποθεσίες αὐτοῦ του ἰταμοῦ τολμήματος».



17. Βλ. ἐνδεικτικά, Τμῆμα Θεολογίας, Εἰσαγωγικὴ Κατεύθυνση Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν, Ὁδηγὸς Προπτυχιακοῦ Προγραμματος Σπουδῶν 2017-2018, 



18. https://www.theo.auth.gr/sites/default/files/news/OS__EKMS.pdf, ἀνάκτηση 31/8/2019.

https://www.minedu.gov.gr/news/42619-27-08-19-anakoinosi-apotelesmaton-ton-panelladikon-eksetaseon-gia-eisagogi-stin-tritovathmia-ekpaidefsi-3, ἀνάκτηση 31/8/2019.



19. Λάμπρος Σιάσος, «Ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ Λ. Σιάσος γιὰ τὸ τμῆμα ἰσλαμικῶν σπουδῶν», Συνέντευξη στὸν Μάνο Χατζηγιάννη.



20. Ἰωάννης Πέτρου, Κοινωνιολογία, σ. 240: «τὸ κράτος [...] ἔχει ὑποχρέωση νὰ παρεμποδίζει τὶς παραβατικὲς ἐνέργειες, ἰδίως φθορὲς σὲ δημόσια ἢ ἰδιωτικὴ περιουσία, καὶ νὰ διώκει αὐτοὺς ποὺ τὶς πραγματοποιοῦν» (ἡ ὑπογράμμιση δική μας).



21. Ἰωάννης Πέτρου, Κοινωνιολογία, σ. 239.



22. Χρίστος Ζαφείρης, «Τὸ πρῶτο γήπεδο τοῦ ΠΑΟΚ στὸ χῶρο τῆς πανεπιστημιούπολης», https: //thessmemory.wordpress.com, 8/1/2016, ἀνάκτηση 1/9/2019.

Εὐάγγελος Βενέτης, «Ὑεμένη ὅπως Γάζα: Ἡ ἀνθρωπιστικὴ κρίση στὴν Ὑεμένη καὶ ἡ σιωπὴ τῆς Δύσης», www.insider.gr, 19/6/2018, ἀνάκτηση 31/8/2019.



23. Γεώργιος Σταμπουλής, Θεσσαλονίκη, Διόσκουροι, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 145-146.



24. Ἰωάννης Πέτρου, Κοινωνιολογία, σ. 364.



25. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τὸ Ἀναγνωστικὸ τῶν Εὐαγγελίων, Πατάκης, Ἀθήνα 2017, σ. 27-28.



26.Φρίντριχ Νίτσε, Ἔτσι μίλησε ὁ Ζαρατούστρα, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, Νησίδες, Σκόπελος 1998, σ. 157.



27. Εὐάγγελος Βενέτης, «Ὑεμένη ὅπως Γάζα: Ἡ ἀνθρωπιστικὴ κρίση στὴν Ὑεμένη καὶ ἡ σιωπὴ τῆς Δύσης», www.insider.gr, 19/6/2018, ἀνάκτηση 31/8/2019.



28. Ν.Π.Παΐσιος, «Χρονολόγιο Ζήσιμου Λορεντζάτου, 1915-2004», πέρ. Νέα Ἑστία, Φεβρουάριος 2006, σ. 337.



29. Ἠσαΐας, 40, 6-8? πρβλ. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τὸ Ἀναγνωστικὸ τῶν Εὐαγγελίων, Πατάκης, Ἀθήνα 2017, σ. 28.



30. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τὸ Ἀναγνωστικὸ τῶν Εὐαγγελίων, σ. 35.



31. Ἀλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τὸ Ἀναγνωστικὸ τῶν Εὐαγγελίων, σ. 37.