Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Τὸ μεγάλο λάθος


ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019
Ἀπόστολος: Γαλ. β΄ 16 – 20
Εὐαγγέλιον: Μᾶρκ. η΄ 34 – θ΄ 1
Ἦχος: δ΄.- Ἑωθινόν: Β΄
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

«οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου
πᾶσα σάρξ» (Γαλ. Β΄ 16).
Τὸ μεγάλο λάθος
Ἕνα μεγάλο λάθος καὶ μία ἐσφαλμένη ἀντίληψις, φίλε μου ἀναγνῶστα, ἐπικρατεῖ, κυρίως, μεταξύ τῶν περισσοτέρων χριστιανῶν. Εἶναι ἡ ἄποψις ἐκείνη ποὺ δυστυχῶς συντηρεῖται καὶ καλλιεργεῖται, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους τῆς Ἐκκλησίας, ὑψηλοβάθμους καὶ χαμηλοβάθμους κληρικούς, καὶ ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι… εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ θὰ εἰσέλθουν ἐκεῖνοι, οἵτινες «ἔφυγον» ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης, ἔχοντες ἐξομολογηθῆ πάσας τὰς ἁμαρτίας των. Ἐπιπροσθέτως δέ, ἔχουν τηρήσει «κατὰ γράμμα» τὰς Θείας ἐντολὰς καὶ ζοῦν εἰς μίαν διαρκῆ ἐπαγρύπνησιν, διά νά μὴ ἁμαρτήσουν. Ἐκ τούτου, καταβάλλεται μεγίστη προσπάθεια, ὅπως, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξομολογήσεως, ἐνθυμηθοῦν καὶ ἀπαριθμήσουν πάσας τὰς ἁμαρτίας των καὶ ἀνησυχοῦν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον νὰ …παρέλειψαν κάποια ἁμαρτήματα.
Ἴσως τινὲς νὰ σπεύσουν νὰ κατηγορήσουν ἡμᾶς διὰ ταῦτα ἅτινα εἴπομεν. Θὰ ἐρωτήσωσι καλοπροαιρέτως˙ «πρὸς τί, τότε, πρέπει νὰ ἐξομολογούμεθα;»˙ «πρὸς τί νὰ σπεύδωμεν πρὸς τοὺς ἱερεῖς πνευματικοὺς καὶ νὰ αἰτούμεθα τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν;»˙ «πρὸς τί νὰ παρακαλοῦμεν διὰ τὴν συγχωρητικὴν εὐχὴν καὶ αἰτούμεθα τὴν ἄδειαν τῆς, εἰς τὸ Θειότατον μυστήριον τῆς Θείας Μεταλήψεως, προσελεύσεως ἡμῶν;»˙ ἀλλὰ ἂς ἀναμείνουν δι’ ὀλίγον.
Πόσας, ὅμως, ἁμαρτίας διαπράττομεν καθημερινῶς καὶ καθ᾿ ὥραν καὶ πόσας ἐξομολογούμεθα εἰς τὸν Πνευματικόν; Πόσας τοιαύτας παραλείπομεν καὶ λησμονοῦμεν καὶ πόσας ἀκόμη θεωροῦμεν μικρὰς καὶ ἀσημάντους, διὰ νὰ τὰς καταθέσωμεν; Ἀναμφιβόλλως, ὡς πρὸς τὴν τοιαύτην ἔννοιαν τῆς ἐξομολογήσεως… χωλαίνομεν καὶ εἴμεθα ἐλλιπέστατοι. Ὅμως, τίς δύναται νὰ ἀμφιβάλλη ὅτι ἡ συγχώρησις καὶ τὸ Θεῖον ἔλεος εἶναι … γεγονός; Ἀκόμη καὶ ἂν εἴπωμεν, ἕν ἢ δύο ἢ τρία ἁμαρτήματα – διότι εἰς τόσα, κατὰ μέσον ὅρον, περιοριζόμεθα – δὲν ἔχομεν τὴν παραμικρὰν ἐπιφύλλαξιν, ὅτι αἱ ἁμαρτίαι μας ἅπασαι εἶναι συγκεχωρημέναι καὶ ὁ Κύριος τὰς διέγραψεν ἀκόμη καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν ἠδυνήθημεν νὰ τὰς ἐνθυμηθῶμεν.
Συνεπῶς, δὲν συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν, ἐὰν τὰς εἴπωμεν ἢ ὄχι, ἀλλ᾿ ἐὰν μετενοήσαμεν δι᾿ αὐτάς. Ἐὰν παρατηρήσωμεν εἰς τοὺς τόσους ἁμαρτωλοὺς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθον εἰς τὸν Κύριον, θὰ ἴδωμεν ὅτι λαμβάνουν οὗτοι τὴν συγχώρησιν, βάσει τῆς μετανοίας των. Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι ὡς ἄνθρωποι, εἴμεθα καὶ θὰ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, καὶ ἁμαρτωλοὶ θὰ «φύγωμεν» ἐκ τῆς παρούσης ζωῆς. «τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾿ οὐδείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰώβ ΙΔ΄ 4-5).
Τὸ Θεῖον ἔλεος
Βεβαίως, κατὰ τὸ μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, καλούμεθα διά νά ἐξαγορεύσωμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. Τοῦτο, ὅμως, δὲν γίνεται διὰ νὰ συγχωρηθῶσιν αὗται, ἀλλὰ διὰ νὰ καταισχυνθῶμεν καὶ ἐντραπῶμεν διὰ τὰς ἐνόχους πράξεις μας καὶ διὰ νὰ μὴ τὰς ἐπαναλάβωμεν. Εἰς τὸν Θεὸν γίνεται ἡ ἐξομολόγησίς μας καὶ Οὗτος γνωρίζει, οὐχὶ μόνον, μίαν πρὸς μίαν τὰς πτώσεις μας, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν λεπτομέρειαν περὶ ἑκάστης ἐξ αὐτῶν. Τὸ Θεῖον ἔλεος ἐκζητοῦμεν καὶ τὴν συγχώρησιν ἐξαιτούμεθα, τὴν ὁποίαν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος παρέχει πλουσίως εἰς ἡμᾶς.
Ταύτην, ἀκριβῶς, τὴν πραγματικότητα, διδάσκει σήμερον ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, διὰ τοῦ λόγου ὃν ἐθέσαμεν ὡς τίτλον τοῦ παρόντος. Δὲν δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος, ἐκ τῶν ἀγαθῶν ἔργων του οὔτε καὶ καταδικάζεται ἐκ τῶν ἀπείρων αὐτοῦ ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θὰ μᾶς δικαιώσῃ πρὸ τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ, εἶναι ἡ μετάνοια ἡμῶν καὶ ἡ ἀπόφασίς μας ὥστε νὰ μὴ ἐπαναλαμβάνωμεν τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἂς ἴδωμεν τὴν στάσιν τοῦ Κυρίου, πρὸ τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὅστις προσήρχετο διὰ νὰ λάβῃ τὴν συγχώρησιν. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ προσερχόμενος σπεύδῃ, οὐχὶ διὰ τὴν συγχώρησιν ἀλλὰ διὰ τὴν σωματικὴν θεραπείαν του, «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» δίδει εἰς αὐτόν, τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων του. «θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. Θ΄ 2). Καὶ εἰς τὸν παράλυτον τῆς Καπερναούμ, καὶ εἰς τόν, ἐπίσης, παράλυτον τῆς Βηθεσδά, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν πόρνην, καὶ εἰς τὴν συλληφθεῖσαν «ἐπ’ αὐτοφόρῳ μοιχευομένη», καὶ εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην, ἀλλὰ καὶ εἰς εἴ τινα ἄλλον ἁμαρτωλόν, ἡ συγχώρησις εἶναι αὐτονόητος. Τὸ αἰτούμενον παρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον, σκοπίμως πολλάκις ἀποκρύπτομεν καὶ τὸ ὁποῖον, κατ’ ἐπανάληψιν συνέστησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς προσερχομένους εἰς Αὐτόν. «ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. Ε΄ 14).
Ἡ ὁμολογία καὶ ἀπαρίθμησις τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ἀπαιτεῖται καὶ πρέπει νὰ γίνεται, οὐχὶ διὰ τὴν συγχώρησιν τούτων, ἀλλὰ διὰ τὴν ἡμετέραν πνευματικὴν πρόοδον καὶ βελτίωσιν. Ἡ δικαίωσις καὶ ἡ συγχώρησίς μας, προσφέρεται παρὰ τοῦ θέλοντος «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. Β΄ 4), δωρεὰν καὶ ἀφειδολεύτως εἰς κάθε ἕνα ὅστις τὴν θέλει καὶ τὴν ζητεῖ, προσερχόμενος εἰς τὸ ἱερὸν Μυστήριον τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως.
Χρειάζονται, ἆραγε, τὰ ἔργα;
Θὰ εἴπουν τινες, ὅμως˙ «Ἐὰν ἡ συγχώρησις χορηγῇται τοιουτοτρόπως (δωρεάν), τότε πρὸς τὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα καὶ νὰ ποιοῦμεν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς; Ἐὰν ἡ δικαίωσις δὲν δίδεται βάσει τῶν ἔργων, τότε διατί νὰ πρέπῃ νὰ πράττωμεν τὰ τοιαῦτα;» Τὴν ἀπάντησιν εἰς τὰ ἀνωτέρω ἐρωτήματα, μᾶς τὴν δίδει, ἀφ’ ἑνὸς ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἀλλὰ καὶ ἀφ’ ἑτέρου, ἡ καθημερινή μας συμβίωσις μετὰ τῶν συνανθρώπων ἡμῶν. Καὶ ἐν πρώτοις, ὁ Διδάσκαλος, ἀπαντῶν εἰς τὴν ἐρώτησιν, «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ΙΗ΄ 18), δὲν διορθώνει τὴν λέξιν «ποιήσας», ἀλλ’ ἀντιθέτως, σπεύδει διά νά δώσῃ ἀπάντησιν εἰς τὸν πλούσιον νεανίσκον, ἀπαριθμῶντας του τὰς ἐντολάς. Ἀλλὰ καὶ ἐν δευτέροις, ἡ συμβίωσις μετὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ εἶναι αἱ πράξεις αἱ ὁποῖαι ὡς ἀνθρώπινοι χωλαίνουν καὶ εἶναι ἀνεπαρκεῖς, ἀρκοῦν ὅμως διά νά δεικνύουν τὰς προθέσεις καὶ τὰ συναισθήματα ἡμῶν.
Συνεπῶς, αἱ ἀγαθαὶ πράξεις ἡμῶν καὶ ἡ ἁγία ἡμῶν βιοτή, ἐνῶ δὲν ἐπαρκοῦν εἰς τὴν σωτηρίαν ἡμῶν, ἀρκοῦν καὶ περισσεύουν, θὰ ἐλέγομεν, δεικνύουσαι τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον. Ταύτας, λοιπὸν ἐργαζόμενοι, ἂς ἐπικαλούμεθα τὸ Ἄπειρον, Αὐτοῦ, ἔλεος καὶ τὴν ἀνεξιχνίαστον ἀγαθότητά Του διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ἱεροκήρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν