Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Τρεῖς ἡ­μέ­ρες πρίν ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του εἶ­δε τό ἑ­ξῆς ὅ­ρα­μα. Τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­καν τέσ­σε­ρις νέ­οι, πού φο­ροῦ­σαν δι­α­κο­νι­κά στι­χά­ρια καί ἦ­ταν πε­ρι­ζω­σμέ­νοι μέ ὀ­ρά­ρια. Αὐ­τοί οἱ νέ­οι τόν προ­σκα­λοῦ­σαν νά πά­η μα­ζί τους τα­ξί­δι...

Περιστατικά – γ΄. Τό κα­λό τέ­λος τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ

- Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
    Ο γέ­ρων Χα­τζη–Γε­ώρ­γιος δι­η­γή­θη­κε στόν Ρῶσ­σο Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη καί Πνευ­μα­τι­κό πα­πα–Μα­κά­ριο τήν κοί­μη­ση ἑ­νός μα­θη­τοῦ του, τοῦ πα­τρός Γα­βρι­ήλ, καί τίς ἐ­πι­θα­νά­τι­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­δε ἐ­κεῖ­νος ὡς ἑ­ξῆς: «Τίς προ­άλ­λες ἐ­κοι­μή­θη ὁ ἀ­δελ­φός μας με­γα­λό­σχη­μος μο­να­χός Γα­βρι­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν 26 χρό­νων. Πρίν κοι­μη­θῆ, ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος μό­νο δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες. Τρεῖς ἡ­μέ­ρες πρίν ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του εἶ­δε τό ἑ­ξῆς ὅ­ρα­μα. Τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­καν τέσ­σε­ρις νέ­οι, πού φο­ροῦ­σαν δι­α­κο­νι­κά στι­χά­ρια καί ἦ­ταν πε­ρι­ζω­σμέ­νοι μέ ὀ­ρά­ρια. Αὐ­τοί οἱ νέ­οι τόν προ­σκα­λοῦ­σαν νά πά­η μα­ζί τους τα­ξί­δι. Τούς ἀ­πήν­τη­σε:   
     
–Παρ᾽ ὅ­τι θά μέ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε πο­λύ νά τα­ξι­δέ­ψω μα­ζί σας, ὅ­που καί ἄν πᾶ­τε, χω­ρίς εὐ­λο­γί­α  τοῦ Γέ­ρον­τά μου, δέν τολ­μῶ νά κά­νω οὔ­τε ἕ­να βῆ­μα ἔ­ξω ἀπ᾽ αὐ­τό τό κελ­λί. Πε­ρι­μέ­νε­τε λί­γο μέ­χρι νά ζη­τή­σω τήν εὐ­λο­γί­α του. Ἐ­κεῖ­νοι συμ­φώ­νη­σαν νά πε­ρι­μέ­νουν. Ὁ π. Γα­βρι­ήλ κά­λε­σε ἐ­μέ­να καί μοῦ εἶ­πε:
–Πάτερ, νά, ἤρ­θα­νε νά μέ πά­ρουν τέσ­σε­ρις νε­α­ροί διᾶ­κοι ντυ­μέ­νοι μέ ἱ­ε­ρά ἄμ­φια. Μέ κα­λοῦν νά πά­ω κά­που μα­ζί τους. Δῶσ᾽ μου τήν εὐ­λο­γί­α σου νά πά­ω μα­ζί τους. Βλέ­πω ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ κα­λοί ἄν­θρω­ποι, ὅτι μέ ἀ­γά­πη­σαν καί θέ­λουν νά μέ πά­ρουν ἐ­κεῖ ὅ­που μέ­νουν οἱ ἴ­διοι. Ὅ­που καί νά μέ πᾶ­νε, μα­ζί τους παν­τοῦ θά ἀ­να­παύ­ο­μαι. Λοι­πόν σέ πα­ρα­κα­λῶ, Πά­τερ, ἄ­φη­σέ με νά φύ­γω μα­ζί τους γρή­γο­ρα.
Ἀ­φοῦ τά ἄ­κου­σα αὐ­τά σκέ­φθη­κα, μή­πως πα­ρα­λη­ρεῖ ὁ π. Γα­βρι­ήλ λό­γῳ τῆς σο­βα­ρῆς του ἀ­σθέ­νειας ἤ μή­πως βρί­σκε­ται σέ δαι­μο­νι­κή πλά­νη. Γι᾽ αὐ­τό τοῦ εἶ­πα:
–Κά­νε τόν Σταυ­ρό σου, πές τήν εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καί πές σ᾽ αὐ­τούς πού ἦρ­θαν νά σέ πά­ρουν: «Δέν μπο­ρῶ νά ἔρ­θω μα­ζί σας, δέν μ᾽ ἀ­φή­νει ὁ Γέ­ρον­τας, ἐ­πει­δή δέν ξέ­ρου­με οὔ­τε αὐ­τός οὔ­τε ἐ­γώ τί ἄν­θρω­ποι εἴ­σα­στε».
Αὐ­τά πού τοῦ εἶ­πα νά κά­νη τά ἔ­κα­νε ἀ­μέ­σως, μπρο­στά μου. Ἀλ­λά οἱ ἐμ­φα­νι­σθέν­τες νέ­οι τοῦ εἶ­παν:
–Σοῦ δί­νου­με τρεῖς μέ­ρες προ­θε­σμί­α ἀ­κό­μη, στίς ὁ­ποῖ­ες μπο­ρεῖς νά σκε­φθῆς κα­λά–κα­λά καί νά προ­ε­τοι­μα­σθῆς νά φύ­γης μα­ζί μας. Με­τά ἀ­πό τρεῖς μέ­ρες θά ᾿ρθοῦ­με νά σέ πά­ρου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Καί ὕ­στε­ρα ἔ­γι­ναν ἄ­φαν­τοι.
Ὁ ἀ­σθε­νής, ἀ­φοῦ μοῦ με­τέ­φε­ρε αὐ­τά, ἦ­ταν πο­λύ χα­ρού­με­νος καί ἥ­συ­χος, λές καί τε­λεί­ως ἀ­νάρ­ρω­σε. Καί ὅ­μως παρ᾽ ὅ­λη αὐ­τήν τήν ἀλ­λα­γή προ­αι­σθα­νό­μουν ὅ­τι δέν θά ζή­σει πο­λύ καί γι᾽ αὐ­τό συ­νέ­στη­σα στόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χό μου νά τοῦ κά­νη τό Μυ­στή­ριον τοῦ Ἁ­γί­ου Εὐ­χε­λαί­ου καί κα­θη­με­ρι­νά νά τόν κοι­νω­νά­η, ἀ­φοῦ καί ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­σθε­νής, βέ­βαια­, τό ἤ­θε­λε. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα με­τά ἀ­πό τήν ἐμ­φά­νι­ση τῶν νέ­ων ὁ ἀ­σθε­νής ἄρ­χι­σε γρή­γο­ρα νά ἐ­ξα­σθε­νῆ σω­μα­τι­κά, ἐ­νῶ τό πνεῦ­μα του ἦ­ταν ἥ­συ­χο, ὅ­πως καί πρίν. Δέν ἔ­χα­σε τίς αἰ­σθή­σεις του μέ­χρι καί τῆς τε­λευ­ταί­ας ἀ­να­πνο­ῆς. Μία ὥ­ρα πρίν ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του ἕ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος ἀ­δελ­φός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­νει κον­τά μας σ᾽ ἕ­να ἐ­ρη­μη­τή­ριο, ζή­τη­σε ἀ­πό τόν ἀ­σθε­νῆ νά τοῦ ἀ­φή­ση ὡς εὐ­λο­γί­α κά­τι ἀ­πό τά προ­σω­πι­κά του πράγ­μα­τα. Ὁ ἀ­σθε­νής μέ στα­θε­ρή φω­νή ἀ­πήν­τη­σε:
–Μά, τί νά σοῦ δώ­σω; Ἀ­φοῦ ξέ­ρεις ὅ­τι δέν ἔ­χω τί­πο­τε δι­κό μου. Νά, πά­ρε ἅ­μα θέ­λης ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν γω­νί­α καμ­μί­α ἀ­πό τίς πέν­τε πε­τροῦ­λες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ναλ­λάξ κρα­τοῦ­σα στό στό­μα μου γιά νά μήν ἀρ­γο­λο­γῶ. Ἀλ­λά ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­δελ­φός, πού ἦ­ταν κον­τά, τοῦ  εἶ­πε:
–Μά, οὔ­τε οἱ πέ­τρες εἶ­ναι δι­κές σου, εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καί δέν μπο­ρεῖς νά τίς δώ­σης σέ κα­νέ­να χω­ρίς τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Γέ­ρον­τά μας.
–Τό­τε συγ­χω­ρῆστε με γιά τό θέ­λη­μά μου, εἶ­πε ὁ ἀ­σθε­νής. Με­τά ἄρ­χι­σε νά ἀ­να­πνέ­η πιό συ­χνά καί πιό βα­ρειά ἀ­πό πρίν καί νά κοι­τά­ζη δε­ξιά–ἀ­ρι­στε­ρά. Ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τόν κοι­τοῦ­σα προ­σε­κτι­κά καί εἶ­δα ὅ­τι χα­μο­γε­λά­ει. Με­τά ὅ­λοι μας ἀ­κού­σα­με πώς εἶ­πε:
–Νά, ἦρ­θαν νά μέ πά­ρουν ἐ­κεῖ­νοι οἱ τέσ­σε­ρις διᾶ­κοι καί μα­ζί τους ἀκόμη ἕ­νας ἄλ­λος και­νούρ­ιος διᾶ­κος. Γι᾽ αὐ­τό τώ­ρα νά μέ συγ­χω­ρή­σης, πά­τερ, καί νά μοῦ δώ­σης τήν εὐ­λο­γί­α νά πά­ω μα­ζί τους.
–Ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός νά σέ εὐ­λο­γή­ση, τέ­κνον, νά με­τοι­κή­σης εἰς τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή, νά πᾶς καί νά προ­σεύ­χε­σαι ἐ­κεῖ στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα γιά μᾶς τούς ἁ­μαρ­τω­λούς, τοῦ ἀ­πήν­τη­σα. Ἀ­μέ­σως με­τά, χω­ρίς νά προ­φέ­ρη λέ­ξη, ἥ­συ­χα καί εἰ­ρη­νι­κά ἀ­πε­δή­μη­σε πρός τόν Κύ­ριον.
»Ὁ μα­κα­ρι­στός π. Γα­βρι­ήλ ἦλ­θε στό Κελ­λί μας, ὅ­ταν ἦ­ταν 16 χρό­νων, καί ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ στόν εἰ­κο­στό ἕ­κτο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του. Ὅ­λα τά χρό­νια πού ἔ­ζη­σε μα­ζί μας ἦ­ταν πο­λύ πρᾶ­ος καί ὑ­πά­κου­ος, εἶ­χε ἀ­γά­πη σέ ὅ­λους καί τόν ἀ­γα­ποῦσαν ὅ­λοι.
Ὁ Θε­ός νά τόν ἀ­ξι­ώ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν»[1].
  1. Αὐ­τή τήν δι­ή­γη­ση κα­τέ­γρα­ψε στά ρωσ­σι­κά ὁ ἱ­ε­ρο­μό­μα­χος τῆς Ἱ. Μο­νῆς Πα­να­γί­ας «Σβι­γι­άζ­σκι­ϊ» π. Μι­χα­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­κά­ρη μο­να­χός στήν ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει Ἱ. Μ. Ἁγ. Παν­τε­λε­ή­μο­νος (τοῦ Ρωσ­σι­κοῦ). Ἦ­ταν αὐ­τό­πτης καί αὐ­τή­κο­ος μάρ­τυς τῆς δι­η­γή­σε­ως. Αὐ­τή ἡ δι­ή­γη­ση τυ­πώ­θη­κε στήν Ἁ­γία­ Πε­τρού­πο­λη στίς 2 Αὐ­γού­στου 1881.