Περιστατικά – γ΄. Τό καλό τέλος τοῦ ὑποτακτικοῦ
- Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο γέρων Χατζη–Γεώργιος διηγήθηκε στόν Ρῶσσο Ἀρχιμανδρίτη
καί Πνευματικό παπα–Μακάριο τήν κοίμηση ἑνός μαθητοῦ του,
τοῦ πατρός Γαβριήλ, καί τίς ἐπιθανάτιες ὀπτασίες πού εἶδε
ἐκεῖνος ὡς ἑξῆς: «Τίς προάλλες ἐκοιμήθη ὁ ἀδελφός μας
μεγαλόσχημος μοναχός Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν 26 χρόνων. Πρίν
κοιμηθῆ, ἦταν ἄρρωστος μόνο δύο ἑβδομάδες. Τρεῖς ἡμέρες πρίν
ἀπό τήν κοίμησή του εἶδε τό ἑξῆς ὅραμα. Τοῦ παρουσιάστηκαν
τέσσερις νέοι, πού φοροῦσαν διακονικά στιχάρια καί ἦταν
περιζωσμένοι μέ ὀράρια. Αὐτοί οἱ νέοι τόν προσκαλοῦσαν νά
πάη μαζί τους ταξίδι. Τούς ἀπήντησε:
–Παρ᾽
ὅτι θά μέ εὐχαριστοῦσε πολύ νά ταξιδέψω μαζί σας, ὅπου καί
ἄν πᾶτε, χωρίς εὐλογία τοῦ Γέροντά μου, δέν τολμῶ νά κάνω
οὔτε ἕνα βῆμα ἔξω ἀπ᾽ αὐτό τό κελλί. Περιμένετε λίγο μέχρι
νά ζητήσω τήν εὐλογία του. Ἐκεῖνοι συμφώνησαν νά
περιμένουν. Ὁ π. Γαβριήλ κάλεσε ἐμένα καί μοῦ εἶπε:
–Πάτερ,
νά, ἤρθανε νά μέ πάρουν τέσσερις νεαροί διᾶκοι ντυμένοι μέ
ἱερά ἄμφια. Μέ καλοῦν νά πάω κάπου μαζί τους. Δῶσ᾽ μου τήν
εὐλογία σου νά πάω μαζί τους. Βλέπω ὅτι εἶναι πολύ καλοί
ἄνθρωποι, ὅτι μέ ἀγάπησαν καί θέλουν νά μέ πάρουν ἐκεῖ ὅπου
μένουν οἱ ἴδιοι. Ὅπου καί νά μέ πᾶνε, μαζί τους παντοῦ θά
ἀναπαύομαι. Λοιπόν σέ παρακαλῶ, Πάτερ, ἄφησέ με νά φύγω
μαζί τους γρήγορα.
Ἀφοῦ
τά ἄκουσα αὐτά σκέφθηκα, μήπως παραληρεῖ ὁ π. Γαβριήλ λόγῳ
τῆς σοβαρῆς του ἀσθένειας ἤ μήπως βρίσκεται σέ δαιμονική
πλάνη. Γι᾽ αὐτό τοῦ εἶπα:
–Κάνε
τόν Σταυρό σου, πές τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, καί πές σ᾽ αὐτούς πού
ἦρθαν νά σέ πάρουν: «Δέν μπορῶ νά ἔρθω μαζί σας, δέν μ᾽ ἀφήνει ὁ
Γέροντας, ἐπειδή δέν ξέρουμε οὔτε αὐτός οὔτε ἐγώ τί ἄνθρωποι
εἴσαστε».
Αὐτά πού τοῦ εἶπα νά κάνη τά ἔκανε ἀμέσως, μπροστά μου. Ἀλλά οἱ ἐμφανισθέντες νέοι τοῦ εἶπαν:
–Σοῦ
δίνουμε τρεῖς μέρες προθεσμία ἀκόμη, στίς ὁποῖες μπορεῖς νά
σκεφθῆς καλά–καλά καί νά προετοιμασθῆς νά φύγης μαζί μας. Μετά
ἀπό τρεῖς μέρες θά ᾿ρθοῦμε νά σέ πάρουμε ὁπωσδήποτε. Καί
ὕστερα ἔγιναν ἄφαντοι.
Ὁ
ἀσθενής, ἀφοῦ μοῦ μετέφερε αὐτά, ἦταν πολύ χαρούμενος καί
ἥσυχος, λές καί τελείως ἀνάρρωσε. Καί ὅμως παρ᾽ ὅλη αὐτήν τήν
ἀλλαγή προαισθανόμουν ὅτι δέν θά ζήσει πολύ καί γι᾽ αὐτό
συνέστησα στόν ἱερομόναχό μου νά τοῦ κάνη τό Μυστήριον τοῦ
Ἁγίου Εὐχελαίου καί καθημερινά νά τόν κοινωνάη, ἀφοῦ καί ὁ
ἴδιος ὁ ἀσθενής, βέβαια, τό ἤθελε. Τήν τρίτη ἡμέρα μετά ἀπό
τήν ἐμφάνιση τῶν νέων ὁ ἀσθενής ἄρχισε γρήγορα νά ἐξασθενῆ
σωματικά, ἐνῶ τό πνεῦμα του ἦταν ἥσυχο, ὅπως καί πρίν. Δέν
ἔχασε τίς αἰσθήσεις του μέχρι καί τῆς τελευταίας ἀναπνοῆς.
Μία ὥρα πρίν ἀπό τήν κοίμησή του ἕνας παρευρισκόμενος
ἀδελφός, ὁ ὁποῖος μένει κοντά μας σ᾽ ἕνα ἐρημητήριο, ζήτησε
ἀπό τόν ἀσθενῆ νά τοῦ ἀφήση ὡς εὐλογία κάτι ἀπό τά
προσωπικά του πράγματα. Ὁ ἀσθενής μέ σταθερή φωνή ἀπήντησε:
–Μά, τί νά σοῦ δώσω; Ἀφοῦ ξέρεις ὅτι δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Νά, πάρε ἅμα θέλης ἀπό ἐκείνη τήν γωνία
καμμία ἀπό τίς πέντε πετροῦλες, τίς ὁποῖες ἐναλλάξ κρατοῦσα
στό στόμα μου γιά νά μήν ἀργολογῶ. Ἀλλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός,
πού ἦταν κοντά, τοῦ εἶπε:
–Μά,
οὔτε οἱ πέτρες εἶναι δικές σου, εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖς
νά τίς δώσης σέ κανένα χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Γέροντά μας.
–Τότε
συγχωρῆστε με γιά τό θέλημά μου, εἶπε ὁ ἀσθενής. Μετά ἄρχισε
νά ἀναπνέη πιό συχνά καί πιό βαρειά ἀπό πρίν καί νά κοιτάζη
δεξιά–ἀριστερά. Ἐκείνη τήν ὥρα τόν κοιτοῦσα προσεκτικά καί
εἶδα ὅτι χαμογελάει. Μετά ὅλοι μας ἀκούσαμε πώς εἶπε:
–Νά,
ἦρθαν νά μέ πάρουν ἐκεῖνοι οἱ τέσσερις διᾶκοι καί μαζί τους
ἀκόμη ἕνας ἄλλος καινούριος διᾶκος. Γι᾽ αὐτό τώρα νά μέ
συγχωρήσης, πάτερ, καί νά μοῦ δώσης τήν εὐλογία νά πάω μαζί
τους.
–Ὁ
ἴδιος ὁ Θεός νά σέ εὐλογήση, τέκνον, νά μετοικήσης εἰς τήν
αἰώνια ζωή, νά πᾶς καί νά προσεύχεσαι ἐκεῖ στήν Ἁγία Τριάδα
γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς, τοῦ ἀπήντησα. Ἀμέσως μετά, χωρίς νά
προφέρη λέξη, ἥσυχα καί εἰρηνικά ἀπεδήμησε πρός τόν Κύριον.
»Ὁ
μακαριστός π. Γαβριήλ ἦλθε στό Κελλί μας, ὅταν ἦταν 16
χρόνων, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στόν εἰκοστό ἕκτο χρόνο τῆς
ζωῆς του. Ὅλα τά χρόνια πού ἔζησε μαζί μας ἦταν πολύ πρᾶος καί
ὑπάκουος, εἶχε ἀγάπη σέ ὅλους καί τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι.
Ὁ Θεός νά τόν ἀξιώση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν»[1].
- Αὐτή τήν διήγηση κατέγραψε στά ρωσσικά ὁ ἱερομόμαχος τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας «Σβιγιάζσκιϊ» π. Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἐκάρη μοναχός στήν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱ. Μ. Ἁγ. Παντελεήμονος (τοῦ Ρωσσικοῦ). Ἦταν αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς τῆς διηγήσεως. Αὐτή ἡ διήγηση τυπώθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη στίς 2 Αὐγούστου 1881.