Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

«...Μέ­σα ἀπό τό ζυ­μά­ρι ἔ­βγαι­ναν με­γά­λα σκου­λή­κια. Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α ἔ­δει­ξε τό θαῦ­μα της γιά νά τη­ροῦ­με ἀρ­γί­α στήν μνή­μη της»

Οἱ χρι­στια­νοί πα­λαι­ό­τε­ρα σέ­βο­νταν πο­λύ τήν ἀρ­γί­α, τήν τη­ροῦ­σαν μέ φό­βο Θε­οῦ, δέν ἦ­ταν μί­α ἁ­πλῆ τυ­πι­κή πρά­ξη. Ἡ τή­ρη­σή της ἦ­ταν πρό­ξε­νος εὐ­λο­γί­ας καί ἡ πα­ρά­βα­ση ἐ­πέ­φε­ρε δο­κι­μα­σί­ες καί ὄ­λε­θρο.
Σ᾿ ἕ­να προ­σφυ­γι­κό τρα­γού­δι λέ­γε­ται ὅ­τι ἔ­χα­σαν τό ὡ­ραῖ­ο τους χω­ριό, για­τί δέν τη­ροῦ­σαν Κυ­ρια­κές καί γι­ορ­τές:

Αὐ­τό μᾶς ἔ­μελ­λε νά πά­θου­με,
δι­ό­τι δέν τη­ρού­σα­με Κυ­ρια­κές καί γι­ορ­τές.
Ἀ­δι­ά­βα­στοι μεί­να­νε τῶν γο­νέ­ων οἱ τά­φοι.
Ἂχ, Θε­έ μας, ἐ­σύ λυ­πή­σου μας.

Ἡ ἀρ­γί­α ἄρ­χι­ζε ἀ­πό τόν Ἑ­σπε­ρι­νό τοῦ Σαβ­βά­του ἤ τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῆς ἑ­ορ­τῆς. Μό­λις χτυ­ποῦ­σε ἡ καμ­πά­να οἱ γυ­ναῖ­κες ἔ­κα­ναν τόν σταυ­ρό τους καί στα­μα­τοῦ­σαν τό πλέ­ξι­μο ἢ τόν ἀρ­γα­λει­ό. Οὔ­τε καί τήν σει­ρά δέν τε­λεί­ω­ναν. Ἐ­πί­σης οἱ γε­ωρ­γοί πού ὤρ­γω­ναν, μό­λις ἄ­κου­γαν τήν καμ­πά­να τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, ξέ­ζευ­αν τά βό­δια καί ἐ­πέ­στρε­φαν στό χω­ριό. Ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ντρο­πή καί σκάν­δα­λο ἡ πα­ρά­βα­ση τῆς ἀρ­γί­ας καί ἀ­πο­δο­κι­μα­ζό­ταν ἀ­πό ὅ­λους.
Προ­τι­μοῦ­σαν νά πά­θουν κά­ποι­α ζη­μιά ὑ­λι­κή στήν σο­δειά τους, πα­ρά νά κα­τα­πα­τή­σουν τήν ἀρ­γία καί νά ἁ­μαρ­τή­σουν στόν Θε­ό, πα­ρα­βαί­νοντας τήν ἐντο­λή Του. Ἡ τή­ρη­ση τῆς ἀρ­γί­ας ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά πι­ό βα­σι­κά κα­θή­κοντά τους μα­ζί μέ τή νη­στεί­α, τήν προ­σευ­χή, τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τόν ἐκ­κλη­σια­σμό, φυ­σι­κά τήν ἐξο­μο­λό­γη­ση ἀλ­λά καί τήν θεία Κοι­νω­νία.
*
Τά Με­τέ­ω­ρα ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας εἶ­χαν ἕ­να με­τό­χι. Μί­α Κυ­ρια­κή πρω­ΐ πῆ­γαν οἱ ἐρ­γά­τες καί ἔ­σπει­ραν σι­τά­ρι. Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε ὁ Ἡγού­με­νος ἀ­γα­νά­κτη­σε καί εἶ­πε ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­φω­ρι­σμέ­νο δι­ό­τι τό ἔσπει­ραν τήν Κυ­ρια­κή, καί μά­λι­στα τήν ὥ­ρα πού γι­νό­ταν ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ και­ρός τοῦ θε­ρι­σμοῦ πῆ­γε ὁ Ἡ­γού­με­νος καί ἔ­βα­λε φω­τιά στό σι­τά­ρι. Κά­η­κε ὅ­λο τό κομ­μά­τι πού ἦ­ταν σπαρ­μέ­νο τήν Κυ­ρια­κή καί τό ὑ­πό­λοι­πο δέν τό πεί­ρα­ξε κα­θό­λου ἡ φω­τιά, ἀλ­λά ἔ­σβη­σε μό­νη της.
*
Ἡ Γε­ωρ­γί­α ἀ­πό τό Νε­ο­χώ­ρι Με­σο­λογ­γί­ου σύ­ζυ­γος τοῦ Ἐ­πα­μει­νών­δα Μω­ρα­ῒ­του καί κα­τό­πιν κά­τοι­κος Με­σο­λογ­γί­ου, δι­η­γή­θη­κε: «Εἴ­χα­με τήν ἁγί­α Αἰκατερίνη ὡς προ­στά­τρια τοῦ σπι­τιοῦ μας καί αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα κά­να­με ἀρ­γί­α. Μιά φο­ρά ὅ­μως ξε­μεί­να­με ἀ­πό ψω­μί καί εἴ­πα­με νά ζυ­μώ­σου­με καθώς ξη­μέ­ρω­νε ἡ γιορτή τῆς ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης. Πράγ­μα­τι, πι­ά­σα­με τό προ­ζύ­μι, ζυ­μώ­σα­με καί τό ἀ­φή­σα­με νά φου­σκώ­ση, ἐν τῷ με­τα­ξύ δέ ἑ­τοι­μά­σα­με τόν φοῦρ­νο. Ὅ­ταν κοί­τα­ξα νά δῶ ἂν ση­κώ­θη­κε τό ζυ­μά­ρι γιά νά τό φουρ­νί­σω, τί νά δῶ! Μέ­σα ἀπό τό ζυ­μά­ρι ἔ­βγαι­ναν με­γά­λα σκου­λή­κια. Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α ἔ­δει­ξε τό θαῦ­μα της γιά νά τη­ροῦ­με ἀρ­γί­α στήν μνή­μη της».
*
Ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­κρι­βῆ τή­ρη­ση τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀρ­γι­ῶν ἄ­ξιο θαυ­μα­σμοῦ εἶ­ναι καί ὁ με­γά­λος σε­βα­σμός πού εἶ­χαν οἱ γι­α­γιά­δες μας καί οἱ μη­τέ­ρες μας στήν Τε­τάρ­τη καί στήν Πα­ρα­σκευ­ή. Δι­ό­τι τήν Τε­τάρ­τη ἡ­μέ­ρα ἐπωλήθη καί τήν Πα­ρα­σκευ­ή ἐ­σταυ­ρώ­θη ὁ Κύ­ριος. Αὐ­τή τήν εὐ­αι­σθη­σί­α διαπιστώνουμε καί στήν ζω­ή πολ­λῶν Ἁ­γί­ων. Π.χ. ὁ ἅ­γιος Αὐ­ξέντιος κά­θε Πα­ρα­σκευή ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­α γι­ά νά τι­μή­ση τό πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες δέν τη­ροῦ­σαν φυ­σι­κά ἀρ­γί­α δι­ό­τι δέν προ­βλέ­πε­ται. Πή­γαι­ναν στό χω­ρά­φι, ἀλ­λά ἀ­πέ­φευ­γαν ἐ­πι­με­λῶς νά πλύ­νουν, νά μπα­λώ­σουν, νά λου­σθοῦν καί νά ζυ­μώ­σουν. Ἂν εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τό ψω­μί, ἔ­παιρ­ναν δα­νει­κό.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ Βαρ­βά­ρα Ἀ­χιλ­λέ­ως Τζί­κα ὅ­τι στό χω­ριό Αὔ­ρα Κα­λαμ­πά­κας, στά χρό­νια τῆς μη­τέ­ρας της γύ­ρω στά 1900, μί­α γυ­ναῖ­κα ζύ­μω­σε ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή καί ὅ­ταν ξε­φούρ­νι­σε τό ψω­μί ἦ­ταν μέ­σα κα­τα­κόκ­κι­νο σάν νά εἶ­χε αἷ­μα. Γι᾿ αὐ­τό μέ­χρι σή­με­ρα τι­μοῦν αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες καί αὐ­τή ἡ τι­μή ἀ­νά­γε­ται στό πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ.