Οἱ
χριστιανοί παλαιότερα σέβονταν πολύ τήν ἀργία, τήν
τηροῦσαν μέ φόβο Θεοῦ, δέν ἦταν μία ἁπλῆ τυπική πράξη. Ἡ
τήρησή της ἦταν πρόξενος εὐλογίας καί ἡ παράβαση ἐπέφερε
δοκιμασίες καί ὄλεθρο.
Σ᾿ ἕνα προσφυγικό τραγούδι λέγεται ὅτι ἔχασαν τό ὡραῖο τους χωριό, γιατί δέν τηροῦσαν Κυριακές καί γιορτές:
Αὐτό μᾶς ἔμελλε νά πάθουμε,
διότι δέν τηρούσαμε Κυριακές καί γιορτές.
Ἀδιάβαστοι μείνανε τῶν γονέων οἱ τάφοι.
Ἂχ, Θεέ μας, ἐσύ λυπήσου μας.
Ἡ
ἀργία ἄρχιζε ἀπό τόν Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἤ τῆς παραμονῆς
τῆς ἑορτῆς. Μόλις χτυποῦσε ἡ καμπάνα οἱ γυναῖκες ἔκαναν τόν
σταυρό τους καί σταματοῦσαν τό πλέξιμο ἢ τόν ἀργαλειό. Οὔτε
καί τήν σειρά δέν τελείωναν. Ἐπίσης οἱ γεωργοί πού ὤργωναν,
μόλις ἄκουγαν τήν καμπάνα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ξέζευαν τά βόδια καί
ἐπέστρεφαν στό χωριό. Ἐθεωρεῖτο ντροπή καί σκάνδαλο ἡ
παράβαση τῆς ἀργίας καί ἀποδοκιμαζόταν ἀπό ὅλους.
Προτιμοῦσαν
νά πάθουν κάποια ζημιά ὑλική στήν σοδειά τους, παρά νά
καταπατήσουν τήν ἀργία καί νά ἁμαρτήσουν στόν Θεό,
παραβαίνοντας τήν ἐντολή Του. Ἡ τήρηση τῆς ἀργίας ἦταν ἕνα
ἀπό τά πιό βασικά καθήκοντά τους μαζί μέ τή νηστεία, τήν
προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη, τόν ἐκκλησιασμό, φυσικά τήν
ἐξομολόγηση ἀλλά καί τήν θεία Κοινωνία.
*
Τά
Μετέωρα ἐπί Τουρκοκρατίας εἶχαν ἕνα μετόχι. Μία Κυριακή
πρωΐ πῆγαν οἱ ἐργάτες καί ἔσπειραν σιτάρι. Ὅταν τό ἔμαθε ὁ
Ἡγούμενος ἀγανάκτησε καί εἶπε ὅτι αὐτό εἶναι ἀφωρισμένο
διότι τό ἔσπειραν τήν Κυριακή, καί μάλιστα τήν ὥρα πού γινόταν
ἡ θεία Λειτουργία. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός τοῦ θερισμοῦ πῆγε ὁ
Ἡγούμενος καί ἔβαλε φωτιά στό σιτάρι. Κάηκε ὅλο τό κομμάτι
πού ἦταν σπαρμένο τήν Κυριακή καί τό ὑπόλοιπο δέν τό πείραξε
καθόλου ἡ φωτιά, ἀλλά ἔσβησε μόνη της.
*
Ἡ
Γεωργία ἀπό τό Νεοχώρι Μεσολογγίου σύζυγος τοῦ
Ἐπαμεινώνδα Μωραῒτου καί κατόπιν κάτοικος Μεσολογγίου,
διηγήθηκε: «Εἴχαμε τήν ἁγία Αἰκατερίνη ὡς προστάτρια τοῦ
σπιτιοῦ μας καί αὐτή τήν ἡμέρα κάναμε ἀργία. Μιά φορά ὅμως
ξεμείναμε ἀπό ψωμί καί εἴπαμε νά ζυμώσουμε καθώς ξημέρωνε ἡ
γιορτή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Πράγματι, πιάσαμε τό
προζύμι, ζυμώσαμε καί τό ἀφήσαμε νά φουσκώση, ἐν τῷ μεταξύ
δέ ἑτοιμάσαμε τόν φοῦρνο. Ὅταν κοίταξα νά δῶ ἂν σηκώθηκε τό
ζυμάρι γιά νά τό φουρνίσω, τί νά δῶ! Μέσα ἀπό τό ζυμάρι
ἔβγαιναν μεγάλα σκουλήκια. Τότε κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία
ἔδειξε τό θαῦμα της γιά νά τηροῦμε ἀργία στήν μνήμη της».
*
Ἐκτός
ἀπό τήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν καθιερωμένων ἀργιῶν ἄξιο
θαυμασμοῦ εἶναι καί ὁ μεγάλος σεβασμός πού εἶχαν οἱ γιαγιάδες
μας καί οἱ μητέρες μας στήν Τετάρτη καί στήν Παρασκευή. Διότι
τήν Τετάρτη ἡμέρα ἐπωλήθη καί τήν Παρασκευή ἐσταυρώθη ὁ
Κύριος. Αὐτή τήν εὐαισθησία διαπιστώνουμε καί στήν ζωή πολλῶν
Ἁγίων. Π.χ. ὁ ἅγιος Αὐξέντιος κάθε Παρασκευή ἔκανε ἀγρυπνία
γιά νά τιμήση τό πάθος τοῦ Κυρίου. Αὐτές τίς ἡμέρες δέν
τηροῦσαν φυσικά ἀργία διότι δέν προβλέπεται. Πήγαιναν στό
χωράφι, ἀλλά ἀπέφευγαν ἐπιμελῶς νά πλύνουν, νά μπαλώσουν, νά
λουσθοῦν καί νά ζυμώσουν. Ἂν εἶχε τελειώσει τό ψωμί, ἔπαιρναν
δανεικό.
Διηγεῖται
ἡ Βαρβάρα Ἀχιλλέως Τζίκα ὅτι στό χωριό Αὔρα Καλαμπάκας, στά
χρόνια τῆς μητέρας της γύρω στά 1900, μία γυναῖκα ζύμωσε
ἡμέρα Παρασκευή καί ὅταν ξεφούρνισε τό ψωμί ἦταν μέσα
κατακόκκινο σάν νά εἶχε αἷμα. Γι᾿ αὐτό μέχρι σήμερα τιμοῦν
αὐτές τίς ἡμέρες καί αὐτή ἡ τιμή ἀνάγεται στό πάθος τοῦ
Χριστοῦ.