Γερω–Γεώργιος Ἁγιοπαυλίτης - Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο
π. Γεώργιος, κατά κόσμον Γεράσιμος Μοσχονᾶς, γεννήθηκε
στίς 6 Σεπτεμβρίου 1910 στό χωριό Χαυδᾶτα Κεφαλληνίας.
Ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε τήν πρώτη ἀφορμή νά σκεφθῆ τόν μοναχισμό
ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πατέρα του, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἀπό
σκωληκοειδίτιδα. «Ὅταν εἶδα τόν πατέρα μου πεθαμένο, εἶπα,
”τελείωσε∙ δέν ὑπάρχει ἄλλο καλύτερο ἀπό τήν
καλογερική”».
Ὁ
ἀδελφός τοῦ πατέρα του Κυριάκος προστάτεψε τά ὀρφανά.
Δούλεψε πολύ μέχρι νά ἐνηλικιωθοῦν. Ὕστερα ἀπό δεκαπέντε
χρόνια ἔγινε καλόγερος στόν Ἅγιο Παῦλο μετονομασθείς
Κωνστάντιος. Τό εἶχε τάμα, γιατί σώθηκε στόν πόλεμο.
Ὁ
μικρός Γεράσιμος ἐργαζόταν στήν Ἀθήνα καί στόν Πειραιᾶ καί
βοηθοῦσε καί αὐτός τά ἀδέλφια του, ἰδιαίτερα τόν Ἀντώνιο.
«Ἄν ἔμενα στόν κόσμο, Κροῖσος θά γινόμουν. Δούλευα καί ἔτρεχε
πολύ τό χρῆμα», ἔλεγε.
Τό
1935 μετά τόν Στρατό ἦρθε ἀπό εὐγνωμοσύνη νά δῆ τόν θεῖο του
στό Ἅγιον Ὄρος. Ἄν καί ἦταν ζωηρός νέος, ὅμως ἐνθουσιάστηκε
ἀπό τήν ζωή τῶν πατέρων καί τοῦ θείου του, καί ἀποφάσισε νά
μείνη γιά μοναχός.
Μετά
τήν δοκιμή του ἐκάρη μοναχός στίς 20 Δεκεμβρίου 1937 καί
ἔλαβε τό ὄνομα Γεώργιος. Ἀγωνιζόταν μέ προθυμία καί στά
διακονήματά του ἦταν πολύ ἐπιμελής. Ὑπῆρξε ἄνθρωπος
προκομμένος σέ ὅλα. Ἦταν ὁ καλύτερος μάγειρας τοῦ
Μοναστηριοῦ. Ὁ καλύτερος κηπουρός. Ὁ κῆπος του ἦταν γιά
ἔκθεση. Ἔσκαβε ἀκόμη καί τή νύχτα μέ τό δικέλι τόν κῆπο πολύ
βαθειά, κοντά ἕνα μέτρο, λέγοντας τήν εὐχή. Οἱ ντοματιές
γίνονταν ψηλές καί ἤθελε σκάλα νά μαζεύη τίς ντομάτες.
Ἐπίσης ἦταν ὁ καλύτερος μάγκιπας. Ζύμωνε καί ἔλεγε: «Θά σᾶς
φτιάξω ψωμί, νά τό τρῶτε μέ ψωμί»· ἦταν πράγματι νοστιμώτατο.
Ἦταν ἀκόμη δεινός ψαρᾶς. Ὅ,τι ἔκανε, ἦταν τέλειο καί
ἄριστο. Καί τό ἔκανε μέ τήν καρδιά του, γιά νά ἀναπαύη τούς
πατέρες.
Τότε
στίς ἀγρυπνίες καλοῦσαν ψάλτες καί τούς πλήρωναν. Ὁ π.
Γεώργιος αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ἀνεχθῆ. Πῆγε στή Νέα Σκήτη
καί ἔμαθε μουσικά κοντά σέ κάποιον π. Ἡσύχιο. Ὕστερα αὐτός
ἔμαθε στόν νῦν ἡγούμενο Παρθένιο καί σέ ἄλλους πατέρες, καί
ἔτσι τό Μοναστήρι εἶχε ψάλτες. Ἡ φωνή του δέν ἦταν τόσο καλή,
ἀλλά μουσικά ἤξερε καλά. Ἔλεγε ἀστειευόμενος: «Καλά, γιά
πρωτοψάλτης δέν κάνω, τό ἀναγνωρίζω, ἀλλά ὄχι καί γιά
δεύτερος!».
Βοήθησε
πολύ τό Μοναστήρι στά διακονήματα καί στήν διοίκηση ἀλλά
καί τήν Ἱ. Κοινότητα ὡς Ἀντιπρόσωπος καί Ἐπιστάτης.
Στήν
Κατοχή ἦταν κηπουρός καί τόν μύησαν στήν Ἀντίσταση. Μαζί μέ
ἄλλους μοναχούς φυγάδευαν συμμάχους στήν Ἀνατολή.
Προδόθηκε ἀπό ἕναν Ρουμᾶνο. Τόν συνέλαβαν καί τόν ὡδήγησαν
στό στρατόπεδο Παύλου Μελᾶ, ὅπου πέρασε στρατοδικεῖο. Τόν
ρώτησε ὁ δικαστής:
–Γιατί παίρνετε τούς ἐχθρούς καί τούς στέλνετε στήν Σμύρνη καί στήν Αἴγυπτο;
–Ἀφοῦ
ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι, ἀπάντησε. Ἄν σοῦ χτυπήσει τήν
πόρτα ὁ ἄλλος, τί θά τοῦ πεῖς; Ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο λέγει,
ὅποιος θέλει βοήθεια νά τόν βοηθᾶς.
–Δηλαδή, ἄν ἕνας Γερμανός ἔρθη καί σοῦ ζητήση βοήθεια θά τόν βοηθήσεις; Ρώτησε ὁ δικαστής.
–Ἄν
ἔχη ἀνάγκη ἀπό βοήθεια, φυσικά. Ἀνάλογα τί ἀνάγκη ἔχει.
Ἀλλά ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμία ἀνάγκη. Πνίξατε τόν κόσμο στό
αἷμα. Αἱματοκυλίσατε τήν ἀνθρωπότητα.
Τό
δικαστήριο τόν κατεδίκασε εἰς θάνατον. Τόν πῆγαν στό
κρατητήριο στό Ἑπταπύργιο καί μετά ἀπό δύο μέρες ἀρρώστησε
ἀπό ἑλονοσία. Τόν πῆγαν στό ἀναρρωτήριο καί ἐκεῖ ἦταν καί οἱ
«Τυπογράφοι» (δύο κατά σάρκα ἀδελφοί μοναχοί, Παντελεήμων
καί Θεοφύλακτος Νανόπουλοι, ἀπό τό Κελλί τῶν Τυπογράφων στίς
Καρυές), καί ὁ γερω–Μελέτιος ὁ Συκιώτης. Ὁ π. Γεώργιος
καιγόταν στόν πυρετό. Ἕνα βράδυ μόλις σουρούπωσε, συνῆλθε,
κάθησε στό κρεββάτι καί εἶπε: «Τώρα ἦρθε ὁ ἅγιος Παῦλος μέ
τόν ἅγιο Γεώργιο καί μοῦ εἶπαν ὅτι θά μέ ἐλευθερώσουν σέ τρεῖς
μέρες». Οἱ ἄλλοι δέν πίστεψαν καί θεώρησαν ὅτι παραμιλᾶ ἀπό
τόν πυρετό. Ὁ π. Γεώργιος ἔπεσε πάλι σέ λήθαργο. Σέ τρεῖς
μέρες, ἐνῶ δέν μποροῦσε νά πάρη τά πόδια του ἀπό τόν πυρετό καί
τήν ἐξάντληση, στίς 3 ἡ ὥρα τό μεσημέρι, πήδηξε ἀπό τόν
τρίτο ὄροφο πάνω σ᾿ ἕνα δένδρο χωρίς κἄν νά γρατζουνιθῆ, καί
δραπέτευσε. Ἐνῶ ὁ χῶρος φυλαγόταν πολύ αὐστηρά, κανείς δέν
τόν ἀντιλήφθηκε.
Ξεκίνησε
γιά τό Μοναστήρι. Ἐκεῖ μόνο θά ἦταν ἀσφαλής, γιατί ἔξω
ὑπῆρχε κίνδυνος νά συλληφθῆ. Ξεκίνησε μέ τά πόδια, χωρίς νά
γνωρίζη πρός τά ποῦ βαδίζει. Φθάνοντας στό Γομάτι τόν
συνάντησε ἕνας πληροφοριοδότης τῶν κατακτητῶν. Τοῦ εἶπε:
«Εἶσαι ὕποπτος, συλλαμβάνεσαι». Ἔβγαλε τό περίστροφο καί μέ
τήν ἀπειλή προχωροῦσε μπροστά ὁ πατήρ Γεώργιος καί πίσω
αὐτός. Σέ μία στιγμή στό μονοπάτι ἔκανε ὅτι σκόνταψε καί
γυρνώντας ἀπότομα τοῦ πῆρε τό περίστροφο. Ἄρχισε τότε νά τόν
ἐκλιπαρῆ ὁ ἄλλος: «Σῶσε με, ἔχω γυναῖκα καί παιδιά». Τοῦ
χάρισε τήν ζωή καί συνέχισε γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Κράτησε ὅμως
«τό σίδερο», ὅπως ἔλεγε τό περίστροφο. Στόν Μονοξυλίτη, στό
Διονυσιάτικο, κινδύνευσε νά ἀναγνωρισθῆ ἀπό ἕναν ἐργάτη
ἀπό τά πλησιόχωρα μέρη ἀλλά μέ τήν ἑτοιμολογία του
κατάφερε νά ξεφύγη καί ἔφθασε στό Μοναστήρι. Δέν μπῆκε ὅμως
μέσα. Διέμενε σέ μία σπηλιά πάνω ἀπό τό Μοναστήρι, καί
ἤξεραν ὅτι εἶναι ἐκεῖ, μόνο ὁ ἡγούμενος Σεραφείμ, ὁ
παπα–Ἀνδρέας, πού ἦταν τραπεζάρης, καί ὁ πατήρ Δαυΐδ. Ὁ
παπα–Ἀνδρέας πήγαινε καί τόν κοινωνοῦσε κρυφά τά Σάββατα πού
λειτουργοῦσε στό Κοιμητήρι. Σημεῖο συναντήσεως ἦταν ἄλλη
σπηλιά, ἡ σπηλιά τοῦ ἁγίου Παύλου, πιό πάνω ἀπό τόν πύργο τῆς
Μονῆς. Ἔμεινε 19 μῆνες στήν σπηλιά, καί μάλιστα πέρασε τότε
ἕνα χειμῶνα βαρύτατο. Ἔκανε διάφορα μεθοδεύματα. Ἄναβε
τή νύχτα φωτιά γιά νά μήν φαίνεται ὁ καπνός καί ἔτσι
ζεσταινόταν ἡ σπηλιά. Τό βράδυ μέ ἕνα καλάθι τοῦ κατέβαζαν
τρόφιμα ἀπό τό τεῖχος.
Τήν
ἄνοιξη, ἐπειδή ἀργοῦσε νά δῆ τήν σπηλιά ὁ ἥλιος, ἔβγαινε
ἀπέναντι σέ μία πέτρα. Μία φορά τόν τσίμπησε ὀχιά.
Ἐπικαλέστηκε τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί δέν ἔπαθε τίποτε.
Μία
μέρα εἶδε στό μονοπάτι πού πάει γιά τίς Καρυές, νά περνοῦν
κάτω ἀπό τήν σπηλιά του τρεῖς Ρουμᾶνοι, ἕνας ἐκ τῶν ὁποίων τόν
εἶχε προδώσει. Τό περίστροφο πού προαναφέρθηκε τό εἶχε μαζί
του καί μποροῦσε νά ἐκδικηθῆ. Ἀλλά εἶπε: «Ἄς πᾶνε στό καλό
τους».
Οἱ
Γερμανοί ἀπεφάσισαν νά κάψουν τό Μοναστήρι, διότι
ὑποψιάζονταν ὅτι μέσα κρυβόταν ὁ Μοσχονᾶς (ὁ πατήρ
Γεώργιος). Μπερδεύτηκαν ὅμως καί, ἀντί νά πᾶνε στόν Ἅγιο Παῦλο,
πῆγαν στό Διονυσίου. Τούς ἔδωσαν προθεσμία μία ἑβδομάδα,
γιά νά μαζέψουν τά πράγματά τους καί νά φύγουν. Ὅταν κατάλαβαν
ὅτι ἔκαναν λάθος ὁ ἡγούμενος Γαβριήλ τούς καθυστέρησε καί
ἔστειλε κάποιον νά εἰδοποιήση στόν Ἅγιο Παῦλο ὅτι θά ᾿ρθοῦν
οἱ Γερμανοί. Τότε κατάλαβαν οἱ πατέρες, γιατί ὁ
παπα–Σωφρόνιος ὁ Ρῶσσος τούς εἶχε πεῖ τήν προηγούμενη ἡμέρα
νά κάνουν προσευχή ὅλοι οἱ πατέρες στά κελλιά τους, διότι
ἔρχεται μεγάλο κακό στό Μοναστήρι. Οἱ πατέρες μέ συμβουλή
τοῦ πατρός Θεοδοσίου πού ἦταν γραμματέας, ἔκαναν μία
εἰκονική καταδίκη τοῦ πατρός Γεωργίου, μέ ἀπόφαση νά τόν
καταδώσουν οἱ ἴδιοι ὅταν τόν δοῦν. Ἦρθαν οἱ Γερμανοί, τούς
ἔδειξαν τά ἔγγραφα, καί ἐσώθη τό Μοναστήρι.
Ὅταν
τελείωσε ἡ Κατοχή καί ἐξέλειπε ὁ κίνδυνος, ὁ πατήρ
Γεώργιος ἦρθε στό Μοναστήρι καί ἀνέλαβε πάλι τό διακόνημά
του. Ἔλεγε: «Πέρασα δύσκολα, ὅμως τέτοια εὐφροσύνη ψυχῆς
δέν ξαναδοκίμασα. Ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ ἁγίου Παύλου καί τοῦ
ἁγίου Γεωργίου πού μέ ἐλευθέρωσαν».
Ἕνας
ἀπό αὐτούς πού ἔσωσε φυγαδεύοντάς τον, ἦταν γυιός Ὑπουργοῦ
τῆς Νέας Ζηλανδίας. Μόλις τελείωσε ὁ πόλεμος ἦρθε νά τόν
εὐχαριστήση μέ μία σακκούλα λίρες ἀποκαλώντας τον σωτῆρα
του. Ὁ π. Γεώργιος τοῦ ἀπάντησε:
–Ὁ Θεός ἔσωσε κι ἐσένα κι ἐμένα.
–Αὐτά τά στέλνει ὁ πατέρας μου μέ ὅλη τήν ἀγάπη του.
–Δέν ἔχω ἀνάγκη· αὐτά τά ἄφησα στόν κόσμο, πρίν ξεκινήσω γιά δῶ.
–Πάρτα γιά τό Μοναστήρι.
–Δέν ἔχει ἀνάγκη τό Μοναστήρι ἀπό Νεοζηλανδέζικα χρήματα.
Συγκινήθηκε
ὁ Νεοζηλανδός καί ἀργότερα ἡ κυβέρνηση Νέας Ζηλανδίας τοῦ
ἔστειλε μία περγαμηνή ὡς μεγάλο εὐεργέτη της.
Τοῦ
ἔστειλαν παράσημο καί ἀπό τήν Ἀγγλία καί ἤθελαν νά τοῦ
δώσουν σύνταξη μέ χρυσές λίρες Ἀγγλίας, ἀλλά τἄστειλε πίσω.
«Ὅ,τι ἔκανα γιά τήν Πατρίδα μου τό ἔκανα», εἶπε. Καί ἄλλοι
πολλοί πού σώθηκαν ἀπό τόν π. Γεώργιο τόν εὐγνωμονοῦσαν καί
ἤθελαν νά τόν ἀνταμείψουν, ἀλλά δέν δέχτηκε τίποτε, ἄν καί
τότε ἦταν δύσκολα χρόνια λόγῳ τῆς φτώχειας καί τῆς δυστυχίας.
Εἶχε
γράψει ἕνα ἐκτενές ἡμερολόγιο καταγράφοντας ὅλα ὅσα
πέρασε. Ἄν δημοσιευόταν, θά γινόταν ἀνάρπαστο. Ἀλλά μία
μέρα μετά τόν κανόνα του τό ἔκαψε. «Δέν ταιριάζουν αὐτά σέ
καλογέρους», εἶπε.
Ἄν
καί ἦταν ὀλιγογράμματος, διεκπεραίωνε ὑποθέσεις σοβαρές
τοῦ Μοναστηριοῦ μέ ἐπιτυχία. Πῆγε στήν Τράπεζα κατ᾿ ἐντολήν
τῆς Μονῆς καί πῆρε χρήματα γιά μία ὑπόθεση χωρίς ταυτότητα.
«Τί τήν θέλετε τήν ταυτότητα; Ἐγώ εἶμαι». Ἄλλη φορά πῆρε
λίρες ἀπό τήν Τράπεζα καί τίς ἔβαλε σ᾿ ἕναν παλαιό ντορβᾶ
λερωμένο· ἀπό πάνω ἔβαλε μία παλαιά φανέλλα καί τίς
μετέφερε στό Μοναστήρι. Στήν ἐπιμονή τοῦ εἰσπράκτορα νά
βάλη τόν ντορβᾶ μέ τίς ἀποσκευές, ὁ π. Γεώργιος δέν δέχτηκε.
Τοῦ εἶπε: «Ὅλες οἱ κυρίες ἔχουν τήν τσάντα μαζί τους. Καί ἐγώ
πού εἶμαι καλόγερος ἔχω τόν ντορβᾶ μου».
Τόν
ἔστελνε τό Μοναστήρι καί ἀγόραζε σιτάρι ἀπό τήν
Καλλικράτεια. Μία χρονιά δέν βρῆκε σιτάρι καί ἔπρεπε νά πάη
στήν Θεσσαλία. Μπῆκε στό λεωφορεῖο νά πάη γιά Λάρισα. Σέ
λίγο ἦρθε καί κάθησε μία γυναῖκα δίπλα του. Τοῦ λέγει ὁ
λογισμός νά δῆ ποιά εἶναι, καί ἀμέσως ἐπακολούθησε ἕνας
διάλογος μέ τόν λογισμό του.
–Γιατί νά δῆς;
–Νά ξέρω μέ ποιόν συνταξιδεύω.
–Ὄχι
δέν θά τήν δεῖς. Ἐξ ἄλλου τό Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι, ἄν δῆς
γυναῖκα μέ ἐπιθυμία, ἤδη ἐμοίχευσες ἐν τῇ καρδίᾳ σου.
–Βρέ μία ματιά νά τήν δῆς, δέν χάθηκε ὁ κόσμος. Μήπως εἶναι καί καμμία συγγενής σου.
Τελικά
συνταξίδεψαν τόσες ὧρες ἀπό Θεσσαλονίκη μέχρι Λάρισα καί
δέν γύρισε νά τήν δῆ. Οὔτε τῆς μίλησε οὔτε τήν χαιρέτησε. Ἀφοῦ
ἔφθασαν, περίμενε νά κατεβῆ ἡ γυναῖκα καί μετά νά σηκωθῆ
καί αὐτός γιά νά μήν τήν δῆ. Πῆγε στήν δουλειά του ὁ π. Γεώργιος
καί τότε ὁ Θεός τόν ἀντάμειψε. Αἰσθάνθηκε μία κατάσταση
ἀπερίγραπτη. Ἔλεγε: «Τέτοια ἀγαλλίαση πού δοκίμασα… Ἔτσι
ἄν εἶναι στόν Παράδεισο, παραπάνω δέν θέλω. Καί δέν ἦταν μία
στιγμή. Μέρες κράτησε. Ἔφυγα ἀπό τήν Λάρισα, γύρισα στό
Μοναστήρι, αὐτό ἦταν μέσα στήν ψυχή μου. Εὐφροσύνη ψυχῆς».
Ὁ
π. Γεώργιος ἦταν προικισμένος μέ πολλά τάλαντα καί μέ δύναμη
ψυχῆς. Σέ ὅλα του ἦταν ἀριστέας. Καί φυσικά πιό πολύ
διακρίθηκε στό μοναχικό στάδιο καί ἀνέβηκε πνευματικά.
Ἦταν βέβαια μεγάλος ἀγωνιστής, ἀλλά πολύ βοηθήθηκε καί
ἀπό τίς συμβουλές τοῦ ἐναρέτου Ἡγουμένου τῆς Μονῆς
Γρηγορίου, Ἀθανασίου. Τίς εἶχε μετά τό Εὐαγγέλιο καί τίς
τήρησε κατά γράμμα.
Τοῦ
εἶχε πεῖ ὁ Ἡγούμενος: «Γράμμα δέν θά γράψεις ποτέ σέ
κανέναν. Τελείωσε γιά σένα ὁ κόσμος». Καί πράγματι κάνοντας
ὑπακοή δέν ἔγραψε οὔτε μία σειρά. Ἐπειδή ἦταν στόν Ἀρσανᾶ,
τόν γνώριζαν πολλοί καί τοῦ ἔστελναν γράμματα καί εὐχετήριες
κάρτες. Δέν τ᾿ ἄνοιγε. Τά ἔδινε σέ κάποιον καί τοῦ ἔλεγε: «Δές
τί εἶναι αὐτό καί, ἄν θέλης, ἀπάντησέ το».
Τοῦ
εἶπε ἀκόμη ὁ παπα–Θανάσης: «Ὁ καλόγερος πρέπει νά φτύνη τό
κρεββάτι του!», ἐννοώντας προφανῶς νά εἶναι ἀτημέλητο. Καί ὁ
π. Γεώργιος ἔλεγε ὅτι αὐτό τό τήρησε μέ ἀκρίβεια.
Τοῦ
εἶχε πεῖ ἐπίσης ὁ παπα–Θανάσης: «Λάμπα δέν θ᾿ ἀνάψεις. Θά
μαζεύεσαι νωρίς στό κελλί σου, νωρίς θά κοιμᾶσαι καί θά
σηκώνεσαι νωρίς γιά τόν κανόνα καί τήν ἀκολουθία». Τό εἶπε
μία φορά ὁ Πνευματικός του καί τό κράτησε γιά ὅλη τήν ζωή του.
Ποτέ δέν ἄναψε λάμπα.
Τοῦ
εἶπε ἀκόμη νά μή βάλη νερό στό σῶμα του. Αὐτός τό κράτησε καί
ἔκανε καί παραπάνω ἀπό τήν ἐντολή. Ἀπό τότε τήρησε τελεία
ἀλουσία. Ἔλεγε: «Ἄν καί στό χωριό μου ἤμουν δελφίνι,
κολυμποῦσα πολύ, ἀπό τότε πού ἦρθα στό Μοναστήρι δέν
ξαναμπῆκα στήν θάλασσα». Ἐπίσης ἔλεγε: «Μέ τήν σκούπα καί τήν
σφουγγαρίστρα ἐμεῖς μαλώσαμε ἀπό χρόνια».
Τά
πόδια του ἦταν σάν τῆς χελώνας. Εἶχαν πιάσει λέπια. Τό κεφάλι
του λές καί τό εἶχε βουτήξει στήν καρβουνόσκονη. Τό σῶμα του
ἦταν πεντακάθαρο, σάν βαμβάκι. Δέν μύριζε, ἀλλά ἡ ἀτημέλητη
καί ρυπαρή ὄψη του ἀπωθοῦσε τούς ἀνθρώπους. Ὁ π. Γεώργιος
ἔμοιαζε μέ πολύτιμο ἀδάμαντα ἑκουσίως πεταμένο στίς
λάσπες καί στά χώματα. Αὐτό ἐπιζητοῦσε καί ὁ ἴδιος. Τό ἔκανε γιά
ἄσκηση ἀλλά κυρίως γιά νά τόν περιφρονοῦν. Προσπαθοῦσε νά μή
φαίνεται σπουδαῖος καί νά μήν τόν τιμοῦν. Ἑκουσίως ποτέ δέν
πλύθηκε. Ὅταν ἔβαλαν κρεμοσάπουνο στό μαγειρεῖο ρώτησε
ἐντυπωσιασμένος τί εἶναι αὐτό καί πάτησε τό κουμπί. Μόλις τοῦ
εἶπαν σαπούνι, σκούπισε τά χέρια του στό ζωστικό καί ἔλεγε
στενοχωρημένος ἐμφανῶς καί μέ ἀπορία: «Πά, πά, πά,
σαπούνι!».
Καινούργιο
ροῦχο δέν φοροῦσε ποτέ. Ἔλεγε: «Δοῦλος στά ροῦχα δέν γίνομαι.
Οὔτε τά ράσα οὔτε ἡ κουρά κάνουν τόν μοναχό, ἀλλά ὁ οὐράνιος
πόθος καί ἡ ἔνθεος πολιτεία». Ὅταν ἦταν στό Μοναστήρι τά
ροῦχα του δέν πιάνονταν. Ποτέ δέν ἄλλαξε φανέλλα. Ἄν δέν
ἔλυωνε ἡ μία πάνω του, δέν φοροῦσε ἄλλη. Εἶχε ἕνα ζωστικό
σχισμένο καί τό ἔρραβε μέ σύρμα χονδρό πού φαινόταν. Ὅταν
χρειαζόταν παντελόνι, ἀφοῦ εἶχε λειώσει τό δικό του,
πήγαινε καί ἔπαιρνε ἀπό τά ἁπλωμένα τῶν πατέρων τό πιό
παλαιό. Ἄν τοῦ ἐρχόταν μακρύ, τό ἔκοβε μέ τό σουγιά καί τό
φοροῦσε. Τό ἴδιο καί ὅταν χρειαζόταν παπούτσια. Τά φοροῦσε,
τά ἔδειχνε σέ κεῖνον πού ἀνῆκαν καί ἔλεγε μέ τόν χαριτωμένο
τρόπο του: «Θεός σχωρέσ᾿ τον αὐτόν πού ἔχασε αὐτά τά
παπούτσια». Καί ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ π. Γεράσιμος «βρέ π. Γεώργιε
μήπως εἶναι τά δικά μου;» ἔκανε ὅτι παρεξηγεῖτο καί ἔλεγε:
«Τί, κλέφτη μέ κάνεις;». Ἔκανε αὐτό ὁ π. Γεώργιος, γιά νά φορᾶ
πάντα παλαιά, ἐνῶ οἱ πατέρες ἦταν εὔκολο νά βροῦν ἄλλα καί
μάλιστα καινούργια. Ὁ τρόπος του ἦταν ὡραῖος, εὐχάριστος καί
ἔκρυβε πνευματικό–καλογερικό βάθος.
Ἄν πήγαινε ὅμως ἔξω στόν κόσμο γιά ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, πρόσεχε λίγο τόν ἑαυτό του, γιά νά μήν προκαλῆ.
Δέν
εἶχε καμμία προσπάθεια γιά τά ἐξωτερικά, οὔτε γιά τά
χρήματα. Ὅταν ἦταν στόν Ἀρσανᾶ, γηροκομοῦσε ἕνα γεροντάκι
πού ὅταν ἐκοιμήθη, βρῆκε νά ἔχη 70 λίρες. Δέν κράτησε
καμμία. Τίς ἔδωσε ὅλες στό Μοναστήρι.
Τοῦ ἔλεγε κάποιος συγκοινοβιάτης του πειράζοντάς τον:
–Ἡ καθαριότητα εἶναι μισή ἀρχοντιά, ἔλεγε ἡ δασκάλα μου, π. Γεώργιε.
–Αὐτά εἶναι γιά τούς κοσμικούς, πάτερ μου. Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἄλλα λέει, ἀπαντοῦσε μέ εὐστροφία.
Διάβαζε
πολύ τήν Φιλοκαλία, πού τήν ἀποκαλοῦσε «Μεγάλη φυλλάδα»,
γιατί ἦταν ἐπίτομη, καί τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο. Αὐτά τά δύο
βιβλία τά εἶχε πάντα μαζί του καί γιά ὅ,τι ἔλεγε ἐπεκαλεῖτο
τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Ἔλεγε
σέ μοναχό: «Εἶχα μία φιλενάδα (τήν Φιλοκαλία), πού ὅταν
εἶχα δυσκολία καί τήν συμβουλευόμουν, ποτέ δέν ἔπεφτα ἔξω».
Ἀπό τό πολύ διάβασμα τήν εἶχε λειώσει. Παρόλο πού ἦταν τοῦ
Δημοτικοῦ ἤξερε ὁλόκληρα κεφάλαια ἀπ᾿ ἔξω. Ὅμως γενικά
ἀπέφευγε νά συμβουλεύη. «Ἔχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας»,
ἔλεγε. Ὅταν τοῦ ζητοῦσαν συμβουλές, ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ, πάτερ
μου, νά σᾶς συμβουλέψω; Θεωρῶ τόν ἑαυτό μου ἀνάξιον. Καθένας
ξέρει πῶς θά οἰκονομήσει τήν σωτηρία του».
Εἶχε
μία πηγαία εὐγένεια. Χρησιμοποιοῦσε τό «σᾶς παρακαλῶ» καί σέ
ὅλους μιλοῦσε στόν πληθυντικό ἀκόμη καί στόν τελευταῖο
δόκιμο. Δικαιολογοῦσε μέ χαριτωμένο τρόπο τήν
συμπεριφορά του λέγοντας: «Εἶχα δυό γειτόνισσες Εὐγενίες,
δέν μπορῶ νά τίς προσβάλω».
Ἦταν
πολύ φιλακόλουθος. Πρίν ἀπό τό «Εὐλογητός» κατέβαινε στήν
Ἐκκλησία καί ἔφευγε μετά τό «Δι᾿ εὐχῶν». Ποτέ δέν καθόταν στό
στασίδι. Στεκόταν πάντα ὄρθιος. Ἦταν ἐντολή τοῦ παπα–Θανάση
νά μήν κάθεται στήν Λειτουργία.
Ἕνας
παλαιός Ἡγούμενος διορατικός ἔβλεπε τούς δαίμονες νά
πηδοῦν μέσα στό Μοναστήρι ἀπό τό κάστρο μετά τό Ἀπόδειπνο καί
ἔλεγε στούς πατέρες: «Γρήγορα στά κελλιά σας πατέρες,
γρήγορα στά κελλιά σας». Ὁ Ἐκκλησιαστικός πού ἦταν νέο
καλογέρι καί εἶχε ἀκούσει αὐτήν τήν ἱστορία, φοβόταν λίγο
τή νύχτα, ὅταν πήγαινε νά κτυπήση τό ἐγερτήριο γιά τόν κανόνα καί
μετά πού πήγαινε στήν Ἐκκλησία γιά ν᾿ ἀνάψη τά καντήλια. Ὅμως
στόν νάρθηκα εὕρισκε τόν π. Γεώργιο, πού ἐρχόταν πρίν ἀπό τό
πρῶτο ξύλο, καί καθισμένος ἔκανε κομποσχοίνι. Τόν
παρηγοροῦσε ἡ παρουσία τοῦ π. Γεωργίου καί κάποια φορά τόν
ρώτησε γιατί ἔρχεται τόσο νωρίς. Ἐκμυστηρεύτηκε ὁ π.
Γεώργιος τό ἑξῆς: «Ὅταν ἤμουν νέος, δυό–τρεῖς φορές
καθυστέρησα στήν ἀκολουθία. Εἶπα· “ἄς τελειώση τό
Μεσονυκτικό, εἶμαι κουρασμένος”. Εἶδα τότε τόν ἅγιο Παῦλο
στόν ὕπνο μου μέ τό μπαστούνι νά μοῦ λέγη: “Σήκω καί κατέβα στήν
ἀκολουθία, διότι θά σπάσω τό μπαστούνι στήν πλάτη σου.
Ἀλλοίμονό σου”».
Εἶχε
ἀκρίβεια μεγάλη. Μετά τό Ἀπόδειπνο οὔτε ἔπινε νερό οὔτε
ἔτρωγε τίποτε. Προσκυνοῦσε τελευταῖος καί ἔλεγε: «Ἐγώ τήν
σειρά μου τήν ξέρω. Πάω τελευταῖος γιά νἆμαι πρῶτος». Δέν
πίστευε φυσικά ὅτι θά εἶναι πρῶτος, ἀλλά μέ αὐτό κάλυπτε τήν
ταπεινή του ἐνέργεια. Ἀπό εὐλάβεια, ὅταν ἔπαιρνε ἀντίδωρο ἤ
στήν χρίση πού γινόταν στίς Ἀγρυπνίες, δέν γύριζε τήν πλάτη
στόν ἱερέα, ἀλλά ἔφευγε πισωβαδίζοντας.
Ἀξιώθηκε
νά δῆ τόν ἅγιο Νεκτάριο σέ ὀπτασία, ἐν ὥρᾳ ἀκολουθίας.
«Εἶδα ἕναν Ἀρχιερέα μέ ἅπασαν τήν Ἀρχιερατική στολή νά
βγαίνη ἀπό τήν Ὡραία Πύλη. Στήν ἀπορία μου ποιός εἶναι, ὁ
ἐνδιάθετός μου λόγος μοῦ εἶπε: ”Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος!”. Ἔτρεξα
καί ἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια ζητώντας τήν εὐχή του, νά μέ
εὐλογήση: ”Δός μου τήν εὐχή σου καί εὐλόγησέ με. Ἐμεῖς στό
Μοναστήρι σοῦ κάνουμε καί Ἀγρυπνία”. Μέ σταύρωσε καί
ἔπειτα ὅλα χάθηκαν».
Ἄλλη
φορά διηγήθηκε: «Ἐνῶ στεκόμουν μία φορά στό νάρθηκα καί
ἔβγαιναν οἱ πατέρες ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶδα κάτι παράδοξο.
Ἄλλοι πατέρες ἦταν ντυμένοι μέ ἅπασαν τήν μοναχικήν
ἐνδυμασία, ράσο, σκουφί, κουκούλι, Σχῆμα. Ἀπό ἄλλους τούς
ἔλειπε τό κουκούλι, ἀπό ἄλλους τό σκουφί, ἀπό ἄλλους τό
Σχῆμα, ἀπό ἄλλους τό ράσο, ἄλλοι ἦταν μέ τά κοσμικά ροῦχα μόνο.
Τότε ἄκουσα φωνή δίπλα μου νά λέη: ”Αὐτό πού βλέπεις δείχνει τί
ἔχει πάρει ὁ καθένας ἀπό τήν ἀκολουθία, καθώς βγαίνει ἀπό
τό ναό”».
Ἀγαποῦσε
τήν παράδοση καί ἀποστρεφόταν τά κοσμικά πράγματα καί τίς
τεχνικές ἐξελίξεις. Ἦταν Ἀντιπρόσωπος καί τότε ἡ Κοινότητα
συζητοῦσε τό θέμα διανοίξεως αὐτοκινητοδρόμων στό Ἅγιον
Ὄρος. Ἴσως ἦταν λίγο πρίν ἀπό τήν χιλιετηρίδα. Ὁ π. Γεώργιος
ἦταν ἀντίθετος καί δέν ὑπέγραψε. Ἔβλεπε πολύ μακρυά.
Κατενόησε πολύ σωστά, ὅσον ὀλίγοι, ὅτι οἱ δρόμοι θά
καταστρέψουν τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως οἱ δρόμοι ἔγιναν καί ὁ π.
Γεώργιος, ὅταν εἶδε νά ἀνοίγουν δρόμο στό Μοναστήρι του,
ἔφυγε καί πῆγε γιά ἑνάμιση χρόνο στήν Κερασιά. Ἕνας
Πνευματικός τόν συμβούλευσε: «Καλά ἔκανες καί ἔφυγες, ἀλλά
ἐγώ σοῦ συνιστῶ νά γυρίσης πίσω, διότι μπορεῖ οἱ μέρες σου νά
εἶναι λίγες, καί εἶδα πολλούς νά πεθαίνουν μακρυά ἀπό τήν
μετάνοιά τους δυστυχισμένοι».
Γύρισε
στό Μοναστήρι του καί εἶδε νά γίνωνται καί ἄλλοι δρόμοι. Εἶπε
τότε στόν ἑαυτό του: «Ἀπό τό Μοναστήρι μου δέν φεύγω, ἀλλά
μέσα στό Ἅγιον Ὄρος δέν θά ἀνεβῶ ποτέ σέ αὐτοκίνητο, ἐπειδή
δέν συμφωνῶ μέ τούς δρόμους, διότι θά καταστρέψουν τό Ἅγιον
Ὄρος». Πράγματι τά λόγια του τά συνώδευσε ἡ πράξη. Ἔξω στόν
κόσμο πού ἔβγαινε γιά διάφορες ὑποθέσεις τῆς Μονῆς,
ἀνέβαινε σέ αὐτοκίνητο· στό Ὄρος ὅμως ὄχι. Δέν ἀνέβαινε
οὔτε καί στό λεωφορεῖο. Πήγαιναν στό βουνό ὑπηρεσιακά νά
δοῦν κάτι, αὐτός ξεκινοῦσε δύο ὧρες νωρίτερα μέ τό μουλάρι.
Καί ὡς Ἀντιπρόσωπος ἀνέβαινε ἀπό τήν Δάφνη στίς Καρυές μέ τά
πόδια. Τέτοια ἀκρίβεια εἶχε! Καί τήν ἀκρίβεια αὐτή τήν
διδάχτηκε ἀπό τήν «γριγιά», ὅπως ἀλλοιῶς ἔλεγε τήν
Φιλοκαλία, γιά νά μήν φαίνεται ὅτι διαβάζει.
Κάποτε
πού εἶχε πρόβλημα μέ τήν κήλη, ἐπισκέφτηκε ἕναν γνωστό του
Ἀντιπρόσωπο στό Βατοπέδι καί προσκύνησε τήν Τιμία Ζώνη τῆς
Παναγίας. Προσευχήθηκε καί ἡ Παναγία τόν θεράπευσε. Ἀπό
τότε κάθε χρόνο μέχρι τήν κοίμησή του πήγαινε στήν πανήγυρη
τῆς Ἁγίας Ζώνης. Οὔτε κελλί ἤθελε οὔτε κρεββάτι. Οἱ πατέρες
τόν γνώριζαν καί ἔκαναν τό πᾶν γιά νά τόν ἀναπαύσουν, ἀλλά
αὐτός καθόταν σ᾿ ἕνα στασίδι στό νάρθηκα σ᾿ ὅλη τήν
ἀγρυπνία. Ξεκινοῦσε μία μέρα πρίν ἀπό τό Μοναστήρι του μέ τό
καράβι. Ἀνέβαινε στίς Καρυές μέ τά πόδια καί τόν ντορβᾶ στήν
πλάτη, καί ἀπό τίς Καρυές μέχρι τό Βατοπέδι πάλι μέ τά πόδια.
Μετά τήν ἀγρυπνία ἔφθανε στίς Καρυές μέ τά πόδια,
διανυκτέρευε, καί πάλι μέ τά πόδια κατέβαινε στήν Δάφνη γιά
νά πάρη τό καράβι. Αὐτό τό ἔκανε μέχρι τό 1997, σέ ἡλικία 87
ἐτῶν, διότι τό ἑπόμενο ἔτος ἐκοιμήθη.
Ὅταν
στό Μοναστήρι ἔβαλαν ζυμωτήριο, δέν ξαναμπῆκε στό
μαγκιπειό, παρά μόνο μία φορά, ὅταν τόν παρακάλεσε ὁ μάγκιπας
νά τόν βοηθήση γιατί εἶχε ἀποτυχίες στό ψωμί, καί τοῦ εἶπε
καί ὁ Γέροντας. Πῆγε καί μέ μία ματιά κατάλαβε τί ἔφταιγε. Τόν
συμβούλευσε καί ἔφυγε.
Στό κελλί του εἶχε μόνο ἕνα ρολόϊ, τό μπαγκράτσι πού ἔπαιρνε τό φαγητό του καί ἕνα ζωστικό πού δέν πιανόταν.
Δέν
ἄφησε νά τοῦ βάλουν οὔτε ρεῦμα οὔτε καλοριφέρ. Ἔμεινε μέ τήν
ξυλόσομπα. Οἱ τοῖχοι ἦταν κατάμαυροι, διότι εἶχε τήν πόρτα
τῆς σόμπας ἀνοιχτή, γιά νά βλέπη τήν φωτιά, καί ἔτσι κάπνιζε καί
μαύριζαν οἱ τοῖχοι. Προτιμοῦσε νά κουβαλᾶ τά ξύλα μέ τά χέρια
καί ν᾿ ἀνεβαίνη τίς σκάλες, παρά νά βάλη καλοριφέρ. Ἦταν
ἀντίθετος μέ τίς τεχνικές ἐξελίξεις, τό κοσμικό πνεῦμα καί
τίς ἀλόγιστες εὐκολίες. Αὐτά τά θεωροῦσε ἀταίριαστα καί
καταστρεπτικά γιά τούς μοναχούς.
Ἄν
καί ἦταν δραστήριος καί ἐργατικός, ἀγαποῦσε πολύ τήν
ἡσυχία. Ἔλεγε: «Ἡ καλύτερη συντροφιά τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἡ
μοναξιά». Ἦταν Ἀντιπρόσωπος καί ἔμενε στίς Καρυές. Γιά μία
περίοδο 27 ἡμερῶν εἶχε πυκνή ὁμίχλη, τόση πού ἡ κερασιά
ἀπέναντι ἀπό τό παράθυρό του δέν φαινόταν. Ὁ φιλήσυχος π.
Γεώργιος δέν στενοχωρέθηκε. Τό θεώρησε εὐλογία καί ἔλεγε:
«Ἦταν οἱ καλύτερες μέρες τῆς ζωῆς μου. Καθόμουν μέσα καί
ἔκανα κομποσχοίνι».
Ἱεροκοινοτικό
πρόσωπο μαρτυρεῖ: «Ἀπό τούς Ἀντιπροσώπους αὐτός πού μοῦ
ἔκανε ἐντύπωση ἦταν ὁ π. Γεώργιος ὁ Ἁγιοπαυλίτης. Πολύ
καλός καλόγερος καί ἄνθρωπος τῆς εὐχῆς. Ὅταν ἦταν Ἐπιστάτης,
ἔφευγε ἀπό τό γραφεῖο πού κάθονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι καί πήγαινε
σ᾿ ἕνα διπλανό καί ἔκανε κομποσχοίνι. Ὅταν τόν φώναζαν νά
βάλη ὑπογραφή, πήγαινε, ὑπέγραφε καί πάλι ἔφευγε γιά νά
συνεχίση τά κομποσχοίνια του. Εἶχε διάκριση καί ἀρχοντιά.
Σέ θέματα πού δέν συμφωνοῦσε γιά λόγους μοναχικῆς
συνειδήσεως, οὔτε καυγάδιζε οὔτε πείσμωνε οὔτε
προσπαθοῦσε νά ἐπιβάλη τήν γνώμη του».
Κάποια
φορά, ὅταν ἦταν Ἀρσανάρης, ἦρθαν τέσσερις Γερμανοί νά
φιλοξενηθοῦν. Ἔχασαν τόν δρόμο ἐρχόμενοι ἀπό τό Διονυσίου
καί ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε κλείσει. Τούς δέχτηκε, τούς
ἔστρωσε τράπεζα, τούς κοίμησε μέ τόν καλύτερο τρόπο καί τό
πρωΐ ἔφυγαν εὐχαριστημένοι. Ἄν καί τόσα ὑπέφερε ἀπό τούς
προγόνους τους, ὅλα τά ξέχασε, γιατί ἦταν μαθητής γνήσιος τοῦ
Ἐσταυρωμένου, πού δίδαξε ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί πρός τούς
ἐχθρούς.
Φρόντιζε
στόν Ἀρσανᾶ νά γίνωνται κάπου–κάπου Λειτουργίες. Κάποια φορά
κάλεσε τόν ἡγούμενο παπα–Ἀνδρέα καί τόν π. Γεράσιμο. Μόλις
τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία, ἔκανε καφέ στούς ἄλλους καί
αὐτός μέ πίστη πῆγε νά σηκώση τίς πετονιές. Ἦταν σίγουρος,
γιατί εἶχε παρακαλέσει τόν ἅγιο Δημήτριο, στόν ὁποῖο
τιμᾶται ὁ ναός τοῦ Ἀρσανόσπιτου, καί περίμενε τό θαῦμα. «Χθές
ἔβαλα μετάνοια καί τόν παρακάλεσα γιά ἕνα ψαράκι», εἶπε.
Πράγματι πιάστηκε ἕνα ροφαδάκι δύο πιθαμές. «Ὁ ἅγιος
Δημήτριος θά σᾶς κάνει τήν τράπεζα», εἶπε. Οἱ πατέρες θαύμασαν
τήν πίστη του. Τό ἔψησε, δόξασαν τόν Θεό καί εὐχαρίστησαν τόν
Ἅγιο.
Ἦταν
εὔχαρις καί ἄνετος στήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἄλλους,
λέγοντας τά ὡραῖα του ἀστεῖα. Ἔλεγε σέ κάποιον μοναχό: «Σᾶς
παρακαλῶ, μπορεῖτε νά μοῦ δώσετε δύο σκόρδα; Ἐγώ δέν τά τρώω,
ἀλλά ἔχω ποίηση (ἀντί πίεση), καί αὐτά μοῦ εἶπαν ὅτι
βοηθοῦν στήν ποίηση». Ἄλλη φορά δέν αἰσθανόταν καλά καί
ἔλεγε: «Ἀκούω πώς κυκλοφορεῖ οἴηση (ἴωση). Μήπως ἔχω καί
ἐγώ;». Τόν ἀπόπαιρνε κάποιος λέγοντάς του: «Δέν ξέρεις τί λές,
μωρέ;». Ἀπαντοῦσε ταπεινά: «Εὐχαριστῶ πολύ, πάτερ. Ἄλλη φορά
δέν θά ξαναπῶ».
Συμβούλευε
κάποιον πού ἤθελε νά ἀδυνατίση: «Θά σοῦ πῶ ἐγώ τό φάρμακο.
Ἀκινησία σιαγόνων. Σίγουρα θ᾿ ἀδυνατίσεις».
Ἐπίσης
ἔλεγε ἀπό τήν πεῖρα του: «Ἅμα ἀφήσης τήν ἀκολουθία, τόν
κανόνα καί τήν ἐξομολόγηση, εἶναι σάν νά βάζης γράσο στά
παπούτσια σου καί ὁ διάβολος θά σέ βγάλει ἀπό τό Μοναστήρι».
Δέν
δεχόταν τίποτε ἀπό κανέναν. Ὅ,τι καί ἄν τοῦ ἔδιναν δέν τό
δεχόταν. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν «γιατί;», ἀπαντοῦσε: «Τό βρῆκα
στόν Μεγάλο Κανόνα». «Ἐξόλλυσιν ἑαυτόν ὁ δωρολήπτης»[1].
Κάποια φορά πού ἦταν στόν κόσμο τόν εἶδε μία ἡλικιωμένη μέ
τρύπια παπούτσια καί τοῦ εἶπε: «Ἐπιτρέψτε μου, πάτερ, νά σᾶς
πάρω ἕνα ζευγάρι παπούτσια». Ἀπάντησε: «Εἶμαι ἀπό
Μοναστήρι πού ἔχει καί παπούτσια. Ἔχει ἄλλους φτωχούς,
βοήθησε ἀλλοῦ».
Ζοῦσε
τήν ξενιτεία μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Ὅταν κατέβαινε
στήν Ἀθήνα γιά ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, δέν περνοῦσε νά δῆ
τήν μάννα του πού ἦταν χήρα ἀπό νέα. «Ἐγώ», ἔλεγε,
«ἀπαρνήθηκα αὐτόν τόν κόσμο γιά τόν Χριστό. Ἄν πηγαίνω ἐγώ νά
δῶ τούς δικούς μου, θά πρέπει νά πᾶνε καί οἱ ἄλλοι». Δέν
παρέβαινε ὁ ἴδιος τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις οὔτε γινόταν
αἴτιος νά τίς παραβοῦν ἄλλοι.
Κάποια
φορά πού θά συνώδευε ἕνα καλογέρι στόν κόσμο γιά νά πάη στόν
γιατρό, τοῦ εἶπε ὁ νέος μοναχός ὅτι κανόνισε μέ τόν
Ἡγούμενο νά ἔρθη ἡ μητέρα του νά τόν δῆ. Ὁ π. Γεώργιος
ἀπάντησε: «Ὅπως ἔχετε κανονίσει μέ τόν Γέροντα, πάτερ. Ἁπλῶς
κοίταξε. Αὐτά εἶναι σχοινιά πού κρατᾶν τό καράβι. Ὅσα
περισσότερα σχοινιά τοῦ κόψουμε, δέν θά κρατηθεῖ τό καράβι,
καί θά προχωρήσει».
Κάποτε
τόν εἶδε στήν Ἀθήνα μία χωριανή του καί τόν φώναξε· «πάτερ
Γεώργιε». Αὐτός συνέχισε βαδίζοντας πιό γρήγορα. Ἐκείνη
ἔτρεξε, τόν πρόφθασε καί τόν ρώτησε:
–Δέν εἶσαι ὁ πάτερ Γεώργιος;
–Πάψε, κυρά μου, ποιός πάτερ Γεώργιος; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ πάτερ Γεώργιος; Μπερδεύτηκες.
–Ἄχ,
μέ συγχωρῆτε…, εἶπε ἡ γυναῖκα ντροπιασμένη. Καί ὁ π.
Γεώργιος συνέχισε τό δρόμο του
ψιθυρίζοντας:
–Ἄστην ἐκεῖ. Κουβέντα θά κάνουμε τώρα; Ἐμεῖς ἔχουμε ἄλλες δουλειές, εἶπε στόν συνοδοιπόρο του.
Σέ
προσκυνητή πού τόν ρώτησε ἀπό ποῦ εἶναι, ἀπάντησε εὔστροφα
καί ἁπλά: «Ἄ, ἐγώ σέ καράβι γεννήθηκα, δέν εἶμαι ἀπό
πουθενά». Στό Μοναστήρι ὁ προσκυνητής ἔμαθε ρωτώντας ὅτι
αὐτός ἦταν ὁ π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος δέν ἤθελε κανείς νά τόν
γνωρίζη καί νά ἀσχολῆται μαζί του. Κάποτε πού ἦταν κηπουρός,
κάποιος προσκυνητής εἶχε μπερδευτῆ, ἔχασε τό μονοπάτι καί
ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο. Τόν ἄκουσε ὁ π. Γεώργιος πού φώναζε
«βοήθεια». Πῆγε καί τόν ἔσωσε. Στόν Ἑσπερινό τόν εἶδε ὁ
ἄνθρωπος καί ἤθελε νά τόν εὐχαριστήση. «Ἐμένα, κύριε;»,
ἀπάντησε. «Δέν σᾶς ξέρω. Λάθος κάνετε», καί ἐξαφανίστηκε.
Ὅταν ὁ π. Γεώργιος πέρασε τά 80 του, ἔλεγε: «Ἐγώ τίς δυναστεῖες[2] μου τίς πέρασα, τώρα τί περιμένω; Ἀπό δῶ καί πέρα κόπος καί πόνος».[3]
Σταμάτησε
πλέον νά κάνη διακόνημα καί περνοῦσε τήν ἡμέρα στό σημεῖο
πού ἡ Μάρω, ὅταν ἔφερε τά Τίμια Δῶρα, ἄκουσε τήν φωνή τῆς
Παναγίας. Ἄναβε τό καντήλι καί προσευχόταν μέ τό
κομποσχοίνι ὥς τόν Ἑσπερινό. Ἔβαλε δυό–τρεῖς λαμαρῖνες γιά
σκεπή καί καλάμια, καί εἶχε ἕνα ἁπλό σκαμνάκι γιά νά κάθεται.
Φοροῦσε καί ἕνα πέτσινο ἐπανωφόρι γιά τό κρύο. Ὧρες
ἀτελείωτες ἔλεγε τήν εὐχή. Προετοιμαζόταν πλέον γιά τό
μεγάλο ταξίδι. Ἔλεγε: «Πάτερ μου, τί Τετάρτη, τί Σάββατο.
Εἶναι δουλειά πού θά γίνει. Δέν φοβᾶμαι καθόλου».
Στούς περαστικούς ἀπέφευγε νά μιλᾶ ἤ ἔκανε σαλότητες. Τόν ρώτησε κληρικός:
–Ἀπό ποῦ εἶσαι Γέροντα;
–Ἔ, περαστικός εἶμαι.
–Τό ὄνομά σας;
–Κολοκυθόπουλος.
Πολλές
φορές ἔμενε ὅλη τή νύχτα στό κοιμητήρι προσευχόμενος, καί
μάλιστα τόν χειμῶνα μέ κρύο. Μία φορά ξέχασε ὁ
Ἐκκλησιαστικός ν᾿ ἀνοίξη τήν πόρτα τῆς Μονῆς τό πρωΐ στήν
ἀκολουθία, καί ὁ π. Γεώργιος χτυποῦσε νά τοῦ ἀνοίξουν.
Μέχρι
τά γηράματά του δέν ἄλλαξε κελλί, ἄν καί ἦταν πολύ ψηλά καί
δυσκολευόταν γιατί ἀνέβαινε πολλά σκαλοπάτια. Μάλιστα στά
τελευταῖα του εἶχε σχεδόν τυφλωθῆ καί πήγαινε ψηλαφητά,
ἀκουμπώντας στόν τοῖχο. Δέχθηκε καί τοῦ ἔβαλαν μία λαμπίτσα νά
βλέπη. Εὐχαριστοῦσε καί ἔλεγε: «Τοὐλάχιστον τώρα βλέπω τό
κρεββάτι μου».
Ὅταν
πήγαιναν νέοι πατέρες στό κελλί του καί τόν ρωτοῦσαν ἄν θέλη
κάτι νά τοῦ φέρουν, αὐτός τούς ζητοῦσε νά τόν ἀφήνουν μόνο.
«Γιατί, Γέροντα;», τόν ρωτοῦσαν. «Ὅταν μείνης μόνος σου, ὁ Θεός
σοῦ στέλνει τρεῖς Ἀγγέλους νά εἶναι μαζί σου».
Στά
τελευταῖα του ὑπέφερε καί ἀπό τήν μέση του, ἀλλά κατέβαινε
κάθε μέρα στήν ἀκολουθία. Κάποια μέρα πέρασε ὁ Ἑξάψαλμος
καί ὁ π. Γεώργιος ἔλειπε. Ἀνέβηκε ὁ γηροκόμος νά τόν δῆ καί
τόν βρῆκε κεκοιμημένον, ὅπως ἦταν καθισμένος μέ τό
κομποσχοίνι στό χέρι. Ἦταν καλοκαίρι 23 Ἰουλίου 1998. Γιά νά
τόν ντύσουν δέν βρῆκαν δικά του ροῦχα. Οἱ πατέρες ἔδωσαν δικά
τους ροῦχα καί τόν ἔπλυναν γιά πρώτη φορά στήν ζωή του ἀπό τότε
πού ἔγινε μοναχός.
Μακάριος
εἶναι ὁ πατήρ Γεώργιος πού μέ τήν ἀλουσία καί τήν ταπείνωσή
του κατώρθωσε νά διαφυλάξη ἀσύλητο τόν πνευματικό του
πλοῦτο. Κατώρθωσε ἐπιμελῶς νά ἀποφύγη τόν φωτογραφικό
φακό, πρᾶγμα δυσκολοκατόρθωτο γιατί ἔζησε τόσα χρόνια σέ
Μοναστήρι καί ἔκανε Ἀντιπρόσωπος καί Ἐπιστάτης στίς
Καρυές. Ἀπό ταπείνωση δέν βρέθηκε φωτογραφία του, οὔτε
ταυτότητα οὔτε βιβλιάριο ὑγείας. Τώρα ἄς χαίρεται καί ἄς
εὐφραίνεται ἐκεῖ πού βρίσκεται, καί νά εὔχεται νά συγχωρεθοῦν
ὅσοι τόν ἔκριναν ἐπιπόλαια ἀπό τά ἐξωτερικά καί τόν
ὑποτίμησαν.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.