Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

«Τώ­ρα ἦρ­θε ὁ ἅ­γιος Παῦ­λος μέ τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί μοῦ εἶ­παν ὅ­τι θά μέ ἐλευ­θε­ρώ­σουν σέ τρεῖς μέ­ρες»

Γερω–Γεώργιος Ἁγιοπαυλίτης - Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο π. Γε­ώρ­γιος, κα­τά κό­σμον Γε­ρά­σι­μος   Μο­σχο­νᾶς, γεν­νή­θη­κε στίς 6 Σε­πτεμ­βρί­ου 1910 στό χω­ριό Χαυ­δᾶ­τα Κε­φαλ­λη­νί­ας. Ἐ­κεῖ­νο πού τοῦ ἔ­δω­σε τήν πρώ­τη  ἀφορ­μή νά σκε­φθῆ τόν μο­να­χι­σμό ἦ­ταν ὁ θά­να­τος τοῦ πα­τέ­ρα του, σέ ἡ­λι­κί­α 35 ἐ­τῶν, ἀ­πό σκω­λη­κο­ει­δί­τι­δα. «Ὅ­ταν εἶ­δα τόν πα­τέ­ρα μου πε­θα­μέ­νο, εἶ­πα, ”τε­λεί­ω­σε∙ δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο ἀ­πό τήν κα­λο­γε­ρι­κή”».
Ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ πα­τέ­ρα του Κυ­ρι­ά­κος προ­στά­τε­ψε τά ὀρ­φα­νά. Δού­λε­ψε πο­λύ μέ­χρι νά ἐ­νη­λι­κι­ω­θοῦν. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό δε­κα­πέν­τε χρό­νια ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο με­το­νο­μα­σθε­ίς Κων­στάν­τιος. Τό εἶ­χε τά­μα, για­τί σώ­θη­κε στόν πό­λε­μο.
Ὁ μι­κρός Γε­ρά­σι­μος ἐρ­γα­ζό­ταν στήν Ἀ­θή­να καί στόν Πει­ραι­ᾶ καί βο­η­θοῦ­σε καί αὐ­τός τά ἀ­δέλ­φια του, ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν Ἀν­τώ­νιο. «Ἄν ἔ­με­να στόν κό­σμο, Κροῖ­σος θά γι­νό­μουν. Δού­λευ­α καί ἔ­τρε­χε πο­λύ τό χρῆ­μα», ἔ­λε­γε.
Τό 1935 με­τά τόν Στρα­τό ἦρ­θε ἀ­πό εὐ­γνωμο­σύ­νη νά δῆ τόν θεῖ­ο του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἄν καί ἦ­ταν ζω­η­ρός νέ­ος, ὅ­μως ἐν­θου­σι­ά­στη­κε ἀ­πό τήν ζω­ή τῶν πα­τέ­ρων καί τοῦ θεί­ου του, καί ἀ­πο­φά­σι­σε νά μεί­νη γιά μο­να­χός.
Με­τά τήν δο­κι­μή του ἐ­κά­ρη μο­να­χός στίς 20 Δε­κεμ­βρί­ου 1937 καί ἔλαβ­ε τό ὄ­νο­μα Γε­ώρ­γιος. Ἀ­γω­νιζό­ταν μέ προ­θυ­μί­α καί στά δι­α­κο­νή­μα­τά του ἦ­ταν πο­λύ ἐ­πι­με­λής. Ὑπῆρξε ἄν­θρω­πος προ­κομ­μέ­νος σέ ὅλα. Ἦ­ταν ὁ κα­λύ­τε­ρος μά­γει­ρας τοῦ Μο­να­στηριοῦ. Ὁ κα­λύ­τε­ρος κη­που­ρός. Ὁ κῆ­πος του ἦ­ταν γιά ἔκ­θε­ση. Ἔσκα­βε ἀκόμη καί τή νύ­χτα μέ τό δι­κέ­λι τόν κῆ­πο πο­λύ βα­θειά, κοντά ἕ­να μέ­τρο, λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Οἱ ντο­μα­τι­ές γί­νον­ταν ψη­λές καί ἤ­θε­λε σκά­λα νά μα­ζε­ύ­η τίς ντο­μά­τες. Ἐ­πί­σης ἦ­ταν ὁ κα­λύ­τε­ρος μάγ­κι­πας. Ζύ­μω­νε καί ἔ­λε­γε: «Θά σᾶς φτιά­ξω ψω­μί, νά τό τρῶ­τε μέ ψω­μί»· ἦ­ταν πράγ­μα­τι νο­στι­μώ­τα­το. Ἦ­ταν ἀ­κό­μη δει­νός ψα­ρᾶς. Ὅ,τι ἔ­κα­νε, ἦ­ταν τέ­λει­ο καί ἄ­ρι­στο. Καί τό ἔ­κα­νε μέ τήν καρ­διά του, γιά νά ἀ­να­παύ­η τούς πα­τέ­ρες.
Τό­τε στίς ἀ­γρυ­πνί­ες κα­λοῦ­σαν ψάλ­τες καί τούς πλή­ρω­ναν. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος αὐ­τό δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἀ­νε­χθῆ. Πῆ­γε στή Νέ­α Σκή­τη καί ἔ­μα­θε μου­σι­κά κοντά σέ κά­ποι­ον π. Ἡ­σύ­χιο. Ὕστερα αὐ­τός ἔ­μα­θε  στόν νῦν ἡ­γού­με­νο Παρ­θέ­νιο καί σέ ἄλ­λους πα­τέ­ρες, καί ἔ­τσι τό Μο­να­στή­ρι εἶ­χε ψάλ­τες. Ἡ φω­νή του δέν ἦ­ταν τό­σο κα­λή, ἀλ­λά μου­σι­κά ἤ­ξε­ρε κα­λά. Ἔ­λε­γε ἀ­στει­ευ­ό­με­νος: «Κα­λά, γιά πρω­το­ψάλ­της δέν κά­νω, τό ἀ­να­γνω­ρί­ζω, ἀλ­λά ὄ­χι καί γιά δεύ­τε­ρος!».
Βο­ή­θη­σε πο­λύ τό Μο­να­στή­ρι στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί στήν δι­οί­κη­ση ἀλ­λά καί τήν Ἱ. Κοι­νό­τη­τα ὡς Ἀν­τι­πρό­σω­πος καί Ἐ­πι­στά­της.
Στήν Κα­το­χή ἦ­ταν κη­που­ρός καί τόν μύ­η­σαν στήν Ἀν­τί­στα­ση. Μα­ζί μέ ἄλ­λους μο­να­χούς φυ­γά­δευ­αν συμ­μά­χους στήν Ἀ­να­το­λή. Προ­δό­θη­κε ἀ­πό ἕναν Ρου­μᾶ­νο. Τόν συ­νέ­λα­βαν καί τόν ὡδή­γη­σαν στό στρα­τό­πε­δο Παύ­λου Με­λᾶ, ὅ­που πέ­ρα­σε στρα­το­δι­κεῖ­ο. Τόν ρώ­τη­σε ὁ δι­κα­στής:
–Για­τί παίρ­νε­τε τούς ἐ­χθρούς καί τούς στέλ­νε­τε στήν Σμύρ­νη καί στήν Αἴ­γυ­πτο;
–Ἀ­φοῦ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀ­πάν­τη­σε. Ἄν σοῦ χτυ­πή­σει τήν πόρ­τα ὁ ἄλ­λος, τί θά τοῦ πεῖς; Ὁ Χρι­στός στό Εὐ­αγ­γέ­λιο λέ­γει, ὅ­ποι­ος θέ­λει βο­ή­θεια νά τόν βο­η­θᾶς.
–Δη­λα­δή, ἄν ἕ­νας Γερ­μα­νός ἔρ­θη καί σοῦ ζη­τή­ση βο­ή­θεια θά τόν βο­η­θή­σεις; Ρώτησε ὁ δι­κα­στής.
–Ἄν ἔ­χη ἀ­νάγ­κη ἀ­πό βο­ή­θεια, φυ­σι­κά. Ἀ­νά­λο­γα τί ἀ­νάγ­κη ἔ­χει. Ἀλ­λά ἐ­σεῖς δέν ἔ­χε­τε καμ­μία ἀ­νάγ­κη. Πνί­ξα­τε τόν κό­σμο στό αἷ­μα. Αἱ­μα­το­κυ­λί­σα­τε τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα.
Τό δι­κα­στή­ριο τόν κα­τε­δί­κα­σε εἰς θά­να­τον. Τόν πῆ­γαν στό κρα­τη­τή­ριο στό Ἑ­πτα­πύρ­γιο καί με­τά ἀ­πό δύ­ο μέ­ρες ἀρ­ρώ­στη­σε ἀ­πό ἑ­λο­νο­σί­α. Τόν πῆγαν στό ἀ­ναρ­ρω­τή­ριο καί ἐ­κεῖ ἦ­ταν καί οἱ «Τυ­πο­γρά­φοι» (δύ­ο κα­τά σάρ­κα ἀ­δελ­φοί μο­να­χοί, Παν­τε­λε­ή­μων καί Θε­ο­φύ­λα­κτος Να­νό­που­λοι, ἀ­πό τό Κελ­λί τῶν Τυ­πο­γρά­φων στίς Κα­ρυ­ές), καί ὁ γε­ρω–Με­λέ­τιος ὁ Συ­κι­ώ­της. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος και­γό­ταν στόν   πυ­ρε­τό. Ἕ­να βρά­δυ μό­λις σου­ρού­πω­σε, συ­νῆλ­θε,   κά­θη­σε στό κρεβ­βά­τι καί εἶ­πε: «Τώ­ρα ἦρ­θε ὁ ἅ­γιος Παῦ­λος μέ τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί μοῦ εἶ­παν ὅ­τι θά μέ ἐλευ­θε­ρώ­σουν σέ τρεῖς μέ­ρες». Οἱ ἄλ­λοι δέν πί­στε­ψαν καί θε­ώ­ρη­σαν ὅ­τι πα­ρα­μι­λᾶ ἀ­πό τόν πυ­ρε­τό. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἔ­πε­σε πά­λι σέ λή­θαρ­γο. Σέ τρεῖς μέ­ρες, ἐ­νῶ δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­ρη τά πό­δια του ἀ­πό τόν πυ­ρε­τό καί τήν ἐ­ξάν­τλη­ση, στίς 3 ἡ ὥ­ρα τό με­ση­μέ­ρι, πή­δη­ξε ἀ­πό τόν τρί­το ὄ­ρο­φο πά­νω σ᾿ ἕ­να δέν­δρο χωρίς κἄν νά γρα­τζουνιθῆ, καί δρα­πέ­τευ­σε.  Ἐ­νῶ ὁ χῶ­ρος φυ­λα­γό­ταν πο­λύ αὐ­στη­ρά, κα­νείς δέν τόν ἀν­τι­λή­φθη­κε.
Ξε­κί­νη­σε γιά τό Μο­να­στή­ρι. Ἐ­κεῖ μό­νο θά ἦ­ταν ἀ­σφα­λής, για­τί ἔ­ξω ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος νά συλ­λη­φθῆ. Ξε­κί­νη­σε μέ τά πό­δια, χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη πρός τά ποῦ βα­δί­ζει. Φθά­νον­τας στό Γο­μά­τι τόν συ­νάν­τη­σε ἕ­νας πλη­ρο­φο­ρι­ο­δό­της τῶν κα­τα­κτη­τῶν. Τοῦ εἶ­πε: «Εἶ­σαι ὕ­πο­πτος, συλ­λαμ­βά­νε­σαι». Ἔ­βγα­λε τό πε­ρί­στρο­φο καί μέ τήν ἀ­πει­λή προ­χω­ροῦ­σε μπρο­στά ὁ πα­τήρ Γε­ώρ­γιος καί πί­σω αὐ­τός. Σέ μί­α στιγ­μή στό μο­νο­πά­τι ἔ­κα­νε ὅ­τι σκόν­τα­ψε καί γυρ­νών­τας ἀ­πό­το­μα τοῦ πῆ­ρε τό πε­ρί­στρο­φο. Ἄρ­χι­σε τό­τε νά τόν ἐ­κλι­πα­ρῆ ὁ ἄλ­λος: «Σῶ­σε με, ἔ­χω γυ­ναῖ­κα καί παι­διά». Τοῦ χά­ρι­σε τήν ζω­ή καί συ­νέ­χι­σε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Κρά­τη­σε ὅ­μως «τό σί­δε­ρο», ὅ­πως ἔ­λε­γε τό πε­ρί­στρο­φο. Στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη, στό Δι­ο­νυ­σι­ά­τι­κο, κιν­δύ­νευ­σε νά ἀ­να­γνω­ρι­σθῆ ἀ­πό ἕ­ναν ἐρ­γά­τη ἀ­πό τά πλη­σι­ό­χω­ρα μέ­ρη ἀλ­λά μέ τήν ἑ­τοι­μο­λο­γί­α του κα­τά­φε­ρε νά ξε­φύ­γη καί ἔ­φθα­σε στό Μο­να­στή­ρι. Δέν μπῆ­κε ὅ­μως μέ­σα. Δι­έ­με­νε σέ μί­α σπη­λιά πά­νω ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, καί ἤ­ξε­ραν ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­κεῖ, μό­νο ὁ ἡ­γο­ύ­με­νος Σε­ρα­φε­ίμ, ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας, πού ἦ­ταν τρα­πε­ζά­ρης, καί ὁ πα­τήρ Δαυ­ΐδ. Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας πή­γαι­νε καί τόν κοι­νω­νοῦ­σε κρυ­φά τά Σάββατα πού λει­τουρ­γοῦ­σε στό Κοι­μη­τή­ρι. Ση­μεῖ­ο συ­ναν­τή­σε­ως ἦ­ταν ἄλ­λη σπη­λιά, ἡ σπη­λιά τοῦ ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου, πιό πά­νω ἀ­πό τόν πύρ­γο τῆς Μο­νῆς. Ἔ­μει­νε 19 μῆ­νες στήν σπη­λιά, καί μά­λι­στα πέ­ρα­σε τό­τε ἕ­να χει­μῶ­να βα­ρύ­τα­το. Ἔ­κα­νε δι­ά­φο­ρα με­θο­δεύ­μα­τα. Ἄ­να­βε τή νύ­χτα φω­τιά γιά νά μήν φαί­νε­ται ὁ κα­πνός καί ἔ­τσι ζε­σται­νό­ταν ἡ σπη­λιά. Τό βρά­δυ μέ ἕ­να κα­λά­θι τοῦ κα­τέ­βα­ζαν τρό­φι­μα ἀ­πό τό τεῖ­χος.
Τήν ἄνοι­ξη, ἐ­πει­δή ἀρ­γοῦ­σε νά δῆ τήν σπη­λιά ὁ ἥ­λιος, ἔ­βγαι­νε ἀ­πέ­ναν­τι σέ μία πέ­τρα. Μία φο­ρά  τόν τσίμ­πη­σε ὀ­χιά. Ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τόν Ἀ­πό­στο­λο  Παῦ­λο καί δέν ἔ­πα­θε τί­πο­τε.
Μία μέ­ρα εἶ­δε στό μο­νο­πά­τι πού πά­ει γιά τίς Κα­ρυ­ές, νά περ­νοῦν κά­τω ἀ­πό τήν σπη­λιά του τρεῖς Ρου­μᾶ­νοι, ἕ­νας ἐκ τῶν ὁ­πο­ί­ων τόν εἶ­χε προ­δώ­σει. Τό πε­ρί­στρο­φο πού προ­α­να­φέρ­θη­κε τό εἶ­χε μα­ζί του καί μπο­ροῦ­σε νά ἐκ­δι­κη­θῆ. Ἀλ­λά εἶ­πε: «Ἄς πᾶ­νε στό κα­λό τους».
Οἱ Γερ­μα­νοί ἀ­πε­φά­σι­σαν νά κά­ψουν τό Μο­να­στή­ρι, δι­ό­τι ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ταν ὅ­τι μέσα κρυ­βό­ταν ὁ Μο­σχονᾶς (ὁ πα­τήρ Γε­ώρ­γιος). Μπερ­δεύ­τη­καν ὅμως καί, ἀν­τί νά πᾶ­νε στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο, πῆ­γαν στό Δι­ο­νυ­σί­ου. Το­ύς ἔ­δω­σαν προ­θε­σμί­α μί­α ἑ­βδο­μά­δα, γιά νά μα­ζέ­ψουν τά πράγ­μα­τά τους καί νά φύ­γουν. Ὅ­ταν κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἔ­κα­ναν λά­θος ὁ ἡγού­με­νος Γα­βρι­ήλ τούς κα­θυ­στέ­ρη­σε καί ἔ­στει­λε κά­ποι­ον νά εἰ­δο­ποι­ή­ση στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο ὅ­τι θά ᾿ρθοῦν οἱ Γερ­μα­νοί. Τό­τε κα­τά­λα­βαν οἱ πα­τέ­ρες, για­τί ὁ πα­πα–Σω­φρό­νιος ὁ Ρῶσ­σος τούς εἶ­χε πεῖ τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα νά κά­νουν προ­σευ­χή ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες στά κελ­λιά τους, δι­ό­τι ἔρ­χε­ται με­γά­λο κα­κό στό Μο­να­στή­ρι. Οἱ πα­τέ­ρες μέ συμ­βου­λή τοῦ πα­τρός Θε­ο­δο­σί­ου πού ἦ­ταν γραμ­μα­τέ­ας, ἔ­κα­ναν μία εἰ­κο­νι­κή κα­τα­δί­κη τοῦ πα­τρός Γε­ωρ­γί­ου, μέ ἀπό­φα­ση νά τόν κα­τα­δώ­σουν οἱ ἴ­διοι ὅ­ταν τόν δοῦν. Ἦρ­θαν οἱ Γερ­μα­νοί, τούς ἔ­δει­ξαν τά ἔγ­γρα­φα, καί ἐ­σώ­θη τό Μο­να­στή­ρι.
Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἡ Κα­το­χή καί ἐ­ξέ­λει­πε ὁ κίν­δυ­νος, ὁ πα­τήρ Γε­ώρ­γιος ἦρ­θε στό Μο­να­στή­ρι καί ἀνέ­λα­βε πά­λι τό δι­α­κό­νη­μά του. Ἔ­λε­γε: «Πέ­ρα­σα δύ­σκο­λα, ὅ­μως τέ­τοι­α εὐ­φρο­σύ­νη ψυ­χῆς δέν ξα­να­δο­κί­μα­σα. Ἦ­ταν ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ ἁ­γί­ου Παύ­λου καί τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου πού μέ ἐ­λευ­θέ­ρω­σαν».
Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς πού ἔ­σω­σε φυ­γα­δεύ­ον­τάς τον, ἦ­ταν γυι­ός Ὑ­πουρ­γοῦ τῆς Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας. Μό­λις τε­λεί­ω­σε ὁ πό­λε­μος ἦρ­θε νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση μέ μί­α σακ­κού­λα λί­ρες ἀ­πο­κα­λών­τας τον σω­τῆ­ρα του. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε:
–Ὁ Θε­ός ἔ­σω­σε κι ἐ­σέ­να κι ἐ­μέ­να.
–Αὐ­τά τά στέλ­νει ὁ πα­τέ­ρας μου μέ ὅ­λη τήν ἀ­γά­πη του.
–Δέν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη· αὐ­τά τά ἄ­φη­σα στόν κό­σμο, πρίν ξε­κι­νή­σω γιά δῶ.
–Πάρ­τα γιά τό Μο­να­στή­ρι.
–Δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τό Μο­να­στή­ρι ἀ­πό Νε­ο­ζη­λαν­δέ­ζι­κα χρή­μα­τα.
Συγ­κι­νή­θη­κε ὁ Νε­ο­ζη­λαν­δός καί ἀρ­γό­τε­ρα ἡ κυ­βέρ­νη­ση Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας τοῦ ἔ­στει­λε μία περ­γα­μη­νή ὡς με­γά­λο εὐ­ερ­γέ­τη της.
Τοῦ ἔ­στει­λαν πα­ρά­ση­μο καί ἀ­πό τήν Ἀγ­γλί­α καί ἤ­θε­λαν νά τοῦ δώ­σουν σύν­τα­ξη μέ χρυ­σές λί­ρες Ἀγ­γλί­ας, ἀλλά τἄ­στει­λε πί­σω. «Ὅ­,τι ἔ­κα­να γιά τήν Πα­τρί­δα μου τό ἔ­κα­να», εἶπε. Καί ἄλ­λοι πολ­λοί πού σώ­θη­καν ἀ­πό τόν π. Γε­ώρ­γιο τόν εὐ­γνω­μο­νοῦ­σαν καί ἤ­θε­λαν νά τόν ἀν­ταμεί­ψουν, ἀλ­λά δέν δέ­χτη­κε τί­πο­τε, ἄν καί τό­τε ἦ­ταν δύ­σκο­λα χρό­νια λό­γῳ τῆς φτώ­χειας καί τῆς δυ­στυ­χί­ας.
Εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να ἐ­κτε­νές ἡ­με­ρο­λό­γιο κα­τα­γρά­φον­τας ὅ­λα ὅ­σα πέ­ρα­σε. Ἄν δη­μο­σι­ευ­ό­ταν, θά γι­νό­ταν ἀ­νάρ­πα­στο. Ἀλ­λά μί­α μέ­ρα με­τά τόν κα­νό­να του τό ἔ­κα­ψε. «Δέν ται­ριά­ζουν αὐ­τά σέ κα­λο­γέ­ρους», εἶ­πε.
Ἄν καί ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος, δι­εκ­πε­ραί­ω­νε ὑπο­θέ­σεις σο­βα­ρές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ μέ ἐ­πι­τυ­χί­α. Πῆ­γε στήν Τρά­πε­ζα κατ᾿ ἐν­το­λήν τῆς Μο­νῆς καί πῆ­ρε χρή­μα­τα γιά μία ὑ­πό­θε­ση χω­ρίς ταυ­τό­τη­τα. «Τί τήν θέ­λε­τε τήν ταυ­τό­τη­τα; Ἐ­γώ εἶ­μαι». Ἄλ­λη φο­ρά πῆ­ρε λί­ρες ἀ­πό τήν Τρά­πε­ζα καί τίς ἔ­βα­λε σ᾿ ἕ­ναν πα­λαι­ό ντορ­βᾶ λε­ρω­μέ­νο· ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε μία πα­λαι­ά φα­νέλ­λα καί τίς με­τέ­φε­ρε στό Μο­να­στή­ρι. Στήν ἐ­πι­μο­νή τοῦ εἰ­σπρά­κτο­ρα νά βά­λη τόν ντορ­βᾶ μέ τίς ἀ­πο­σκευ­ές, ὁ π. Γε­ώρ­γιος δέν δέ­χτη­κε. Τοῦ εἶ­πε: «Ὅ­λες οἱ κυ­ρί­ες ἔ­χουν τήν τσάν­τα μα­ζί τους. Καί ἐ­γώ πού εἶ­μαι κα­λό­γε­ρος ἔ­χω τόν ντορ­βᾶ μου».
Τόν ἔ­στελ­νε τό Μο­να­στή­ρι καί ἀ­γό­ρα­ζε σι­τά­ρι ἀ­πό τήν Καλ­λι­κρά­τεια. Μία χρο­νιά δέν βρῆ­κε σι­τά­ρι καί ἔ­πρε­πε νά πά­η στήν Θεσ­σα­λί­α. Μπῆ­κε στό λε­ω­φο­ρεῖ­ο νά πά­η γιά Λά­ρι­σα. Σέ λί­γο ἦρ­θε καί κά­θη­σε μία γυ­ναῖ­κα δί­πλα του. Τοῦ λέ­γει ὁ λο­γι­σμός νά δῆ ποι­ά εἶ­ναι, καί ἀ­μέ­σως ἐ­πα­κο­λού­θη­σε ἕ­νας δι­ά­λο­γος μέ τόν λο­γι­σμό του.
–Για­τί νά δῆς;
–Νά ξέ­ρω μέ ποι­όν συν­τα­ξι­δεύ­ω.
–Ὄ­χι δέν θά τήν δεῖς. Ἐξ ἄλ­λου τό Εὐ­αγ­γέ­λιο  λέ­γει ὅ­τι, ἄν δῆς γυ­ναῖ­κα μέ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἤ­δη ἐ­μοί­χευ­σες ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου.
–Βρέ μία μα­τιά νά τήν δῆς, δέν χά­θη­κε ὁ κό­σμος. Μή­πως εἶ­ναι καί καμ­μία συγ­γε­νής σου.
Τε­λι­κά συν­τα­ξί­δε­ψαν τό­σες ὧ­ρες ἀ­πό Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­χρι Λά­ρι­σα καί δέν γύ­ρι­σε νά τήν δῆ. Οὔ­τε τῆς μί­λη­σε οὔ­τε τήν χαι­ρέ­τη­σε. Ἀ­φοῦ ἔ­φθα­σαν, πε­ρί­με­νε νά κα­τε­βῆ ἡ γυ­ναῖ­κα καί με­τά νά ση­κω­θῆ καί αὐ­τός γιά νά μήν τήν δῆ. Πῆ­γε στήν δου­λειά του ὁ π. Γε­ώρ­γιος καί τό­τε ὁ Θε­ός τόν ἀν­τά­μει­ψε. Αἰ­σθάν­θη­κε μία κα­τά­στα­ση ἀ­πε­ρί­γρα­πτη. Ἔ­λε­γε: «Τέ­τοι­α ἀ­γαλ­λί­α­ση πού δο­κί­μα­σα… Ἔ­τσι ἄν εἶ­ναι στόν  Πα­ρά­δει­σο, πα­ρα­πά­νω δέν θέ­λω. Καί δέν ἦ­ταν μία στιγ­μή. Μέ­ρες κρά­τη­σε. Ἔ­φυ­γα ἀ­πό τήν Λά­ρι­σα,  γύ­ρι­σα στό Μο­να­στή­ρι, αὐ­τό ἦ­ταν μέ­σα στήν ψυ­χή μου. Εὐ­φρο­σύ­νη ψυ­χῆς».
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μέ πολ­λά τά­λαν­τα καί μέ δύ­να­μη ψυ­χῆς. Σέ ὅ­λα του ἦ­ταν ἀ­ρι­στέ­ας. Καί φυ­σι­κά πιό πο­λύ δι­α­κρί­θη­κε στό μο­να­χι­κό στά­διο καί ἀ­νέ­βη­κε πνευ­μα­τι­κά. Ἦ­ταν βέ­βαι­α με­γά­λος ἀ­γω­νι­στής, ἀλ­λά πο­λύ βο­η­θή­θη­κε καί ἀ­πό τίς συμ­βου­λές τοῦ ἐ­να­ρέτου Ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Γρη­γο­ρί­ου, Ἀ­θα­να­σί­ου. Τίς εἶ­χε με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τίς τή­ρη­σε κα­τά γράμ­μα.
Τοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Ἡ­γού­με­νος: «Γράμ­μα δέν θά   γρά­ψεις πο­τέ σέ κα­νέ­ναν. Τε­λεί­ω­σε γιά σέ­να ὁ κό­σμος». Καί πράγ­μα­τι κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή δέν ἔ­γρα­ψε οὔ­τε μία σει­ρά. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν στόν Ἀρ­σα­νᾶ, τόν γνώ­ρι­ζαν πολ­λοί καί τοῦ ἔ­στελ­ναν γράμ­μα­τα καί εὐ­χετή­ρι­ες κάρ­τες. Δέν τ᾿ ἄ­νοι­γε. Τά ἔ­δι­νε σέ κά­ποι­ον καί τοῦ ἔ­λε­γε: «Δές τί εἶ­ναι αὐ­τό καί, ἄν θέ­λης, ἀ­πάν­τη­σέ το».
Τοῦ εἶ­πε ἀ­κό­μη ὁ πα­πα–Θα­νά­σης: «Ὁ κα­λό­γε­ρος πρέ­πει νά φτύ­νη τό κρεβ­βά­τι του!», ἐν­νο­ών­τας προ­φα­νῶς νά εἶ­ναι ἀ­τη­μέ­λη­το. Καί ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἔλε­γε ὅ­τι αὐ­τό τό τή­ρη­σε μέ ἀ­κρί­βεια.
Τοῦ εἶ­χε πεῖ ἐ­πί­σης ὁ πα­πα–Θα­νά­σης: «Λάμ­πα δέν θ᾿ ἀ­νά­ψεις. Θά μα­ζεύ­ε­σαι νω­ρίς στό κελ­λί σου, νω­ρίς θά κοι­μᾶ­σαι καί θά ση­κώ­νε­σαι νω­ρίς γιά τόν κα­νό­να καί τήν ἀ­κο­λου­θί­α». Τό εἶ­πε μία φο­ρά ὁ Πνευ­μα­τι­κός του καί τό κρά­τη­σε γιά ὅ­λη τήν ζω­ή του. Πο­τέ δέν ἄ­να­ψε λάμ­πα.
Τοῦ εἶ­πε ἀ­κό­μη νά μή βά­λη νε­ρό στό σῶ­μα του. Αὐ­τός τό κρά­τη­σε καί ἔ­κα­νε καί πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τήν ἐν­το­λή. Ἀ­πό τό­τε τή­ρη­σε τελεία ἀ­λου­σί­α. Ἔ­λε­γε: «Ἄν καί στό χω­ριό μου ἤ­μουν δελ­φί­νι, κο­λυ­μποῦ­σα πο­λύ, ἀ­πό τό­τε πού ἦρ­θα στό Μο­να­στή­ρι δέν ξα­ναμ­πῆ­κα στήν θά­λασ­σα». Ἐ­πί­σης ἔ­λε­γε: «Μέ τήν σκού­πα καί τήν σφουγ­γα­ρί­στρα ἐ­μεῖς μα­λώ­σα­με ἀ­πό χρό­νια».
Τά πό­δια του ἦ­ταν σάν τῆς χε­λώ­νας. Εἶ­χαν πιά­σει λέ­πια. Τό κε­φά­λι του λές καί τό εἶ­χε βου­τή­ξει στήν καρ­βου­νό­σκο­νη. Τό σῶ­μα του ἦταν πεν­τα­κά­θα­ρο, σάν βαμ­βά­κι. Δέν μύ­ρι­ζε, ἀλ­λά ἡ ἀ­τη­μέ­λη­τη καί ρυ­πα­ρή ὄ­ψη του ἀ­πω­θοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἔ­μοια­ζε μέ πο­λύ­τι­μο ἀ­δά­μαν­τα ἑ­κου­σί­ως πε­τα­μέ­νο στίς λά­σπες καί στά χώ­μα­τα. Αὐ­τό ἐπιζητοῦσε καί ὁ ἴ­διος. Τό ἔ­κα­νε γιά ἄ­σκη­ση ἀλλά κυρίως γιά νά τόν πε­ρι­φρο­νοῦν. Προ­σπα­θοῦ­σε νά μή φαί­νε­ται σπου­δαῖ­ος καί νά μήν τόν τι­μοῦν. Ἑ­κου­σί­ως πο­τέ δέν πλύ­θη­κε. Ὅ­ταν ἔ­βα­λαν κρε­μο­σά­που­νο στό μα­γει­ρεῖ­ο ρώ­τη­σε ἐν­τυ­πω­σι­α­σμέ­νος τί εἶ­ναι αὐ­τό καί πά­τη­σε τό κουμπί. Μό­λις τοῦ εἶ­παν σα­πού­νι, σκού­πι­σε τά χέ­ρια του στό ζω­στι­κό καί ἔ­λε­γε στε­νο­χω­ρη­μέ­νος ἐμ­φα­νῶς καί μέ ἀ­πο­ρί­α: «Πά, πά, πά,  σα­πού­νι!».
Και­νούρ­γιο ροῦ­χο δέν φο­ροῦ­σε πο­τέ. Ἔ­λε­γε: «Δοῦ­λος στά ροῦ­χα δέν γί­νο­μαι. Οὔ­τε τά ρά­σα οὔ­τε ἡ κου­ρά κά­νουν τόν μο­να­χό, ἀλ­λά ὁ οὐ­ρά­νιος πό­θος καί ἡ ἔν­θε­ος πο­λι­τε­ί­α». Ὅ­ταν ἦ­ταν στό Μο­να­στή­ρι τά ροῦ­χα του δέν πι­ά­νον­ταν. Πο­τέ δέν ἄλ­λα­ξε φα­νέλ­λα. Ἄν δέν ἔ­λυ­ω­νε ἡ μί­α πά­νω του, δέν φο­ροῦ­σε ἄλ­λη. Εἶ­χε ἕ­να ζω­στι­κό σχι­σμέ­νο καί τό ἔρ­ρα­βε μέ σύρ­μα χον­δρό πού φαι­νό­ταν. Ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν παν­τε­λό­νι, ἀ­φοῦ εἶ­χε λει­ώ­σει τό δι­κό του, πή­γαι­νε καί ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τά ἁ­πλω­μέ­να τῶν πα­τέ­ρων τό πιό πα­λαι­ό. Ἄν τοῦ ἐρ­χό­ταν μα­κρύ, τό ἔ­κο­βε μέ τό σου­γιά καί τό φο­ροῦ­σε. Τό ἴ­διο καί ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν πα­πού­τσια. Τά φο­ροῦ­σε, τά ἔ­δει­χνε σέ κεῖ­νον πού ἀ­νῆ­καν καί ἔ­λε­γε μέ τόν χα­ρι­τω­μέ­νο τρό­πο του: «Θε­ός σχω­ρέσ᾿ τον αὐ­τόν πού ἔ­χα­σε αὐ­τά τά πα­πού­τσια». Καί ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γε ὁ π. Γε­ρά­σι­μος «βρέ π. Γε­ώρ­γι­ε μή­πως εἶ­ναι τά δι­κά μου;» ἔ­κα­νε ὅ­τι πα­ρε­ξη­γεῖ­το καί ἔ­λε­γε: «Τί, κλέ­φτη μέ κά­νεις;». Ἔ­κα­νε αὐ­τό ὁ π. Γε­ώρ­γιος, γιά νά φο­ρᾶ πάν­τα πα­λαι­ά, ἐ­νῶ οἱ πα­τέ­ρες ἦ­ταν εὔ­κο­λο νά βροῦν ἄλ­λα καί μά­λι­στα και­νούρ­για. Ὁ τρό­πος του ἦ­ταν ὡραῖ­ος, εὐ­χά­ρι­στος καί ἔ­κρυ­βε πνευ­μα­τι­κό–κα­λογερικό βά­θος.
Ἄν πή­γαι­νε ὅ­μως ἔ­ξω στόν κό­σμο γιά ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, πρό­σε­χε λί­γο τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά μήν προ­κα­λῆ.
Δέν εἶ­χε καμ­μία προ­σπά­θεια γιά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά, οὔ­τε γιά τά χρή­μα­τα. Ὅ­ταν ἦ­ταν στόν Ἀρ­σα­νᾶ, γη­ρο­κο­μοῦ­σε ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη,  βρῆ­κε νά ἔ­χη 70 λί­ρες. Δέν κρά­τη­σε καμ­μί­α. Τίς ἔ­δω­σε ὅ­λες στό Μο­να­στή­ρι.
Τοῦ ἔ­λε­γε κά­ποι­ος συγ­κοι­νο­βιά­της του πει­ρά­ζον­τάς τον:  
–Ἡ κα­θα­ρι­ό­τη­τα εἶ­ναι μι­σή ἀρ­χον­τιά, ἔ­λε­γε ἡ δα­σκά­λα μου, π. Γε­ώρ­γι­ε.
–Αὐ­τά εἶ­ναι γιά τούς κο­σμι­κούς, πά­τερ μου. Ὁ ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ ἄλ­λα λέ­ει, ἀ­παν­τοῦ­σε μέ εὐ­στρο­φί­α.
Δι­ά­βα­ζε πο­λύ τήν Φι­λο­κα­λί­α, πού τήν ἀ­πο­καλοῦ­σε «Με­γά­λη φυλ­λά­δα», για­τί ἦ­ταν ἐ­πί­το­μη, καί τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ τόν Σύ­ρο. Αὐ­τά τά δύ­ο βι­βλί­α τά εἶ­χε πάν­τα μα­ζί του καί γιά ὅ,τι ἔ­λε­γε ἐ­πε­κα­λεῖ­το τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ.
Ἔ­λε­γε σέ μο­να­χό: «Εἶ­χα μία φι­λε­νά­δα (τήν Φι­λο­κα­λί­α), πού ὅ­ταν εἶ­χα δυ­σκο­λί­α καί τήν συμ­βου­λευ­ό­μουν, πο­τέ δέν ἔ­πε­φτα ἔ­ξω». Ἀ­πό τό πο­λύ δι­ά­βα­σμα τήν εἶ­χε λειώ­σει. Πα­ρό­λο πού ἦ­ταν τοῦ Δη­μο­τι­κοῦ ἤ­ξε­ρε ὁ­λό­κλη­ρα κε­φά­λαι­α ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ὅμως γε­νι­κά ἀ­πέ­φευ­γε νά συμ­βου­λεύ­η. «Ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α καί τούς προ­φή­τας», ἔ­λε­γε. Ὅ­ταν τοῦ ζη­τοῦ­σαν συμ­βου­λές, ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ἐ­γώ, πά­τερ μου, νά σᾶς συμ­βου­λέ­ψω; Θε­ω­ρῶ τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιον. Κα­θέ­νας ξέ­ρει πῶς θά οἰ­κο­νο­μή­σει τήν σω­τη­ρί­α του».
Εἶ­χε μία πη­γαί­α εὐ­γέ­νεια. Χρησιμοποιοῦσε τό «σᾶς πα­ρα­κα­λῶ» καί σέ ὅ­λους μι­λοῦ­σε στόν πλη­θυν­τι­κό ἀκόμη καί στόν τε­λευ­ταῖ­ο δό­κι­μο. Δι­και­ο­λο­γοῦ­σε μέ χα­ρι­τω­μέ­νο τρό­πο τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά του λέ­γον­τας: «Εἶ­χα δυ­ό γει­τό­νισ­σες Εὐ­γε­νί­ες, δέν μπο­ρῶ νά τίς προ­σβά­λω».
Ἦ­ταν πο­λύ φι­λα­κό­λου­θος. Πρίν ἀ­πό τό «Εὐ­λο­γη­τός» κα­τέ­βαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἔ­φευ­γε με­τά τό «Δι᾿ εὐ­χῶν». Πο­τέ δέν κα­θό­ταν στό στα­σί­δι. Στε­κό­ταν πάν­τα ὄρ­θιος. Ἦ­ταν ἐν­το­λή τοῦ πα­πα–Θα­νά­ση νά μήν κά­θε­ται στήν Λει­τουρ­γί­α.
Ἕ­νας πα­λαι­ός Ἡ­γού­με­νος δι­ο­ρα­τι­κός ἔ­βλε­πε  τούς δαί­μο­νες νά πη­δοῦν μέ­σα στό Μο­να­στή­ρι ἀ­πό τό κά­στρο με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο καί ἔ­λε­γε στούς πα­τέ­ρες: «Γρή­γο­ρα στά κελ­λιά σας πα­τέ­ρες, γρή­γο­ρα στά κελ­λιά σας». Ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός πού ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι καί εἶ­χε ἀ­κού­σει αὐ­τήν τήν ἱ­στο­ρί­α, φο­βό­ταν λί­γο τή νύ­χτα, ὅταν πήγαινε νά κτυπήση τό ἐ­γερ­τή­ριο γιά τόν κα­νό­να καί με­τά πού πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά ν᾿ ἀνάψη τά καν­τή­λια. Ὅ­μως στόν νάρ­θη­κα εὕ­ρι­σκε τόν π. Γε­ώρ­γιο, πού ἐρ­χό­ταν πρίν ἀ­πό τό πρῶ­το ξύ­λο, καί καθισμένος ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι. Τόν πα­ρη­γο­ροῦ­σε ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ π. Γε­ωρ­γί­ου καί κά­ποι­α φο­ρά τόν ρώ­τη­σε για­τί ἔρ­χε­ται τό­σο νω­ρίς. Ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὁ π. Γε­ώρ­γιος τό ἑ­ξῆς: «Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος, δυ­ό–τρεῖς φο­ρές κα­θυ­στέ­ρη­σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Εἶ­πα· “­ἄς τε­λει­ώ­ση τό Με­σο­νυ­κτι­κό, εἶ­μαι κου­ρα­σμέ­νος”. Εἶ­δα τό­τε τόν ἅ­γιο Παῦ­λο στόν ὕ­πνο μου μέ τό μπα­στού­νι νά μοῦ λέ­γη: “Σή­κω καί κα­τέ­βα στήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ό­τι θά σπά­σω τό μπα­στού­νι στήν πλά­τη σου. Ἀλ­λοί­μο­νό σου­”».
Εἶ­χε ἀ­κρί­βεια με­γά­λη. Με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο οὔ­τε ἔ­πι­νε νε­ρό οὔ­τε ἔ­τρω­γε τί­πο­τε. Προ­σκυ­νοῦ­σε τε­λευ­ταῖ­ος καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ τήν σει­ρά μου τήν ξέ­ρω. Πά­ω τε­λευ­ταῖ­ος γιά νἆ­μαι πρῶ­τος». Δέν πί­στευ­ε φυ­σι­κά ὅ­τι θά εἶ­ναι πρῶ­τος, ἀλ­λά μέ αὐ­τό κά­λυ­πτε τήν τα­πει­νή του ἐ­νέρ­γεια. Ἀ­πό εὐ­λά­βεια, ὅ­ταν ἔ­παιρ­νε ἀν­τί­δω­ρο ἤ στήν χρί­ση πού γι­νό­ταν στίς Ἀ­γρυ­πνί­ες, δέν γύ­ρι­ζε τήν πλά­τη στόν ἱε­ρέ­α, ἀλ­λά ἔ­φευ­γε πι­σωβα­δί­ζον­τας.
Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ τόν ἅ­γιο Νε­κτά­ριο σέ ὀ­πτα­σί­α, ἐν ὥ­ρᾳ ἀ­κο­λου­θί­ας. «Εἶ­δα ἕ­ναν Ἀρ­χι­ε­ρέ­α μέ ἅ­πα­σαν τήν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή στο­λή νά βγα­ί­νη ἀ­πό τήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη. Στήν ἀ­πο­ρί­α μου ποι­ός εἶ­ναι, ὁ ἐν­δι­ά­θε­τός μου λό­γος μοῦ εἶ­πε: ”Ὁ Ἅ­γιος Νε­κτά­ριος!”. Ἔ­τρε­ξα καί ἔ­βα­λα ἐ­δα­φι­α­ί­α με­τά­νοι­α ζη­τών­τας τήν εὐ­χή του, νά μέ εὐ­λο­γή­ση: ”Δός μου τήν εὐ­χή σου καί εὐ­λό­γη­σέ με. Ἐ­μεῖς στό Μο­να­στή­ρι σοῦ κά­νου­με καί Ἀ­γρυ­πνί­α­”. Μέ στα­ύ­ρω­σε καί ἔ­πει­τα ὅ­λα χά­θη­καν».
Ἄλ­λη φο­ρά δι­η­γή­θη­κε: «Ἐ­νῶ στε­κό­μουν μία φο­ρά στό νάρ­θη­κα καί ἔ­βγαι­ναν οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, εἶ­δα κά­τι πα­ρά­δο­ξο. Ἄλ­λοι πα­τέ­ρες ἦ­ταν ντυ­μέ­νοι μέ ἅ­πα­σαν τήν μο­να­χι­κήν ἐν­δυ­μα­σί­α, ρά­σο, σκου­φί, κου­κο­ύ­λι, Σχῆ­μα. Ἀ­πό ἄλ­λους το­ύς ἔ­λει­πε τό κου­κο­ύ­λι, ἀ­πό ἄλ­λους τό σκου­φί, ἀ­πό ἄλ­λους τό Σχῆ­μα, ἀ­πό ἄλ­λους τό ρά­σο, ἄλ­λοι ἦ­ταν μέ τά κοσμικά ροῦ­χα μό­νο. Τότε ἄ­κου­σα φω­νή δί­πλα μου νά λέ­η: ”Αὐτό πού βλέ­πεις δε­ί­χνει τί ἔ­χει πά­ρει ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τήν ἀ­κο­λου­θί­α, κα­θώς βγα­ί­νει ἀ­πό τό να­ό­”».
Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν πα­ρά­δο­ση καί ἀ­πο­στρε­φό­ταν τά κο­σμι­κά πράγ­μα­τα καί τίς τε­χνι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις. Ἦταν Ἀν­τι­πρό­σω­πος καί τό­τε ἡ Κοι­νό­τη­τα συζη­τοῦ­σε τό θέ­μα δι­α­νοί­ξε­ως αὐ­το­κι­νη­το­δρό­μων στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἴ­σως ἦ­ταν λί­γο πρίν ἀ­πό τήν χι­λι­ε­τη­ρί­δα. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος καί δέν ὑ­πέ­γρα­ψε. Ἔ­βλε­πε πο­λύ μα­κρυ­ά. Κα­τε­νό­η­σε πο­λύ σω­στά, ὅ­σον ὀ­λί­γοι, ὅ­τι οἱ δρό­μοι θά κα­τα­στρέ­ψουν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὅ­μως οἱ δρό­μοι ἔ­γι­ναν καί ὁ π. Γε­ώρ­γιος, ὅ­ταν εἶ­δε νά ἀ­νοί­γουν δρό­μο στό Μο­να­στή­ρι του, ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε γιά ἑ­νά­μι­ση χρό­νο στήν Κε­ρα­σιά. Ἕ­νας Πνευ­μα­τι­κός τόν συμ­βού­λευ­σε: «Κα­λά ἔ­κα­νες καί ἔ­φυ­γες, ἀλ­λά ἐ­γώ σοῦ συ­νι­στῶ νά γυ­ρί­σης πί­σω, δι­ό­τι μπο­ρεῖ οἱ μέ­ρες σου νά εἶ­ναι λί­γες, καί εἶ­δα πολ­λούς νά πε­θαί­νουν μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν με­τά­νοι­ά τους δυ­στυ­χι­σμέ­νοι».
Γύ­ρι­σε στό Μο­να­στή­ρι του καί εἶ­δε νά γί­νων­ται καί ἄλ­λοι δρό­μοι. Εἶ­πε τό­τε στόν ἑ­αυ­τό του: «Ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι μου δέν φεύ­γω, ἀλ­λά μέ­σα στό Ἅγιον Ὄ­ρος δέν θά ἀ­νε­βῶ πο­τέ σέ αὐ­το­κί­νη­το, ἐ­πει­δή δέν συμ­φω­νῶ μέ τούς δρό­μους, δι­ό­τι θά κα­τα­στρέ­ψουν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος». Πράγ­μα­τι τά λό­για  του τά συ­νώ­δευ­σε ἡ πρά­ξη. Ἔ­ξω στόν κό­σμο πού ἔ­βγαι­νε γιά δι­ά­φο­ρες ὑ­πο­θέ­σεις τῆς Μο­νῆς, ἀ­νέ­βαι­νε σέ αὐ­το­κί­νη­το· στό Ὄ­ρος ὅ­μως ὄ­χι. Δέν ἀ­νέ­βαι­νε οὔ­τε καί στό λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Πή­γαι­ναν στό βου­νό ὑ­πη­ρε­σια­κά νά δοῦν κά­τι, αὐ­τός ξε­κι­νοῦ­σε δύ­ο ὧ­ρες νω­ρί­τε­ρα μέ τό μου­λά­ρι. Καί ὡς Ἀν­τι­πρό­σω­πος ἀ­νέ­βαι­νε ἀ­πό τήν Δάφ­νη στίς Κα­ρυ­ές μέ τά πό­δια. Τέ­τοι­α ἀ­κρί­βεια εἶ­χε! Καί τήν ἀ­κρί­βεια αὐ­τή τήν δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τήν «γρι­γιά», ὅ­πως ἀλ­λοι­ῶς ἔ­λε­γε τήν Φι­λο­κα­λί­α, γιά νά μήν φαί­νε­ται ὅ­τι δι­α­βά­ζει.
Κά­πο­τε πού εἶ­χε πρό­βλη­μα μέ τήν κή­λη, ἐ­πι­σκέ­φτη­κε ἕ­ναν γνω­στό του Ἀν­τι­πρό­σω­πο στό Βα­το­πέ­δι καί προ­σκύ­νη­σε τήν Τι­μί­α Ζώ­νη τῆς Πα­να­γί­ας. Προ­σευ­χή­θη­κε καί ἡ Πα­να­γί­α τόν θε­ρά­πευ­σε. Ἀπό τό­τε κά­θε χρόνο μέ­χρι τήν κοί­μη­σή του πή­γαι­νε στήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Ἁ­γί­ας Ζώ­νης. Οὔ­τε κελ­λί ἤ­θε­λε οὔ­τε κρεβ­βά­τι. Οἱ πα­τέ­ρες τόν γνώ­ρι­ζαν καί ἔ­κα­ναν τό πᾶν γιά νά τόν ἀ­να­παύ­σουν, ἀλ­λά αὐ­τός κα­θό­ταν σ᾿ ἕ­να στα­σί­δι στό νάρ­θη­κα σ᾿ ὅ­λη τήν ἀ­γρυ­πνί­α. Ξε­κι­νοῦ­σε μία μέ­ρα πρίν ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του μέ τό κα­ρά­βι. Ἀ­νέ­βαι­νε στίς Κα­ρυ­ές μέ τά πό­δια καί τόν ντορ­βᾶ στήν πλά­τη, καί ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές μέ­χρι τό Βα­το­πέ­δι πά­λι μέ τά πό­δια. Με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἔ­φθα­νε στίς Κα­ρυ­ές μέ τά πό­δια, δι­α­νυ­κτέ­ρευ­ε, καί πά­λι μέ τά πό­δια κα­τέ­βαι­νε στήν Δάφ­νη γιά νά πά­ρη τό κα­ρά­βι. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε μέ­χρι τό 1997, σέ ἡ­λι­κί­α 87 ἐ­τῶν, δι­ό­τι τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος ἐ­κοι­μή­θη.
Ὅταν στό Μο­να­στή­ρι ἔ­βα­λαν ζυ­μω­τή­ριο, δέν ξα­ναμ­πῆ­κε στό μαγ­κι­πειό, πα­ρά μό­νο μία φο­ρά, ὅταν τόν πα­ρα­κάλε­σε ὁ μάγ­κι­πας νά τόν βο­η­θή­ση για­τί εἶ­χε ἀ­πο­τυ­χί­ες στό ψω­μί, καί τοῦ εἶ­πε καί ὁ Γέ­ρον­τας. Πῆ­γε καί μέ μία μα­τιά κα­τά­λα­βε τί ἔφται­γε. Τόν συμ­βού­λευ­σε καί ἔ­φυ­γε.
Στό κελ­λί του εἶ­χε μό­νο ἕ­να ρο­λό­ϊ, τό μπαγ­κρά­τσι πού ἔ­παιρ­νε τό φα­γη­τό του καί ἕ­να ζω­στι­κό πού δέν πι­α­νό­ταν.
Δέν ἄ­φη­σε νά τοῦ βά­λουν οὔ­τε ρεῦ­μα οὔ­τε κα­λο­ρι­φέρ. Ἔ­με­ινε μέ τήν ξυ­λό­σομ­πα. Οἱ τοῖ­χοι ἦ­ταν κα­τά­μαυ­ροι, δι­ό­τι εἶ­χε τήν πόρ­τα τῆς σόμ­πας ἀ­νοι­χτή, γιά νά βλέ­πη τήν φω­τιά, καί ἔ­τσι κά­πνι­ζε καί μαύ­ρι­ζαν οἱ τοῖ­χοι. Προ­τι­μοῦ­σε νά κου­βα­λᾶ τά ξύ­λα μέ τά χέ­ρια καί ν᾿ ἀ­νε­βα­ί­νη τίς σκά­λες, πα­ρά νά βά­λη κα­λο­ρι­φέρ. Ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος μέ τίς τε­χνι­κές  ἐξε­λί­ξεις, τό κο­σμι­κό πνεῦ­μα καί τίς ἀ­λό­γι­στες εὐ­κο­λί­ες. Αὐ­τά τά θε­ω­ροῦ­σε ἀ­ταί­ρια­στα καί κα­τα­στρε­πτι­κά γιά τούς μο­να­χούς.
Ἄν καί ἦ­ταν δρα­στή­ριος καί ἐρ­γα­τι­κός, ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν ἡ­συ­χί­α. Ἔ­λε­γε: «Ἡ κα­λύ­τε­ρη συν­τρο­φιά τῆς ψυ­χῆς μου εἶ­ναι ἡ μο­να­ξιά». Ἦ­ταν Ἀντι­πρό­σω­πος καί ἔ­με­νε στίς Κα­ρυ­ές. Γιά μία πε­ρί­ο­δο 27 ἡ­με­ρῶν εἶ­χε πυ­κνή ὁ­μί­χλη, τό­ση πού ἡ κε­ρα­σιά ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρό του δέν φαι­νό­ταν. Ὁ φι­λή­συ­χος π. Γε­ώρ­γιος δέν στε­νο­χω­ρέ­θη­κε. Τό θε­ώ­ρη­σε εὐ­λο­γί­α καί ἔ­λε­γε: «Ἦ­ταν οἱ κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μου. Κα­θό­μουν μέ­σα καί ἔ­κα­να κομ­πο­σχο­ί­νι».
Ἱ­ε­ρο­κοι­νο­τι­κό πρό­σω­πο μαρ­τυ­ρεῖ: «Ἀ­πό το­ύς Ἀν­τι­προ­σώ­πους αὐ­τός πού μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἦταν ὁ π. Γε­ώρ­γιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της. Πο­λύ κα­λός κα­λό­γε­ρος καί ἄν­θρω­πος τῆς εὐ­χῆς. Ὅ­ταν ἦ­ταν Ἐ­πι­στά­της, ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό γρα­φεῖ­ο πού κά­θον­ταν ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι καί πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να δι­πλα­νό καί ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι. Ὅ­ταν τόν φώ­να­ζαν νά βά­λη ὑ­πο­γρα­φή, πή­γαι­νε, ὑ­πέ­γρα­φε καί πά­λι ἔ­φευ­γε γιά νά συ­νε­χί­ση τά κομ­πο­σχο­ί­νια του. Εἶ­χε δι­ά­κρι­ση καί ἀρ­χον­τιά. Σέ θέ­μα­τα πού δέν συμ­φω­νοῦ­σε γιά λό­γους μο­να­χι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως, οὔ­τε καυ­γά­δι­ζε οὔ­τε πε­ί­σμω­νε οὔ­τε προ­σπα­θοῦ­σε νά ἐ­πι­βά­λη τήν γνώ­μη του».
Κά­ποι­α φο­ρά, ὅ­ταν ἦ­ταν Ἀρ­σα­νά­ρης, ἦρ­θαν τέσ­σε­ρις Γερ­μα­νοί νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν. Ἔ­χα­σαν τόν δρό­μο ἐρ­χό­με­νοι ἀ­πό τό Δι­ο­νυ­σί­ου καί ἡ πόρ­τα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ εἶ­χε κλεί­σει. Τούς δέ­χτη­κε, τούς ἔ­στρω­σε τρά­πε­ζα, τούς κοί­μη­σε μέ τόν κα­λύ­τε­ρο  τρό­πο καί τό πρωΐ ἔ­φυ­γαν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι. Ἄν καί τό­σα ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τούς προγόνους τους, ὅ­λα τά ξέ­χα­σε, για­τί ἦ­ταν μα­θη­τής γνή­σιος τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου, πού δί­δα­ξε ἔμ­πρα­κτα τήν ἀ­γά­πη καί πρός τούς ἐ­χθρούς.
Φρόν­τι­ζε στόν Ἀρ­σα­νᾶ νά γίνωνται κά­που–κά­που Λει­τουρ­γί­ες. Κά­ποι­α φο­ρά κά­λε­σε τόν ἡ­γού­με­νο πα­πα–Ἀν­δρέ­α καί τόν π. Γε­ρά­σι­μο. Μό­λις τε­λεί­ω­σε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἔ­κα­νε κα­φέ στούς ἄλ­λους καί αὐ­τός μέ πί­στη πῆ­γε νά ση­κώ­ση τίς πε­το­νι­ές. Ἦ­ταν σί­γου­ρος, για­τί εἶ­χε πα­ρα­κα­λέ­σει τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο, στόν ὁ­ποῖ­ο τι­μᾶ­ται ὁ να­ός τοῦ Ἀρ­σα­νό­σπι­του, καί πε­ρί­με­νε τό θαῦ­μα. «Χθές ἔ­βα­λα με­τά­νοι­α καί τόν πα­ρα­κά­λε­σα γιά ἕ­να ψα­ρά­κι», εἶ­πε. Πράγ­μα­τι πι­ά­στη­κε ἕ­να ρο­φα­δά­κι δύ­ο πι­θα­μές. «Ὁ ἅ­γιος Δη­μή­τριος θά σᾶς κά­νει τήν τρά­πε­ζα», εἶ­πε. Οἱ πα­τέ­ρες θαύ­μα­σαν τήν πί­στη του. Τό ἔ­ψη­σε, δό­ξα­σαν τόν Θε­ό καί εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Ἅ­γιο.
Ἦ­ταν εὔ­χα­ρις καί ἄνετος στήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μέ τούς ἄλ­λους, λέ­γον­τας τά ὡ­ραῖ­α του ἀ­στεῖ­α. Ἔ­λε­γε σέ κά­ποι­ον μο­να­χό: «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, μπο­ρεῖ­τε νά μοῦ δώ­σε­τε δύ­ο σκόρ­δα; Ἐ­γώ δέν τά τρώ­ω, ἀλ­λά ἔ­χω ποί­η­ση (ἀν­τί πί­ε­ση), καί αὐ­τά μοῦ εἶ­παν ὅ­τι βο­η­θοῦν στήν ποί­η­ση». Ἄλ­λη φο­ρά δέν αἰ­σθα­νό­ταν κα­λά καί ἔ­λε­γε: «Ἀ­κού­ω πώς κυ­κλο­φο­ρεῖ οἴ­η­ση (ἴ­ω­ση). Μή­πως ἔ­χω καί ἐ­γώ;». Τόν ἀ­πό­παιρ­νε κά­ποι­ος λέ­γον­τάς του: «Δέν ξέ­ρεις τί λές, μω­ρέ;». Ἀπαν­τοῦ­σε τα­πει­νά: «Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, πά­τερ. Ἄλ­λη φο­ρά δέν θά ξα­να­πῶ».
Συμ­βού­λευ­ε κά­ποι­ον πού ἤ­θε­λε νά ἀ­δυ­να­τί­ση: «Θά σοῦ πῶ ἐ­γώ τό φάρ­μα­κο. Ἀ­κι­νη­σί­α σι­α­γό­νων. Σί­γου­ρα θ᾿ ἀ­δυ­να­τί­σεις».
Ἐ­πί­σης ἔ­λε­γε ἀ­πό τήν πεῖ­ρα του: «Ἅ­μα ἀ­φή­σης τήν ἀ­κο­λου­θί­α, τόν κα­νό­να καί τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, εἶ­ναι σάν νά βά­ζης γρά­σο στά πα­πο­ύ­τσια σου καί ὁ δι­ά­βο­λος θά σέ βγά­λει ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι». 
Δέν δε­χό­ταν τί­πο­τε ἀ­πό κα­νέ­ναν. Ὅ,τι καί ἄν τοῦ ἔ­δι­ναν δέν τό δε­χό­ταν. Καί ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν «για­τί;», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Τό βρῆ­κα στόν Με­γά­λο Κα­νό­να». «Ἐ­ξόλ­λυ­σιν ἑ­αυ­τόν ὁ δω­ρο­λή­πτης»[1]. Κά­ποια­ φο­ρά πού ἦ­ταν στόν κό­σμο τόν εἶ­δε μί­α ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μέ τρύ­πια πα­πο­ύ­τσια καί τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­πι­τρέψ­τε μου, πά­τερ, νά σᾶς πά­ρω ἕ­να ζευ­γά­ρι πα­πού­τσια». Ἀ­πάν­τη­σε: «Εἶ­μαι ἀ­πό Μο­να­στή­ρι πού ἔ­χει καί πα­πού­τσια. Ἔ­χει ἄλ­λους φτω­χούς, βο­ή­θη­σε ἀλ­λοῦ».
Ζοῦ­σε τήν ξε­νιτεί­α μέ ὅ­λη τήν ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξε­ως. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε στήν Ἀ­θή­να γιά ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, δέν περ­νοῦ­σε νά δῆ τήν μάν­να του πού ἦ­ταν χή­ρα ἀ­πό νέ­α. «Ἐ­γώ», ἔ­λε­γε, «ἀ­παρ­νή­θη­κα αὐ­τόν τόν κό­σμο γιά τόν Χρι­στό. Ἄν πη­γαί­νω ἐ­γώ νά δῶ το­ύς δι­κο­ύς μου, θά πρέ­πει νά πᾶ­νε καί οἱ ἄλ­λοι». Δέν πα­ρέ­βαι­νε ὁ ἴ­διος τίς μο­να­χι­κές του ὑ­πο­σχέ­σεις οὔ­τε γι­νό­ταν αἴ­τιος νά τίς πα­ρα­βοῦν ἄλ­λοι.
Κάποια φο­ρά πού θά συ­νώ­δευ­ε ἕ­να κα­λο­γέ­ρι στόν κό­σμο γιά νά πάη στόν για­τρό, τοῦ εἶ­πε ὁ νέ­ος μο­να­χός ὅ­τι κα­νό­νι­σε μέ τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο νά ἔρ­θη ἡ μη­τέ­ρα του νά τόν δῆ. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἀ­πάν­τη­σε: «Ὅ­πως ἔ­χε­τε κα­νο­νί­σει μέ τόν Γέροντα, πά­τερ. Ἁ­πλῶς κο­ί­τα­ξε. Αὐ­τά εἶ­ναι σχοι­νιά πού κρα­τᾶν τό κα­ρά­βι. Ὅ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρα σχοι­νιά τοῦ κό­ψου­με, δέν θά κρα­τη­θεῖ τό κα­ρά­βι, καί θά προ­χω­ρή­σει».
 Κά­πο­τε τόν εἶ­δε στήν Ἀ­θή­να μία χω­ρια­νή του καί τόν φώ­να­ξε· «πά­τερ Γε­ώρ­γι­ε». Αὐ­τός συ­νέ­χι­σε βα­δί­ζον­τας πιό γρή­γο­ρα. Ἐ­κεί­νη ἔ­τρε­ξε, τόν πρό­φθα­σε καί τόν ρώ­τη­σε:
–Δέν εἶ­σαι ὁ πά­τερ Γε­ώρ­γιος;
–Πά­ψε, κυ­ρά μου, ποι­ός πά­τερ Γε­ώρ­γιος; Ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τός ὁ πά­τερ Γε­ώρ­γιος; Μπερ­δεύ­τη­κες.
–Ἄχ, μέ συγ­χω­ρῆτε…, εἶ­πε ἡ γυ­ναῖ­κα ντρο­πι­α­σμέ­νη. Καί ὁ π. Γε­ώρ­γιος συ­νέ­χι­σε τό δρό­μο του ψι­θυ­ρί­ζον­τας:                                                                      
–Ἄ­στην ἐ­κεῖ. Κου­βέν­τα θά κά­νου­με τώ­ρα; Ἐ­μεῖς ἔχο­υμε ἄλ­λες δου­λει­ές, εἶ­πε στόν συ­νο­δοι­πό­ρο του.
Σέ προ­σκυ­νη­τή πού τόν ρώ­τη­σε ἀ­πό ποῦ εἶ­ναι, ἀ­πάν­τη­σε εὔ­στρο­φα καί ἁ­πλά: «Ἄ, ἐ­γώ σέ κα­ρά­βι γεν­νή­θη­κα, δέν εἶ­μαι ἀ­πό που­θε­νά». Στό Μο­να­στή­ρι ὁ προ­σκυ­νη­τής ἔ­μα­θε ρω­τών­τας ὅ­τι αὐ­τός ἦ­ταν ὁ π. Γε­ώρ­γιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἤ­θε­λε κα­νείς νά τόν γνω­ρί­ζη καί νά ἀ­σχο­λῆ­ται μα­ζί του. Κάποτε πού ἦ­ταν κη­που­ρός, κά­ποι­ος προ­σκυ­νη­τής εἶ­χε μπερ­δευ­τῆ, ἔχα­σε τό μο­νο­πά­τι καί ἔ­φθα­σε σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Τόν ἄ­κου­σε ὁ π. Γε­ώρ­γιος πού φώ­να­ζε «βο­ή­θεια». Πῆ­γε καί τόν ἔ­σω­σε. Στόν Ἑ­σπε­ρι­νό τόν εἶ­δε ὁ ἄν­θρω­πος καί ἤ­θε­λε νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση. «Ἐ­μέ­να, κύ­ρι­ε;», ἀ­πάν­τη­σε. «Δέν σᾶς ξέ­ρω. Λά­θος κά­νε­τε», καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε.
Ὅ­ταν ὁ π. Γε­ώρ­γιος πέ­ρα­σε τά 80 του, ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ τίς δυ­να­στεῖ­ες[2] μου τίς πέ­ρα­σα, τώ­ρα τί πε­ρι­μέ­νω; Ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα κό­πος καί πό­νος».[3]
Στα­μά­τη­σε πλέ­ον νά κά­νη δι­α­κό­νη­μα καί περ­νοῦ­σε τήν ἡ­μέ­ρα στό ση­μεῖ­ο πού ἡ Μάρω, ὅ­ταν ἔ­φε­ρε τά Τίμια Δῶ­ρα, ἄ­κου­σε τήν φω­νή τῆς Πα­να­γί­ας. Ἄ­να­βε τό καν­τή­λι καί προ­σευ­χό­ταν μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι ὥς τόν Ἑ­σπε­ρι­νό. Ἔ­βα­λε δυ­ό–τρεῖς λα­μα­ρῖ­νες γιά σκε­πή καί κα­λά­μια, καί εἶ­χε ἕ­να ἁ­πλό σκα­μνά­κι γιά νά κά­θε­ται. Φο­ροῦ­σε καί ἕ­να πέ­τσι­νο ἐ­πα­νω­φό­ρι γιά τό κρύ­ο. Ὧ­ρες ἀ­τε­λεί­ω­τες ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή. Προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν πλέ­ον γιά τό με­γά­λο τα­ξί­δι. Ἔ­λε­γε: «Πά­τερ μου, τί Τε­τάρ­τη, τί Σάβ­βα­το. Εἶ­ναι δου­λειά πού θά γί­νει. Δέν φο­βᾶ­μαι κα­θό­λου».
Στούς πε­ρα­στι­κούς ἀ­πέ­φευ­γε νά μι­λᾶ ἤ ἔ­κα­νε σα­λό­τη­τες. Τόν ρώ­τη­σε κλη­ρι­κός:
–Ἀ­πό ποῦ εἶ­σαι Γέ­ρον­τα;
–Ἔ, πε­ρα­στι­κός εἶ­μαι.
–Τό ὄ­νο­μά σας;
–Κο­λο­κυ­θό­που­λος.
Πολ­λές φο­ρές ἔ­με­νε ὅ­λη τή νύ­χτα στό κοι­μη­τή­ρι προ­σευ­χό­με­νος, καί μά­λι­στα τόν χει­μῶ­να μέ κρύ­ο. Μία φο­ρά ξέ­χα­σε ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ν᾿ ἀ­νοί­ξη τήν πόρ­τα τῆς Μο­νῆς τό πρωΐ στήν ἀ­κο­λου­θί­α, καί ὁ  π. Γε­ώρ­γιος χτυ­ποῦ­σε νά τοῦ ἀ­νοί­ξουν.
Μέχρι τά γη­ρά­μα­τά του δέν ἄλ­λα­ξε κελ­λί, ἄν καί ἦταν πο­λύ ψη­λά καί δυ­σκο­λευ­ό­ταν για­τί ἀ­νέ­βαι­νε πολ­λά σκα­λο­πά­τια. Μάλιστα στά τε­λευ­ταῖ­α του εἶ­χε σχε­δόν τυ­φλω­θῆ καί πή­γαι­νε ψη­λα­φη­τά, ἀ­κου­μπών­τας στόν τοῖ­χο. Δέχθηκε καί τοῦ ἔ­βα­λαν μία λαμ­πί­τσα νά βλέ­πη. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί ἔ­λε­γε: «Τοὐ­λά­χι­στον τώ­ρα βλέ­πω τό κρεβ­βά­τι μου».
Ὅ­ταν πή­γαι­ναν νέ­οι πα­τέ­ρες στό κελ­λί του καί τόν ρω­τοῦ­σαν ἄν θέ­λη κά­τι νά τοῦ φέ­ρουν, αὐ­τός τούς ζη­τοῦ­σε νά τόν ἀ­φή­νουν μό­νο. «Για­τί, Γέ­ρον­τα;», τόν ρω­τοῦ­σαν. «Ὅ­ταν μεί­νης μό­νος σου, ὁ Θε­ός σοῦ στέλ­νει τρεῖς Ἀγ­γέ­λους νά εἶ­ναι μα­ζί σου».
Στά τε­λευ­ταῖ­α του ὑ­πέ­φε­ρε καί ἀ­πό τήν μέ­ση του, ἀλ­λά κα­τέ­βαι­νε κά­θε μέ­ρα στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Κά­ποι­α μέ­ρα πέ­ρα­σε ὁ Ἑ­ξά­ψαλ­μος καί ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἔ­λει­πε. Ἀ­νέ­βη­κε ὁ γη­ρο­κό­μος νά τόν δῆ καί τόν βρῆ­κε κε­κοι­μη­μέ­νον, ὅ­πως ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νος μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι στό χέ­ρι. Ἦ­ταν κα­λο­καί­ρι 23 Ἰ­ου­λί­ου 1998. Γιά νά τόν ντύ­σουν δέν βρῆ­καν δι­κά του ροῦ­χα. Οἱ πα­τέ­ρες ἔ­δω­σαν δι­κά τους ροῦ­χα καί τόν ἔ­πλυ­ναν γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ζω­ή του ἀ­πό τό­τε πού ἔ­γι­νε μο­να­χός.
Μα­κά­ριος εἶ­ναι ὁ πα­τήρ Γε­ώρ­γιος πού μέ τήν ἀ­λου­σί­α καί τήν τα­πεί­νω­σή του κα­τώρ­θω­σε νά δι­α­φυ­λά­ξη ἀ­σύ­λη­το τόν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το. Κα­τώρ­θω­σε ἐ­πι­με­λῶς νά ἀ­πο­φύ­γη τόν φω­το­γρα­φι­κό φα­κό, πρᾶγ­μα δυ­σκο­λο­κα­τόρ­θω­το για­τί ἔ­ζη­σε τό­σα χρό­νια σέ Μο­να­στή­ρι καί ἔ­κα­νε Ἀν­τι­πρό­σω­πος καί Ἐ­πι­στά­της στίς Κα­ρυ­ές. Ἀ­πό τα­πε­ί­νω­ση δέν βρέ­θη­κε φω­το­γρα­φί­α του, οὔ­τε ταυ­τό­τη­τα οὔ­τε βι­βλι­ά­ριο ὑ­γεί­ας. Τώ­ρα ἄς χαί­ρε­ται καί ἄς εὐ­φραί­νε­ται ἐ­κεῖ πού βρί­σκε­ται, καί νά εὔ­χε­ται νά συγ­χω­ρε­θοῦν ὅ­σοι τόν ἔ­κρι­ναν ἐ­πι­πό­λαι­α ἀ­πό τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά καί τόν ὑ­πο­τί­μη­σαν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.
  1. 1. Πα­ροιμ. ι­ε΄, (Στό ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Τε­τάρ­της πρό τοῦ Με­γά­λου Κα­νό­νος).
  2. «Αἱ ἡ­μέ­ραι τῶν ἐ­τῶν ἡ­μῶν ἐν αὐ­τοῖς ἑ­βδο­μή­κον­τα ἔ­τη, ἐάν δέ ἐν δυ­να­στε­ί­αις, ὀ­γδο­ή­κον­τα ἔ­τη, καί τό πλεῖ­ον αὐ­τῶν κό­πος καί πό­νος» (Ψαλμ. πθ΄, 10).