«Θυμάμαι την ακόλουθη συζήτηση με τον Γέροντα, όταν ήμουν υποψήφιος φοιτητής:
–Πάτερ, ένας συνυποψήφιος στο φροντιστήριο, στις συζητήσεις μας, από ’δω
το φέρνει, από ’κει το πάει, όλο με παροτρύνει να βρω φιλενάδα. Βέβαια,
δεν με επηρεάζει, αλλά με ενοχλεί. Τί να του πω για να σταματήσει;
–Έχει αδελφή ο φίλος σου;
–Έχει, πάτερ.
–Πες του: “Εντάξει! Θα μου κάνεις όμως ένα χατίρι. Με ξέρεις τί καλό
παιδί είμαι. Θα μου δώσεις, λοιπόν, για ένα βράδυ την αδελφή σου!”. Πες
του έτσι, και βλέπουμε στην συνέχεια.
Την άλλη μέρα, έθεσα σε άμεση εφαρμογή το “σχέδιο” του Γέροντα. Ο φίλος μου, άρχισε πάλι τα “συνηθισμένα” του.
–Λοιπόν, φίλε μου, του είπα, τί να ψάχνω να βρω φιλενάδα; Δεν μου δίνεις για απόψε την αδελφή σου και μετά βλέπουμε;
Ο φίλος μου, τραβήχτηκε προς τα πίσω, σοκαρισμένος! Και αμέσως αντέδρασε:
–Ε, όχι ρε και την αδελφή μου! Τί, το περάσαμε;
–Γιατί όχι την αδελφή σου; απάντησα εγώ. Μήπως και η άλλη, την οποία θες
εσύ να βρω, δεν είναι αδελφή ή κόρη κάποιου; Γιατί, βρε Χ., την αδελφή
του άλλου την θέλεις για να “διασκεδάσεις” και την δική σου την
προστατεύεις; Βλέπεις ότι είσαι λάθος;
Από τότε το φιλαράκι μου ο Χ., “σφίγγα” περί “φιλενάδας”! Χαρούμενος κι εγώ πήγα και ανέφερα το αποτέλεσμα στον Γέροντα:
–Γέροντα, το “σχέδιο” έδρασε σαν κεραυνός!
Και ο Γέροντας, είπε χαμογελαστός:
–Εμ, τί νόμιζε ο νεαρός;!…».
[«Υποθήκες ζωής», σελ. 140–144, 11η έκδοση, Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, Αθήνα 1997.]