Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

    Κα­τά τήν ἐ­πο­χή τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, συ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ πο­νη­ροῦ, ἐ­ξώ­μο­σε καί ἔ­γι­νε Μω­α­με­θα­νός. Κά­πο­τε λοι­πόν κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Μπα­ϊ­ρα­μιοῦ, τήν ὥρα πού ὅ­λοι οἱ Τοῦρ­κοι ἔ­τρω­γαν καί γλεν­τοῦ­σαν, ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν ἐ­ξω­μό­σαν­τα νά τούς δι­α­κω­μω­δή­ση τά μυ­στή­ρια τῶν Χρι­στια­νῶν γιά νά γε­λά­σουν. Αὐ­τός στήν ἀρ­χή ἀρ­νι­ό­ταν, ἀ­φοῦ ὅ­μως εἶ­δε ὅ­τι ἐ­πέ­με­ναν, πῆ­ρε ἕ­να πο­τή­ρι τό σή­κω­σε ψη­λά καί ἐκ­φώ­νη­σε με­λω­δι­κά τό «Πάν­των ἡ­μῶν μνη­σθεί­η Κύ­ριος ὁ Θε­ός», κά­νον­τας ταυ­τό­χρο­να καί τόν γύ­ρο τοῦ τρα­πε­ζιοῦ, ὅ­που οἱ Τοῦρ­κοι κά­θον­ταν καί ἔ­τρω­γαν. Ἄ­φη­σε τό πο­τή­ρι στό τρα­πέ­ζι καί γύ­ρι­σε νά δῆ ἄν δι­α­σκέ­δα­σαν μ᾿ αὐ­τό οἱ συν­δαι­τυ­μό­νες του. Ὅ­μως τό­τε δι­ε­πί­στω­σε ἔκ­πλη­κτος πώς οἱ Τοῦρ­κοι ὄ­χι μό­νο δέν γε­λοῦ­σαν, ἀλ­λά τόν κοι­τοῦ­σαν ἔν­τρο­μοι. 

 «Ἔ, βρέ», τούς εἶ­πε, «ἐ­γώ σᾶς τό ἔ­κα­να γιά νά γε­λά­σε­τε καί σεῖς τί μέ κοι­τᾶ­τε σάν χα­μέ­νοι;».
Με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα ἕ­νας ἀπ᾿ αὐ­τούς ἀ­πάν­τη­σε: «Πα­πᾶ ἐ­φέν­τημ, ὅ­ση ὥ­ρα τό ἔ­κα­νες αὐ­τό ἤ­σου­να δύ­ο πή­χεις πά­νω ἀ­πό τήν γῆ».
Ἀ­κού­γον­τας αὐ­τό ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­ξε­πλά­γη καί βγαί­νον­τας ἔ­ξω ἔ­κλα­ψε με­τα­νοι­ω­μέ­νος λέ­γον­τας: «Ἐ­γώ ἀρ­νή­θη­κα τόν Κύ­ριο, ἀλ­λά αὐ­τός δέν μέ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε. Ἡ θεί­α χά­ρις Του μέ σκε­πά­ζει ἀ­κό­μα».
Τήν ἴ­δια νύ­χτα ἀ­νε­χώ­ρη­σε κρυ­φά γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὅ­που ἔ­ζη­σε τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή του μέ με­τά­νοι­α καί αὐ­τα­πάρ­νη­ση, χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη κα­νείς ποι­ός ἦ­ταν ἐ­κτός ἀ­πό τόν Πνευ­μα­τι­κό του.