ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εἶναι ἀρρώστεια ψυχική, ὅπως
καί ἄν ἐκδηλώνεται. Εἴτε ὡς ἰδεολογικός φανατισμός, εἴτε ὡς πολιτικός,
εἴτε ὡς θρησκευτικός κ.λπ. Εἶναι ἡ ἀπουσία βιώματος, πού ἀντικαθίσταται
ἀπό πεισμώδη ἐπίδειξη πνεύματος. Ὁ φανατισμός δέν εἶναι δύναμη ἀλλά
ἀδυναμία, ὅπως ὁ σπασμός. Ἄλλο ζωηράδα τοῦ σώματος καί ἄλλο
σπασμωδικότητα. Τό πρῶτο μαρτυρεῖ ὑγεία, τό δεύτερο ἐπικίνδυνη σωματική
ἀγκύλωση.
Ὁ φανατικός προβάλλει καί πολεμᾶ στούς ἄλλους καταστάσεις, πού ὑποφώσκουν μέσα του καί δέν τολμᾶ νά τίς ἀντιμετωπίσει συνειδητά. Γιά νά κατευνάσει τόν ἐσωτερικό ἔλεγχο προβάλλει μέ βίαιο τρόπο τήν δική του παθολογία καί ἐπιμένει μέ κάθε κόστος νά πείσει τούς ἄλλους νά τήν ἀποδεχθοῦν. Ἤ μπορεῖ καί νά ἀσχολεῖται σχολαστικά μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων, γιά νά συγκαλύψει δικές του καταστάσεις πού τόν καθιστοῦν ἐσωτερικά ἀνασφαλῆ. Π.χ. λέει μέ τόν τρόπο του: «Κοιτάξτε τί κάνουν οἱ ἄλλοι γιά νά μήν ἀνακαλύψετε τί κάνω ἐγώ». Π.χ. Πνευματικοί, πού ἀμνηστεύουν μέ ἐμπαθή τρόπο τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού ἀσκοῦν καταναγκαστικές πιέσεις τάχα γιά διόρθωση καί βάζουν ἐξουθενωτικά ἐπιτίμια, στήν πραγματικότητα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἴδια ψυχολογική ἀφετηρία ,ἀλλά τό ἐκφράζουν διαφορετικά. Ὁ ἕνας ἀμοραλιστικά, ὁ ἄλλος ὑποκριτικά.
Ὁ σίγουρος γιά τά πιστεύω του, ἔχει τό θάρρος τῆς γνώμης του, προσπαθεῖ νά ἐμπνεύσει καί ὄχι νά ὑποτάξει. Ἐδῶ ἰσχύει τό τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, μέ τόν ὁποῖο στά ἄλλα διαφωνῶ ὁριζοντίως καί καθέτως: «Οὔτε τύραννοι τῶν χυδαίων οὔτε δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Ὁ φανατικός προβάλλει καί πολεμᾶ στούς ἄλλους καταστάσεις, πού ὑποφώσκουν μέσα του καί δέν τολμᾶ νά τίς ἀντιμετωπίσει συνειδητά. Γιά νά κατευνάσει τόν ἐσωτερικό ἔλεγχο προβάλλει μέ βίαιο τρόπο τήν δική του παθολογία καί ἐπιμένει μέ κάθε κόστος νά πείσει τούς ἄλλους νά τήν ἀποδεχθοῦν. Ἤ μπορεῖ καί νά ἀσχολεῖται σχολαστικά μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων, γιά νά συγκαλύψει δικές του καταστάσεις πού τόν καθιστοῦν ἐσωτερικά ἀνασφαλῆ. Π.χ. λέει μέ τόν τρόπο του: «Κοιτάξτε τί κάνουν οἱ ἄλλοι γιά νά μήν ἀνακαλύψετε τί κάνω ἐγώ». Π.χ. Πνευματικοί, πού ἀμνηστεύουν μέ ἐμπαθή τρόπο τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού ἀσκοῦν καταναγκαστικές πιέσεις τάχα γιά διόρθωση καί βάζουν ἐξουθενωτικά ἐπιτίμια, στήν πραγματικότητα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἴδια ψυχολογική ἀφετηρία ,ἀλλά τό ἐκφράζουν διαφορετικά. Ὁ ἕνας ἀμοραλιστικά, ὁ ἄλλος ὑποκριτικά.
Ὁ σίγουρος γιά τά πιστεύω του, ἔχει τό θάρρος τῆς γνώμης του, προσπαθεῖ νά ἐμπνεύσει καί ὄχι νά ὑποτάξει. Ἐδῶ ἰσχύει τό τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, μέ τόν ὁποῖο στά ἄλλα διαφωνῶ ὁριζοντίως καί καθέτως: «Οὔτε τύραννοι τῶν χυδαίων οὔτε δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Ἀρχιμανδρίτη Ἀντωνίου Φραγκάκη