Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ο Βίος του Οσίου Αρσενίου Μπόκα. (1910-1989)


Ο πανοσιότατος πατήρ Αρσένιος Μπόκα γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Βάτσα ντε Σους, δίπλα στη περιοχή Μπράντ του νομού Χουνεντοάρα από ορθόδοξους και ευσεβείς γονείς, τον Ιωσήφ και την Χριστίνα.

 
Όταν η μητέρα του, έμεινε έγκυος τον Ιωάννη, (διότι αυτό το όνομα έλαβε στο βάπτισμα του ο π. Αρσένιος) ονειρεύτηκε ότι έλαμπε στην κοιλιά της πότε ο ήλιος και πότε η σελήνη και πάντοτε σκεπτόταν και αναρωτιόταν τι παιδί θα είναι αυτό που θα γεννηθεί.
Μετά το θάνατο του πατέρα του η μητέρα του Χριστίνα έμεινε νέα χήρα και η μητέρα της την πίεζε να παντρευτεί για δεύτερη φορά.
Αυτός ο δεύτερος γάμος της μητέρας του στενοχωρούσε πολύ τον γιό της Ιωάννη, ο οποίος πλέον δεν ήθελε να πηγαίνει στο σπίτι του, γι’ αυτό και η μητέρα του για πολλά χρόνια δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν.
Ο Πατήρ μας διηγείτο ότι ο πατέρας του, ο οποίος γνώριζε τη τέχνη του υποδηματοποιού, τον μάθαινε κι αυτόν να καρφώνει καρφιά στο ξύλο, αλλά αυτός μη έχοντας την αναγκαία δεξιοτεχνία, τα έσπαζε ή του λύγιζαν και τότε ο πατέρας του τον κτυπούσε με το λουρί που ακόνιζε τις φαλτσέτες του μαγαζιού του.
Είχε και μία αδελφή, που ονομαζόταν Κωνσταντινιά, αλλά πέθανε νέα. Η γιαγιά του Άννα, ήτο και αυτή πολύ πιστή χριστιανή και έθαψε την εγγονή της σ’ ένα τόπο πολύ ωραίο και υψηλό. Εκεί στον τάφο της έκτισε και εκκλησούλα, λέγοντας ότι, εάν ο αδελφός της Ιωάννης γίνει ιερεύς, θα λειτούργει στην εκκλησούλα και θα έχει δίπλα και την αδελφή του.
Έτσι, όταν ο Ιωάννης μεγάλωσε και τελείωσε και το σχολείο, μετέβη στο φημισμένο λύκειο «Αβραάμ Γιάνκου». Το έτος 1929 τελείωσε αυτό το Λύκειο άριστος μεταξύ των αρίστων και επονομαζόμενος μεταξύ των συμμαθητών του ως «ο άγιος» για την αποφασιστικότητα, σταθερότητα και επιμέλεια της ζωής του.Στη συνέχεια γράφτηκε στη θεολογική Ακαδημία του Σιμπίου.
Εκεί δεν σπούδασε μόνο τη θεολογία με ασυνήθη ζήλο και επιμέλεια στη προσωπική πνευματική του ζωή, αλλά αγάπησε και τις τέχνες. Έμαθε την εκκλησιαστική μουσική και ασκήθηκε επιμελώς στην αγιογραφία. Με την αγιογραφία ασχολείτο ιδιωτικά σαν φοιτητής σ’ ένα δωματιάκι….
Ο π. Αρσένιος με πρόταση του Μητροπολίτου Νικολάου Μπάλαν, εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Σίμπαντα ντε Σιούς το 1939, όπου και χειροτονήθηκε ιερεύς από τον ίδιο.
Μετά από ένα χρόνο, ο Μητροπολίτης τον έστειλε στην Ελλάδα, στο Άγιον Όρος για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του γύρω από τη μοναχική τάξη και την πνευματική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Φθάνοντας εκεί και μη γνωρίζοντας κανέναν -έλεγε ο ίδιος- μπήκε σ’ ένα δάσος και προσευχόταν πολύ στον Σωτήρα Χριστό να του στείλει στο δρόμο του ένα σύμβουλο, αλλά ο Κύριος από θεία οικονομία δεν του έστειλε. Μετά από αρκετό καιρό, αισθανθείς την αναξιότητά του και γνωρίζοντας ότι ο Κύριος έχει μία καλή Μητέρα, η οποία προσεύχεται για όλο το κόσμο, την παρεκάλεσε με δάκρυα να του υποδείξει ένα άνθρωπο-οδηγό για να τον διδάξει τα της καλογερικής ζωής για τη σωτηρία του, όπως μας έλεγε ο ίδιος. Και πράγματι ήλθε η ίδια η Κυρία Θεοτόκος, τον πήρε από το χέρι, τον ανέβασε σ’ ένα βουνό υψηλό, το οποίο ήταν ανάμεσα σε δύο μεγάλες χαράδρες και ήταν φοβερό να βλέπει κανείς κάτω. Και το βουνό αυτό ήταν τόσο απόκρημνο και κοφτερό, ώστε δεν μπορούσε άνθρωπος να περπατήσει με γυμνά τα πόδια του. Και η Κυρία Θεοτόκος τον ανέβασε εκεί στη κορυφή του όρους εκείνου και τον άφησε στην ποιμαντική φροντίδα ενός άγιου που ζούσε εκεί σ’ αυτό τον τόπο πριν από 100 χρόνια. Κατόπιν η Μητέρα του Θεού έγινε άφαντη. Όσο καιρό έμεινε εκεί δεν μίλησε καθόλου παρά μόνο μία φορά σε μερικούς πιστούς χριστιανούς και αυτό το έκανε από ταπείνωση. Η Κυρία Θεοτόκος τον ενίσχυσε να μείνει νηστικός επί 40 ημέρες και στο διάστημα αυτό διδάχθηκε από τον Άγιο ό,τι είχε ανάγκη για τη μοναχική ζωή.
Μετά από το διάστημα των 40 ημερών επάνω στην κορυφή εκείνη του Όρους, επέστρεψε στο μητροπολιτικό Κέντρο του Σιμπίου, όπου έμεινε περισσότερο από ένα χρόνο.
Στην Ακαδημία αυτή υπηρετούσε τότε ως καθηγητής και ο καταγόμενος από εκείνη την επαρχία π. Δημήτριος Στανιλοάε, με τον οποίο ο π. Αρσένιος, κατά τρόπο οικείο και φιλικό συζητούσε για την γραμμή του Αθωνικού Ησυχασμού. Του έφερε πολλά φιλοκαλικά χειρόγραφα από το Άγιον Όρος, τα οποία μελετούσε με λαχτάρα ο π.Δημήτριος Στανιλοάε, τα μετέφρασε και τα σχολίασε, πραγματοποιώντας με τη βοήθεια του π. Αρσενίου, την εκτύπωση των πρώτων τόμων της Φιλοκαλίας, των οποίων το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο π. Αρσένιος. Όσες φορές ιερείς των γειτονικών ενοριών της Μονής Σίμπαντα ντε Σιούς ήρχοντο να ιδούν και να ακούσουν τον π. Αρσένιο, εκείνος έπιανε αυτή την ευκαιρία και τους μιλούσε για τη φιλοκαλία και τους έδινε τα πρώτα εκτυπωμένα βιβλία. Αυτοί οι ιερείς ήσαν και οι πρώτοι αναγνώστες της Φιλοκαλίας.
Στο μοναστήρι του μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπριν­κοβεάνου (Σίμπατα ντε Σούς) φωτίσθηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και προικίσθηκε με το χάρισμα της προοράσεως· και μόνο που θα σε αντίκριζε, αισθανόσουν ότι έμπαινε στα βάθη της ψυχής σου, σαν το ηλεκτρικό ρεύμα. Σε καθήλωνε και σου απεκάλυπτε τους λογισμούς σου, τις αμαρτίες και τα έργα που είχες κάνει. Δηλαδή γνώριζε όλη την ζωή σου και σε καλούσε με το όνομα σου.