Εἴμαστε
κοσμικοί -προερχόμαστε ἀπό τόν κόσμο, ἀνατρεφόμαστε μέσα στόν κόσμο- καί δέν ἔχουμε
καμιά σχέση μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, καί στίς καλύτερες, ὅπως εἴπαμε, ὧρες καί
στίς καλύτερες στιγμές. Δέν ἔχουμε σχέση, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἀρχίσαμε νά ἀπαρνούμαστε
τόν ἑαυτό μας. Ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νά μπαίνεις, νά βγαίνεις στόν ναό, νά κάνεις
τόν χριστιανό ἔτσι γενικά, ἐξωτερικά, ἀλλά ἐσύ νά διαφεντεύεις. Αὐτά δέν ὠφελοῦν.
Ναί, νά αἰσθανθεῖς βαθύτερα, νά νιώσεις βαθύτερα, νά θελήσεις βαθύτερα νά
προσέξεις ὅτι ὑπάρχει τό μυστήριο αὐτό, ὅτι ἐκεῖ φανερώθηκε ὁ Θεός, στό
σεσιγημένο αὐτό μυστήριο. Νά τό προσέξεις αὐτό, νά συνεπαρθεῖς, νά τό ἀγαπήσεις,
νά τό ποθήσεις, νά αἰσθανθεῖς ὅτι βρῆκες τόν θησαυρό σου, γιά νά πεῖς ἀντίο
στόν κόσμο, στό κοσμικό φρόνημα, σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μπορεῖ μιά ζωή ὁλόκληρη
νά τά καλλιέργησες καί νά τά ἔχεις περί πολλοῦ.
Πατρός
Συμεών Κραγιοπούλου, «Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου – Χριστιανός στόν 21ο
αἰώνα;», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2009, σελ. 90-91.