Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

Ὁ Θεὸς νικᾶται μὲ τὴν προσευχήν



Ὁ Κύριος μᾶς συμβουλεύει: «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσ­εύχεσθε. Οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρὸς ἐστιν» (Μᾶρκ. ιγ΄ 33) Δηλαδή. Νὰ εἶσθε προσεκτικοὶ καὶ ἄγρυπνοι. Καὶ νὰ προσεύχεσθε, διότι δὲν γνωρίζετε πότε εἶναι ὁ καιρὸς τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὄχι μόνο σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο, ἀλλὰ καὶ σὲ πάρα πολλὰ σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὶς συμβουλές τους νὰ ἀγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε.

• Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητὴς λέγει ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἐπειδὴ τὶς γεννᾶ. «Καὶ ἡ προσευχὴ ἀρετὴ λέγεται, κἄν μήτηρ αὐτῶν τυγχάνει».
• Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Τάξις ἀρίστη, ἐκ Θεοῦ ἄρχεσθαι καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἀναπαύεσθαι».
• Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, δημιουργεῖ ἕνα φωτοστέφανο στὸ νοῦ του καὶ ἔρχεται ὁ διάβολος νὰ τὸν πειράξη καὶ ἐξοστρακίζεται.
• Ἕνα ὡραῖο παράδειγμα θερμῆς προσευχῆς παρατηροῦμε στὸν βίο τῆς Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου (28/7):
«Μιὰ νύχτα βγῆκε ἀπ’ τὸ κελλί της ἥσυχα – ἥσυχα μιὰ ἀδελφὴ καὶ βλέπει τὴν Ἁγία, ποὺ προσευχόταν, χωρὶς τὰ πόδια νὰ πατοῦν στὴ γῆ. Στεκόταν στὸν ἀέρα δύο πήχεις πιὸ ψηλά. Κοντά της ἦταν δύο κυπαρίσσια πάρα πολὺ ψηλά, ποὺ ἔγερναν τὶς κορυφές τους ὥς τὴ γῆ, ὅσον χρόνον ἡ Ἁγία προσ­ευχόταν. Ὅταν δὲ σηκώθηκε, πῆγε καὶ στὰ δύο, ἄγγιξε τὶς κορφές τους, τὰ εὐλόγησε σταυροειδῶς καὶ τότε αὐτὰ πήρανε τὴν κανονική τους στάσι.
Ἡ Μοναχή, βλέποντας αὐτὸ τὸ ἀκατάληπτο καὶ θαυμάσιο θέαμα, τὸ πέρασε γιὰ φάντασμα, γιατὶ τὸ ἔβλεπε πάνω ἀπὸ 3 ὧρες. Γιὰ νὰ βεβαιωθῆ ὅτι δὲν βλέπει φάντασμα, ἀλλὰ θαῦμα ἀληθινό, ἔτρεξε στὸ κελλὶ τῆς Ἁγίας καὶ τὸ βεβαιώθηκε. Δὲν τὸ φανέρωσε ὅμως σὲ κανένα. Ἔτσι τῆς εἶπε ἡ Ἁγία.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Μοναχὲς εἶδαν στὴν κορυφὴ τῶν κυπαρισσιῶν δὺο μανδήλια ποὺ ἡ μακαρία Εἰρήνη κρέμασε εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἔτσι ἡ μιὰ ρωτοῦσε τὴν ἄλλη, ποιός, πότε καὶ πῶς μπόρεσε ν’ ἀνέβη τόσο ψηλά, γιὰ νὰ δέση τὰ μανδήλια ἐκεῖ. Τότε ἡ Μοναχὴ ποὺ εἶχε δεῖ τὸ θαῦμα τὸ εἶπε καὶ στὶς ἄλλες, ποὺ ἐθαύμασαν, ἀλλὰ καὶ ἐδάκρυσαν ἀπ’ τὴν χαρά τους, ἐνῶ τῆς θύμωσαν γιατὶ δὲν τὶς ξύπνησε, γιὰ νὰ δοῦν καὶ ἐκεῖνες τὸ ἐξαίρετο θέαμα. Ὅταν ἡ Ἁγία ἔμαθε τὴν Μοναχή, ποὺ τὴν πρόδωσε στενοχωρήθηκε τόσο, ὥστε τὴν ἔβαλε σὲ κανόνα καὶ τῆς εἶπε:
– Καὶ ἐὰν μὲ ἔβλεπες νὰ ἁμαρτήσω σὰν ἄνθρωπος, θὰ φανέρωνες καὶ τὴν ἁμαρτία μου;
Ἐκείνη τότε ἔπεσε στὴ γῆ, ζητώντας συγχώρηση.
Τότε ἡ Ἁγία εἶπε σὲ ὅλες μὲ βαρειὰ ἐπιτίμηση νὰ μὴ τολμήση καμμιὰ καὶ φανερώση κανένα θαυμάσιο ὅσο ἡ Ἁγία ζῆ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιατὶ πολλὰ σημεῖα ἔκανε χωρὶς νὰ τὰ φανερώσουν. Ἐφοβοῦντο τὰ ἐπιτίμια τῆς Ἁγίας.
• Ὁ μακαριστὸς Δ. Παναγόπουλος γράφει γιὰ τὴν προσευχή:
«Ὁ Θεὸς νικιέται! Καλὰ ἀκούσατε,νικιέται. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος νικάει τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὄχι τὴν Παντοδυναμία Του. Ὅπως γιὰ παράδειγμα παλεύει ὁ ἐγγονὸς μὲ τὸν παπποὺ καὶ ὁ παπποὺς ἀφήνει τὸ ἐγγονάκι του, ἀπὸ ἀγάπη νὰ τὸν νικήση, γιὰ νὰ χαρῆ, κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Μὲ τὴν προσευχή, ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ.
– Ἕνα παράδειγμα ποὺ δείχνει, ὅτι ὁ Θεὸς νικιέται μὲ τὴν προσ­ευχή, εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰακὼβ στὸ Θεό, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἠσαῦ, ἔρχεται μὲ 300 στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώση, ἐπειδὴ εἶχε κλέψει τὰ πρωτότοκα πρόβατά του. Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Ἰακώβ, ἦταν ὁλονύχτια καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπαν ἀπὸ μακριὰ ἔλεγαν, ὅτι ὅλη τὴ νύχτα πάλευε μὲ ἕνα ἄνθρωπο κρατώντάς τον, νὰ μὴ φύγη. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ἄλλος, παρὰ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός! Ὅταν ξημέρωσε, τοῦ λέει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος (ὁ Χριστός), ἄφησέ με νὰ φύγω. Καὶ ὁ Ἰακὼβ τοῦ λέει: Δὲν σὲ ἀφήνω, ἄν δὲν μὲ εὐλογήσης! Τὸν καθηλώνεις τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή, καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν ἄφηνε, ὁ Χριστὸς ἔπιασε τὸ πόδι τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὸ στραμπούλιξε. Οὔτε τώρα σὲ ἀφήνω, τοῦ εἶπε ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ρωτάει: Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Εἶμαι ὁ Ἰακώβ, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, θὰ λέγεσαι Ἰσραὴλ (ποὺ σημαίνει δυνατὸς μαζὶ μὲ τὸν Θεό), τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Τότε ὀ Ἰακὼβ Τὸν ἄφησε. Ὅταν ξημέρωσε, μεταστράφηκε ὁ νοῦς τοῦ Ἠσαῦ καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ ἐπιτεθῆ, πῆγε τὸν ἀγκάλιασε καὶ φίλησε τὸν Ἰακώβ. Καταλάβατε, πῶς νικήθηκε ὁ Θεός; Νίκησε ὁ Ἰακὼβ μὲ τὴν προσευχή του, τὸ Θεό. Τὸν ἐλέησε ὁ Θεὸς καὶ μετὰ Τὸν ἄφησε…
– Νὰ μὴ προσευχηθῆς μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ νὰ προσευχηθῆς μὲ τὰ γόνατα. Διότι τὰ γόνατα, ἄν δὲν προσευχηθοῦν πρῶτα, τὰ λόγια δὲν περνοῦν στὸ Θεό. Θὰ ζητήσης καὶ θὰ προσευχηθῆς μὲ τὰ γόνατα καὶ θὰ δῆς θαῦμα στὸ σπίτι σου!».