Τόν π. Τιμόθεο ἐγώ προσωπικά, ἐπειδή ἔφυγε νωρίς ἀπό τόν κόσμο αὐτόν,
μόλις ἑπτά χρόνια μπόρεσα καί τόν ἔζησα· μάλιστα ὄχι ἀπό πολύ κοντά ὅλα
αὐτά τά χρόνια, διότι μεσολάβησε ἡ στρατιωτική θητεία μου, καί διότι
ἕνα δυό χρόνια ἤμουν ἄρρωστος. (σ. 31)
Καί λίγο νά γνώριζε κανείς τόν π. Τιμόθεο, θά τοῦ ἔμενε ἀξέχαστος,
γιατί, ὅπως ξέρουν καλά ὅσοι τόν γνώρισαν, δέν ἦταν ἕνας συνηθισμένος
χριστιανός, ἕνας συνηθισμένος, ἄν θέλετε, κληρικός, ἀλλά ἦταν, ἀπό μιά
πλευρά, κάτι τό μοναδικό, κάτι τό ἰδιαίτερο. Ἦταν ὁ π. Τιμόθεος. (σ. 31)
Δέν ξέρουμε βέβαια πῶς εἶναι ὁ π. Τιμόθεος στόν οὐρανό. Ἀφοῦ δέν
ξέρουμε, κάνουμε καί μνημόσυνο καί τρισάγιο, καί μνημονεύουμε τό ὄνομά
του σέ κάθε θεία Λειτουργία. Μπορεῖ ὅμως νά ἔχει κάποια παρρησία στόν
οὐρανό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τό ξέρει αὐτό. Καί μπορεῖ πάρα πολλές
εὐλογίες νά ὀφείλονται ὄχι ἁπλῶς στίς προσευχές πού ἔκανε κάποτε, ὄχι
ἁπλῶς στό ὅτι ἔκανε μιά ἀρχή κάποτε καί ἔβαλε τά πράγματα καί μερικούς
ἀνθρώπους σέ κάποιο δρόμο, ἀλλά νά ὀφείλονται στήν ὅποια παρρησία ἔχει
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί προσεύχεται. Μόνο ὁ Θεός βέβαια ξέρει πῶς ἀκριβῶς
ἔχουν τά πράγματα, ἀλλά ἐγώ ἄν δέν τό δεχθῶ αὐτό, ἄν δέν τό ὁμολογήσω,
τότε δέν μπορῶ νά σταθῶ πουθενά. (σ. 59)
Στήν εἰς διάκονον χειροτονία μόλις ἦρθε ἡ στιγμή καί γονάτισα,
ἐνθυμοῦμαι καί τρέμω αὐτή τή στιγμή, διότι μόλις εἶπε ὁ ἀρχιερεύς: Εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾿ αὐτόν ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος,
ἐγώ, ὅπως εἶχα τά χέρια μου ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί τό κεφάλι
ἀκουμπισμένο στά χέρια, ἔνιωσα κύμα δυνάμεως, συνειδητά, αἰσθητά, ὄχι
κατά φαντασίαν· ὅπως, ὅταν σέ τινάζει τό ρεῦμα, τό αἰσθάνεσαι ὅτι σέ
τινάζει. Καί δέν θά πῶ τρελάθηκα, ἀλλά ἔπαθα τρόπον τινά σόκ. Ἐκείνη τήν
ὥρα, πέρα ἀπό τό ὅτι μέ ὅλη τήν ὕπαρξή μου ζητοῦσα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡ
πρώτη μου ἀντίδραση ἦταν: «Θεέ μου, Θεέ μου, τί εἶναι τοῦτο;» Καί
ἔντονα κόλλησε στό μυαλό μου: «Μά κανένας νά μή μοῦ πεῖ ὅτι τήν ὥρα τῆς
χειροτονίας συμβαίνει αὐτό!» Βέβαια, ὅπως πληροφορήθηκα μετά, δέν
συμβαίνει σέ κάθε χειροτονία· φαίνεται, σπάνια συμβαίνει. … Ἐν τῷ μεταξύ
τά χέρια μου ἐπηρεάστηκαν καί ἔκαιγαν, φούσκωσαν, πρήστηκαν. Μέ ἔπιασαν
τά κλάματα. Καί γενικά ἔπαθα· τόσο ἔπαθα, πού μέ ἔβαλαν τή στιγμή
ἐκείνη, ὅπως εἶπε ὁ μητροπολίτης, σέ μιά καρέκλα νά καθίσω. Μέχρι τό
τέλος ἤμουν ὑπό τήν ἐπήρεια αὐτή … Ἔμεινα σέ μιά γωνιά τοῦ ἱεροῦ, καί μέ
ἔβλεπαν περίλυποι οἱ παρευρισκόμενοι ἱερεῖς. Καί ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ,
στέγνωσε τό στόμα μου ἀπό τήν ἀγωνία· καί μέχρι σήμερα ἀκόμη παθαίνω,
μόλις τό θυμηθῶ. Ὅταν τέλειωσε ἡ ὅλη ἀκολουθία, ξεκινήσαμε μέ τούς
δικούς μας νά πᾶμε στό σπίτι, ὅπου ξάπλωσα. Σέ λίγο ἦρθε ὁ μητροπολίτης
νά μέ δεῖ πῶς εἶμαι· μέ παρηγοροῦσε, μέ τήν καλή ἔννοια, καί μέ
ἐνεθάρρυνε νά ἀντέξω ὅλη αὐτή τήν αἰσθητή ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
(σσ. 79-80)
Ὁ Θεός οἰκονόμησε τά πράγματα νά ἔρθουν κατά ἕναν τρόπο πού, χωρίς
ἴσως νά τό καταλάβω, βρέθηκα νά πατάω σέ κάποιο ἔδαφος, σέ κάποιο
σανίδι, πού πολύ πιθανόν ἦταν κάπως ψηλά. Καί ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ Θεός
εἶναι ὅτι σέ κάποια κατάλληλη ὥρα –πού ἐκεῖνος ὡς Θεός γνώριζε ὅτι ἦταν ἡ
κατάλληλη ὥρα– πῆρε αὐτό τό σανίδι, αὐτό τό ἔδαφος, πού ἦταν κάτω ἀπό
τά πόδια μου, καί ἐγώ βρέθηκα στό χάος· κυριολεκτικά στό χάος.
Βέβαια, ἔτσι ὅπως ζυγίζω τά πράγματα τώρα, ὁ Θεός δέν τό κάνει
αὐθαίρετα. Γνωρίζει τήν καθεμιά ψυχή καί γνωρίζει ὅτι τελικά ἡ ψυχή,
δύσκολα ξεδύσκολα, θά δεχθεῖ αὐτό πού κάνει ὁ Θεός, θά ταπεινωθεῖ
ἐνώπιόν του καί θά τόν ἀκολουθήσει ὅπως αὐτός θέλει. Δέν πῆρε δηλαδή
αὐτό τό ἔδαφος κάτω ἀπό τά πόδια μου ἔτσι χωρίς λόγο. Θά μποροῦσε νά μήν
τό εἶχε κάνει. Καί ὅταν ἔγινε, νόμισα ὅτι εἶχα πάθει τή μεγαλύτερη
συμφορά. Τώρα, ζυγίζοντας τά πράγματα, λέω: «Ἀλίμονό μου, ἄν δέν γινόταν
ἔτσι. Ἀλίμονό μου». Πῆρε ὁ Θεός τό σανίδι αὐτό, βρέθηκα στό χάος, καί
ἅπαξ καί τό ἔκανε ἔτσι ὁ Θεός –πού, ὅπως εἴπαμε, μποροῦσε νά μήν τό εἶχε
κάνει, καί ἀλίμονο ἄν δέν τό εἶχε κάνει– δέν μοῦ ἔμενε τίποτε ἄλλο παρά
ἤ νά καταποντιστῶ στό χάος καί νά χαθῶ ἤ νά ἀναθεωρήσω τά πάντα, νά τά
δῶ ὅλα ἀπό τήν ἀρχή καί νά πιαστῶ ἀπό τόν Θεό κατά ἕναν τρόπο πού μέχρι
τότε δέν συνέβαινε ἔτσι: νά δοθῶ, νά ἀφοσιωθῶ στόν Θεό, νά δώσω τόν
ἑαυτό μου στόν Θεό νά μέ κυβερνήσει αὐτός. Καί πάνω στά πράγματα λοιπόν
–ὄχι ἁπλῶς θεωρητικά, ἀλλά στήν πράξη– ὁ Θεός μέ τήν ἐνέργειά του αὐτή,
ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, μοῦ ἔδωσε νά καταλάβω ὅτι εἶμαι ἕνα τίποτε. Καί ἄν
θά ὑπάρξω, καί ἄν θά ἐπιβιώσω, καί ἄν τυχόν στό ἑξῆς γίνει κάτι, αὐτό
θά τό κάνει ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτό πιστεύω ὅτι ὁ Θεός τίς κρίσιμες ἐκεῖνες
ἡμέρες καί ὧρες μοῦ εἶπε: «Ἐσύ δέν ξέρεις τίποτε, δέν μπορεῖς νά κάνεις
τίποτε· εἶσαι γιά τό χάος. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά κάνεις εἶναι νά μέ
ἀκολουθήσεις καί θά κάνεις ὅ,τι θά σοῦ λέω». Καί ἔτσι κάπως εἶναι τά
πράγματα ἀπό κεῖ καί πέρα ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια τώρα. (σσ. 72-73)
Ἐνῶ κανείς ἀπό τό ἕνα μέρος αἰσθάνεται ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος
ἁμαρτωλός σάν κι αὐτόν, ἀπό τό ἄλλο μέρος αἰσθάνεται ὅτι δέν ἔχει
ἐλεηθεῖ ἄλλος σάν κι αὐτόν. Ἀπό τό ἕνα μέρος κανένας ἄλλος δέν βυθίζεται
στό πένθος, δέν χρειάζεται νά βυθισθεῖ στό πένθος, δέν χρειάζεται νά
βυθισθεῖ στόν ἅδη ὅπως αὐτός, μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι γιά τήν κόλαση,
γιά τά κατάβαθα τοῦ ἅδου, ἀπό τό ἕνα μέρος λοιπόν αἰσθάνεται ὅτι σέ
κανέναν ἄλλο δέν ἀξίζει κάτι τέτοιο, ὅσο στόν ἑαυτό του, καί ἀπό τό ἄλλο
μέρος ἀπολαμβάνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνει τή χαρά τοῦ Θεοῦ, ζεῖ
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν οὐράνια ζωή, ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά πού δίνει ὁ
Θεός, ἀπολαμβάνει τόν ἴδιο τόν Θεό. (σ. 132)
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔφερε ἔτσι τά πράγματα –ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλησε,
τουλάχιστον ὅπως πιστεύουμε βλέποντας τά πράγματα– ὥστε ὅλη αὐτή ἡ
προσπάθειά μας νά εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Τριάδα, στό Ἅγιο Πνεῦμα, νά
εἶναι ἀφιερωμένη, ἄν θέλετε, στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Βέβαια, καί
ἀπό πολύ παλαιά, ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη, πρίν ἔρθουμε ἐδῶ στό Πανόραμα, ἡ
ὅλη προσπάθειά μας ἦταν ἀφιερωμένη στήν Ἁγία Τριάδα, στό Ἅγιο Πνεῦμα,
στήν Πεντηκοστή. Ὅταν ὅμως ἤρθαμε ἐδῶ, ὅλη αὐτή ἡ ὑπόθεση πῆρε πιό
συγκεκριμένο χαρακτήρα, καί ἐμφανέστερα ὁ Θεός ἔδειξε ὅτι θέλει ἡ
προσπάθεια αὐτή νά εἶναι ἀφιερωμένη, ἔτσι ὅπως ἦταν, στό ἅγιο ὄνομά του.
Καί ἔδειξε ὁ Θεός ὅτι ἔτσι μᾶς εὐλογεῖ ἀσφαλέστερα, πλουσιότερα. (σσ.
167-168)
Ξέρετε, ἄλλοι μέ θεωροῦν ἔτσι, ἄλλοι μέ θεωροῦν ἀλλιῶς, ἄλλοι λένε
τοῦτο, ἄλλοι ἐκεῖνο. Φοβοῦμαι ὅτι ὅλοι πέφτουν ἔξω. Δέν ξέρω πόσοι ἔχουν
καταλάβει ὅτι ἐγώ ὄντως εἶμαι μή ὤν, εἶμαι ἕνα τίποτε, ἀπό πολλές
ἀπόψεις. Μοῦ τό εἶπε ὁ Θεός αὐτό. Δέν θέλουν νά τό καταλάβουν οἱ
ἄνθρωποι καί γι᾽ αὐτό περιμένουν περισσότερα ἀπό μένα. (σ. 208)
Μή σᾶς φανεῖ παράξενο ἄν πῶ ὅτι ἐμένα δέν μοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός νά
θερίζω ὡς κανονικός ἐργάτης μαζί μέ τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι κάνουν αὐτό
τό κύριο ἔργο μέσα στήν Ἐκκλησία: θερίζουν· κάνουν ἔργο στίς ψυχές καί
τίς σώζουν. Σ᾽ ἐμένα ὁ Θεός –καί τόν εὐγνωμονῶ γι᾽ αὐτό– ἀνέθεσε νά
μαζεύω στάχυα. (σ. 209)
Ἀδελφοί μου, ἀπό τή δική μου μέν πλευρά, δέν θά πεῖ κανείς τήν ὅλη
ἀλήθεια, ἄν πεῖ ὅτι εἶμαι ἐντελῶς ἀνάξιος, ἐντελῶς ἀκατάλληλος λόγῳ τῶν
πολλῶν ἀδυναμιῶν μου καί λόγῳ πολλῶν ἐλλείψεων. Ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ
Θεοῦ, κάνει ὁ Θεός ὅ,τι θέλει. Καί μεταξύ τῶν ἄλλων πού ἔκανε
τουλάχιστον σ᾽ ἐμένα ὁ Θεός, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι καί αὐτό:
ἔστειλε ὅλους ἐσᾶς ἀπό τήν πρώτη ὥρα· ὅσους ἔστειλε τότε στήν ἀρχή,
ὅποιους ἄλλους ἔπειτα, καί μέχρι καί σήμερα στέλνει. Ἔλαβε πρόνοια ὁ
Θεός γιά μένα ἔτσι νά γίνεται. Τί θά γινόταν, ἄν δέν λάμβανε καί αὐτή
τήν πρόνοια, καθώς εἶμαι ράθυμος καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε; Σᾶς
φωτίζει ὁ Θεός, καί ἔρχεστε, κι ἔτσι μαζί μέ ἐσᾶς διδάσκομαι κι ἐγώ.
Ὅλες αὐτές τίς ἀλήθειες πού εἴπαμε μαζί, δέν θά τίς ἄκουγα, ἄν δέν
ἤσασταν ἐσεῖς! Μπορεῖ νά μήν τό καταλαβαίνετε, μπορεῖ νά σᾶς φαίνεται
παράξενο, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι σχεδόν κάθε φορά –γιά νά μήν πῶ
ἐντελῶς-ἐντελῶς κάθε φορά– εἴτε εἴμαστε ἐδῶ στόν ναό εἴτε στήν αἴθουσα
κάτω στή Θεσσαλονίκη εἴτε ὅπου ἀλλοῦ, μαζί σας διδάσκομαι κι ἐγώ. Ἀπό
αὐτῆς τῆς πλευρᾶς δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε πόσο εὐγνώμων εἶμαι, στόν
Θεό βέβαια πρωτίστως καί κυρίως, ἀλλά καί ἀπέναντί σας. Ἐσεῖς ἔρχεστε
γιά νά ἀκούσετε, ἀλλά μᾶλλον πιό πολύ μπορεῖ νά συμβαίνει τό ἄλλο:
ἔρχεστε, γιά νά κάνετε κι ἐμένα νά ἀκούσω, νά μαθητεύσω, νά κάνετε κι
ἐμένα νά ὠφεληθῶ, καθώς ὁ Θεός φωτίζει, ἐμπνέει, ἄς ποῦμε, μᾶς λέει καί
μᾶς ξαναλέει νά μιλήσουμε γιά τήν ταπείνωση, γιά τή μετάνοια, γιά τήν
κάθαρση τῆς ψυχῆς μας, κι ἐγώ –ἀκούγοντας ὅλα αὐτά– μαθαίνω αὐτά τά
μαθήματα καί μαζί μέ ἐσᾶς ὠφελοῦμαι. Αἰσθάνομαι, ἐπαναλαμβάνω, πάρα
πολλή εὐγνωμοσύνη, πρωτίστως ἀπέναντι στόν Θεό, ἀλλά καί ἀπέναντι σέ
ὅλους σας. (σσ. 74-75)
Βαθιά μέσα στήν ψυχή μου εἶναι πολύ σταθερά ριζωμένη αὐτή ἡ πεποίθηση
–καί δέν βγαίνει ἀπό κεῖ– ὅτι ἀπό μένα δέν περιμένει τίποτε ὁ Θεός. Μοῦ
τήν ἔχει βάλει κατά τέτοιον τρόπο ὁ Θεός, πού δέν βγαίνει, ὅ,τι καί νά
γίνει. Κι ἄν ἀκόμη ἔρθει ὅλη ἡ Θεσσαλονίκη, ἐγώ μέσα μου ἔτσι θά
πιστεύω, ὅτι δέν περιμένει ἀπό μένα ὁ Θεός νά μαζέψω κόσμο καί νά τρέξω
νά κάνω ἱεραποστολή. (σ. 118)
Ὁ Θεός ξέρει πόσο θά ζήσω. Ἀλλά θά ζητοῦσα νά προσεύχεστε κι ἐσεῖς
καί νά παρακαλεῖτε τόν Θεό, ὁ χρόνος πού ἐκεῖνος ὡς Θεός θά μοῦ δώσει νά
ζήσω νά εἶναι χρόνος μετανοίας, ἀληθινῆς μετανοίας. Αἰσθάνομαι ὅτι δέν
ἄγγιξα ἀκόμη αὐτή τήν πραγματικότητα. Μετάνοια μέ τό πνεῦμα αὐτό:
Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Αὐτό εἶναι. (σ. 82)
Ὁ ἅγιος, ὅσο τόν ἁγιάζει ὁ Θεός, τόσο ταπεινώνεται. Οὔτε νά
διανοηθοῦμε ἕναν ἅγιο νά εἶναι ξιπασμένος, νά ἀρχίσει νά ὑπερηφανεύεται,
νά καυχᾶται. Ὅσο πιό αἰσθητή καί ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ
παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, στήν ψυχή του, τόσο
περισσότερο ταπεινώνεται, διότι τό ζεῖ ἔτσι, ὅτι αὐτός εἶναι ἕνα τίποτε
καί, ἄν ὑπάρχει κάτι καλό μέσα του, εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πῶς νά ὑπερηφανευθεῖ
μετά, πῶς νά κομπάσει καί πῶς νά εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ, ὅπως εἶναι ὁ
κομπορρήμων καί ὑπερήφανος ἄνθρωπος; (σ. 407)
Ὅπως δείχνει ὁ Θεός, στόν χῶρο αὐτό κυρίως δύο θά εἶναι τά πνευματικά
ἔργα στά ὁποῖα θά ἀφοσιωθοῦμε. Τό ἕνα ἔργο θά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
… Τό ἄλλο ἔργο θά εἶναι τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τό νά ἀκούγεται
καί νά διαδίδεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. (σσ. 281-282)
Ὅλοι ἐμεῖς –καί ὅλο αὐτό πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός νά κάνουμε– εἴμαστε
ἀφιερωμένοι στήν Ἁγία Τριάδα. Κατά τήν πίστη μας, εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα
πού θέλησε νά βρεθοῦμε ἐδῶ καί πιστεύουμε καί ἐλπίζουμε ὅτι μᾶς σκεπάζει
ἡ Ἁγία Τριάδα καί μᾶς ἐμπνέει, ὥστε νά μετανοήσουμε πρεπόντως, νά
πιστέψουμε καί νά ἐλπίσουμε σ᾿ αὐτή καί νά τήν ἀγαπήσουμε πρεπόντως, νά
ζήσουμε κατά τό θέλημά της στόν κόσμο αὐτό καί νά μᾶς ἀξιώσει νά
εἰσέλθουμε στή βασιλεία τήν αἰώνια. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες ἔχουμε τήν
Παναγία μητέρα μας προστάτιδα καί βοηθό. Αὐτή μεσίτευσε δεόντως, καί
θέλησε ἡ Ἁγία Τριάς νά βρεθοῦμε ἐδῶ, καί στηριζόμαστε στίς μεσιτεῖες
της, ὥστε νά ἐπισπᾶται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καί ἐπί τά ἔργα ἡμῶν.
Ἔχουμε ὅμως προστάτες καί τούς ἁγίους τρεῖς Θεολόγους. Δέν ἦταν κάτι πού
ἐμεῖς τό θέλαμε ἔτσι. Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα, μέ τίς πρεσβεῖες
τῆς Παναχράντου μητρός τοῦ Κυρίου μας, μᾶς φώτισε καί μᾶς ἐνέπνευσε νά
βάλουμε προστάτες μας, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἁγίων, αὐτούς τούς ἁγίους.
(σσ. 339-340)
Αἰσθανόμαστε εὐγνωμοσύνη ἀπέναντι στόν Θεό καί πολλή διάθεση νά τόν
εὐχαριστήσουμε. Εἶναι γεμάτη ἡ ψυχή μας ἀπό εὐγνωμοσύνη, εὐχαριστία ἀλλά
καί χαρά. 401
Δέν ἔχουμε νά προσφέρουμε τίποτε στόν Θεό, παρά μόνο νά λαμβάνουμε μέ
εὐγνωμοσύνη αὐτά πού μᾶς δίνει, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά. Καί ὅταν ἀκόμη
μᾶς λυποῦν καί μᾶς θλίβουν, νά τά λαμβάνουμε μέ εὐγνωμοσύνη, μέ
εὐχαριστία καί νά ἀνταποκρινόμαστε στήν ἀγάπη του. Καί ἔτσι ἡ ζωή μας
δέν θά εἶναι μόνο ἀνθρώπινη ζωή, ἀλλά μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί
περισσότερο θά εἶναι καί θεία ζωή, θεανθρώπινη ζωή. (σ. 403)
Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά περάσω πάρα πολύ ἄσχημα ἀπό τίς 28 Δεκεμβρίου
(2011) ἕως καί τώρα (Αὔγουστος 2012). Ὅλο αὐτό πού μοῦ συνέβη, εἶναι
–τί νά σᾶς πῶ!– τό καλύτερο πού μοῦ συνέβη, πού ἔγινε στή ζωή μου.
Μεγάλη εὐλογία, πολύ μεγάλη εὐλογία. Τόσο καλό βγῆκε. Τόσο μέ ὠφέλησε.
Τόσο ἔνιωσα τόν Κύριο νά μέ ἀγαπᾶ, καί νά μέ κάνει νά τόν ἀγαπῶ, καί νά
κλαίω γιά ἐκεῖνον καί ἀκολουθώντας ἐκεῖνον. (σ. 438)