Νά ἀπαρνηθεῖς
τήν ἀθυμία σου, τή μελαγχολία σου, τόν ἄξεστο καί ἀγροῖκο χαρακτήρα σου, νά ἀπαρνηθεῖς
τά καμώματά σου, τά χούγια σου, τά ἀτού σου, ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα τά ἔχεις περί
πολλοῦ. Νά τά ἀπαρνηθεῖς. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού δέν εἶναι γιά νά τό ἀπαρνηθεῖς.
Δέν θά ἔλεγε ἀλλιῶς ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας· θά ἔλεγε νά ἀπαρνηθοῦμε
τό ἄλφα, τό βῆτα, τό γάμα. Ὅμως ὄχι. Λέει ὅλο τόν ἑαυτό μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι
δέν ὑπάρχει τίποτε στόν ἑαυτό μας πού χρειάζεται νά τό κρατήσουμε.
Σάν νά ἔχουμε δηλαδή καί μερικά καλά, καί νά
καθίσουμε νά τά ξεδιαλέξουμε. Ὄχι. Κι ἐκεῖνο ἀκόμη πού νομίζεις ὅτι εἶναι τό
καλύτερό σου, δέν εἶναι τίποτε. Καί αὐτό -πρῶτα αὐτό- πρέπει νά ἀπαρνηθεῖς. Δέν
σέ ἀφήνει ὅμως τό ἐγώ νά κάνεις αὐτή τήν ἐργασία, δέν σέ ἀφήνει ἡ ἐγωλατρία,
δέν σέ ἀφήνει ἡ ἔπαρση πού ἔχεις μέσα σου· πού θέλεις νά εἶσαι ἐπηρμένος. Καί
χρειάζεται νά προσέξεις καί νά μή διστάσεις νά ταπεινωθεῖς καί νά ἀπαρνηθεῖς
τόν ἑαυτό σου.
Πατρός Συμεών Κραγιοπούλου, «Μέσα στήν ἔρημο τοῦ
κόσμου – Χριστιανός στόν 21ο αἰώνα;», Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2009, σελ.
90.