Αφηγείται η Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 (καταγραφή: Μάρτιος 1966).
«Προς τα τέλη του 1917 νομίζω, σε κάποιο κρυψώνα στο βουνό Κοτζά Νταγ, οι Τούρκοι ανακάλυψαν πολλές ομάδες κρυπτόμενων γυναικοπαίδων, άλλες τις εβίασαν, άλλες τις πήγαν εξορία όπου και χάθηκαν και άλλες τις πήγαν σαν δούλες και τις πούλησαν.
»Μια ομάδα γυναικών ήμασταν κρυμμένες μέσα σε ένα ρέμα, στον ποταμό Λύκο, έτσι το λέγανε, ή Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρη, δεν θυμάμαι, και εκεί κρυφτήκαμε κάτω από έναν καταρράκτη που είχε πίσω σπηλιά. Είδαμε τους Τούρκους να έρχονται προς τη μεριά μας ακολουθώντας το ποτάμι και σε ύποπτα μέρη, πυροβολώντας για να δουν αν κάποιος βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους ή μέσα στις καλαμιές.
»Καταλάβαμε ότι το ίδιο θα γίνει και με μας αν μας ανακάλυπταν, εκεί όμως που βρισκόμασταν δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι πίσω από τον καταρράκτη θα υπήρχαν άνθρωποι. Αλλά είχαμε μαζί μας και μικρά παιδιά και σκεφθήκαμε, καλά όλα αυτά, αν όμως κάποιο παιδί κλάψει και προδώσει τη θέση μας, τι θα γίνει; Ήμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν.
»Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε,σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα "πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν", δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…».