Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΧΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ Ι. Μ. ΚΟΥΔΟΥΜΑ ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ (ΙΩΑΚΕΙΜΑΚΙ Ή ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ)

Ὁ Μοναχὸς Ἰωακεὶμ κατὰ κόσμον Ἰωάννης Ἀντωνάκης, τοῦ Νικολάου, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ροῦπες ἢ Ροῦπαις Ρεθύμνης ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἱστορικὴ Μονὴ Ἀρκαδίου. Γεννήθηκε τὸ 1873 καὶ ἦταν βραχύσωμος, παρέμεινε δὲ ἀγένειος ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Λόγῳ τοῦ μικροῦ του ἀναστήματος ὅταν μὲν ἦταν λαϊκὸς τὸν ἀποκαλοῦσαν Γιαννιὸ ὅταν δὲ ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἰωακειμάκι καὶ ἔτσι ἔμεινε ὡς τὰ σήμερα στὶς διηγήσεις αὐτῶν ποὺ τὸν γνώρισαν καὶ στοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ὅταν μιλοῦν γι' αὐτόν. Εὐτυχῶς διασώθηκε ἡ μοναδικὴ ὅσο καὶ σημαντικὴ φωτογραφία του, τὴν ὁποία τράβηξε περιηγητὴς καὶ στὴν ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ νέους μὲ κρητικὲς ἐνδυμασίες τῆς ἐποχῆς γιὰ νὰ φαίνεται ἡ διαφορὰ τοῦ ἀναστήματος.

Στή Μονὴ προσῆλθε τὸ 1900 σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Παρθενίου. Ὁ Παρθένιος δὲν ἔδωσε σημασία στὴ σωματικὴ του ἀναπηρία ἡ ὁποία πιθανῶς γιὰ τοὺς πολλοὺς νὰ ἦταν ἀστεῖο θέαμα. Γι’ αὐτὸν ἦταν ἡ ψυχὴ ἀνθρώπου ἡ ὁποία ἀξίζει, ὅπως λέει ὁ Χριστός, ὅσο δὲν ἀξίζει ὅλο ὁ κόσμος. Τὸν δέχθηκε καὶ τὸν ἀγκάλιασε στοργικά, τὸν συμπεριέλαβε στοὺς δόκιμους Μοναχούς, τοῦ ἔδωσε ἀπὸ τὸ δικό του κῦρος ἀξία καὶ τὸν ἐπέβαλε στὶς συνειδήσεις Μοναχῶν καὶ προσκυνητῶν ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ ὄχι μόνο δὲν εἶχε καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον διέθετε καθαρότητα ψυχῆς, καί εἶχε καὶ τὸν ἀπαιτούμενο θεῖο ζῆλο γιὰ ἀφιέρωση μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Τό Γιαννιὸ ὡς δόκιμος εἶχε ἀναπαύσει πλήρως τὸν Ὅσιο Παρθένιο. Δὲν ἔγινε ὅμως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του Μοναχὸς ἀλλὰ ἀναγνώστης κατόπιν προτάσεώς του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειο, ἀφοῦ γνώριζε λίγα γράμματα. Εἶχε πάει μέχρι τὴν τρίτη τοῦ Δημοτικοῦ.
Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καὶ ὄντας στὴν ἡγουμενία ὁ Ἅγιος Εὐμένιος, ἔγραψε στὸν Ἐπίσκοπο μιὰ παρακλητικὴ ἐπιστολὴ ἡ ὁποία σώζεται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας μὲ ἡμερομηνία 15-2-1906.
«.....Ὁμοίως τὸ μικρὸ (Γιαννιό) τὸ ὁποῖον ἐκουρεύσατε ἀναγνωστάκι, ἔχει ἐνταύθα ἕξι ὁλόκληρα ἔτη καὶ ἡ ἡλικία του εἶναι 34 ἐτῶν καὶ δὲν ἔχει παρηγορίαν μόνο ζητεῖ τὸ Σχῆμα. Σᾶς συστήνω δὲ καὶ αὐτό, ὅτι ἐὰν καὶ φαίνεται μικροῦ ἀναστήματος, τὰ πνευματικὰ του ἔργα εἶναι μέγιστα, διότι φαίνεται μικρὸ ἀλλὰ εἶναι σωφρονέστατον.... Ἡ ἐργασία του εἶναι ἐν τῷ Ἱερῷ Θυσιαστηρίω καὶ πλέκει καὶ κομβοσχοίνια...» Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Ἅγιος Εὐμένιος γράφει στὸν Ἐπίσκοπο ὡς Ἡγούμενος πλέον ποὺ γνωρίζει κάλλιστα τοὺς Μοναχοὺς καὶ δοκίμους τοῦ Κοινοβίου, ἀλλὰ καὶ ὡς Ἐξομολόγος-Πνευματικὸς ποὺ ἐρευνᾶ τὰ βάθη τῆς καρδίας. Ἐκθέτει πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο τὴ μαρτυρία ὡς ἐκ τῆς διπλῆς ἰδιότητός του καὶ τὸν ἐγκωμιάζει ὅτι «τὰ πνευματικὰ ἔργα του εἶναι μέγιστα» καὶ ὅτι «εἶναι σωφρονέστατον». Τὸ Γιαννιὸ ἔγινε Μοναχός καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωακεὶμ.
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος Εὐμένιος στὴν πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο ἐπιστολὴ του γράφει ὅτι «...δὲν ἔχει παρηγορίαν μόνο ζητεῖ τὸ Σχῆμα». Αὐτὸ σημαίνει τὸν πόθο καὶ τὴν φλόγα τῆς ψυχῆς τοῦ δοκίμου Γιαννιοῦ νὰ σφραγιστεῖ ἡ ἄσκησή του διὰ τοῦ Ἁγίου Σχήματος. Τὸ Σχῆμα γιὰ τὸ δόκιμο Γιαννιὸ ἦταν ἡ ἀναμενόμενη, ἡ παμπόθητη του «παρηγορία». Κι ἀφοῦ «παρηγορήθηκε» καὶ γέμισε ἡ ψυχή του, μετὰ σκορποῦσε αὐτὴ τὴν παρηγορία σὲ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὶς συμβουλές του ἀλλὰ καὶ τὶς προσευχές του. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Εὐμενίου τὸ 1920, τὸ Ἰωακειμάκι ἦταν αὐτὸ ποὺ παρέλαβε τὴ σκυτάλη τῆς ἁγιότητος. Δὲν ἦταν ἱερέας βέβαια γιὰ νὰ ἐξομολογεῖ. Μὰ οὔτε ὁ Παρθένιος ἦταν ἱερέας. Ὅμως ἄκουε τὰ βάσανα, τὰ προβλήματα καὶ τοὺς λογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Παντοῦ διαδόθηκε ἡ φήμη τῶν ψυχωφελῶν διδαχῶν τοῦ Ἰωακείμ ποὺ ἦταν οἱ ὑποθῆκες τῶν δυὸ Πατέρων ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπόσταγμα τῆς δικῆς του προσωπικῆς Μοναχικῆς ἐμπειρίας. Οἱ προσκυνητὲς δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ Ἰωακειμάκι εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ διορατικὸ χάρισμα. Ἔρχονταν ἄνθρωποι καὶ πρὶν τοῦ ποῦν τὸ πρόβλημά τους, τοὺς τὸ ἔλεγε καὶ τοὺς ἔδινε τὴ λύση. Αὐτὸ ἔγινε εὐρύτατα γνωστὸ καὶ τὸν ἐνοχλοῦσε πολὺς κόσμος κάτι ποὺ τοῦ προξενοῦσε μεγάλη κόπωση ἀλλὰ προπάντων δαπάνη χρόνου ποὺ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ ἀφιερώνει στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή.
Ἐπειδή ἦταν ὁ διακονητὴς Βηματάρης τὸ κελλάκι του τοῦ τὸ εἶχαν φτιάξει δίπλα στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ καθολικοῦ δεξιά. Ἕνα μικρό, ταπεινό, χαμηλὸ κελάκι μὲ τὰ ἀπαραίτητα τοῦ κοινοβιάτη Μοναχοῦ ἀντικείμενα. Τὴ φτωχὴ στρωμνή, τὸ μικρὸ τζάκι, τὸ σταμνὶ μὲ τὸ νερό, τὸ ράσο, ἡ καρέκλα, τὸ τραπεζάκι καὶ δυό-τρία βιβλία! Τὸ κελάκι ὅμως αὐτὸ ἦταν πολὺ προσιτὸ στοὺς προσκυνητὲς διότι ἦταν στὴν ἄκρη τῆς μεγάλης αὐλῆς τοῦ ναοῦ. Ὁ κόσμος καὶ ὁ θόρυβος τὸν ἐνοχλοῦσαν. Εἶχε ὅμως τὴν κρύπτη του γιὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς πολλὲς ἐνοχλήσεις καὶ νὰ ἀπομονώνεται γιὰ προσευχή. Πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα ὑπάρχει ἕνα μικρὸ σπηλιαράκι στὸ ὁποῖο ἔμπαινε ἀπὸ ἄνοιγμα ποὺ μόνο αὐτὸς χωροῦσε νὰ περάσει. Ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ τοῦ «Ἰωακειμάκι» δὲν μεριμνοῦσε μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ προσευχὲς καὶ νουθεσίες καὶ ἀποκαλυπτικὲς διδαχὲς λόγῳ τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος, ἀλλὰ ἐπεκτείνονταν καὶ στὰ ζῶα.
Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοὶς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμὶν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοὶς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ματθ. 6, 14-15
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ἦλθε ἡ γερμανικὴ κατοχή. Τὸ Μοναστήρι ὑπέστη πολλὲς ζημιὲς ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς οἱ ὁποῖοι περιπολοῦσαν στὰ νότια παράλια ὅπου ἔρχονταν τὰ ὑποβρύχια ἀπὸ τὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ παραλάμβαναν Ἄγγλους καὶ ἀντιστασιακοὺς καὶ ἐφοδίαζαν τὴν ἀντίσταση μὲ ὅπλα. Ἐπειδὴ οἱ Γερμανοὶ ὑποψιάζονταν τοὺς Μοναχοὺς ὅτι συνεργάζονταν μὲ τὴν ἀντίσταση καὶ βοηθοῦσαν στὶς διαφυγὲς, δὲν ἄργησαν καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ βεβηλώσουν καὶ τοὺς Μοναχοὺς νὰ κακοποιήσουν. Τὸ «Ἰωακειμάκι» ὑπέστη καρτερικὰ τὴ μανία τους. Ἀλλὰ τόσο πολὺ τὸ κακοποίησαν μὲ ξύλο ποὺ ἀρρώστησε καὶ λόγῳ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς πολυχρονίου ἀσκήσεως κόντεψε νὰ πεθάνει. Γὶ’ αὐτὸ καὶ ἦλθαν οἱ συγγενεῖς του ἀπὸ τὸ χωρίο του τὶς Ροῦπες καὶ τὸ πήραν γιὰ νὰ τὸ περιποιηθοῦν Ἐκοιμήθη στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1946.
Γιά τὸ χαρισματοῦχο αὐτὸ ὅσιο Μοναχὸ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διήγηση:
Μετά τὴν κοίμηση τῶν Ἁγίων κτιτόρων ὁ κόσμος εἶχε σὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ «Ἰωακειμάκι» ὅπως εἴδαμε, διότι εἶχε καταλάβει καὶ τὶς ἀρετές του καὶ τὸ διορατικὸ του χάρισμα.
Θέλησε κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὸν Κρουσσώνα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Μανώλη Τσικαντήλη νά ἐπισκεφθεῖ στὸν Κουδουμᾶ τὸ Ἰωακειμάκι, διότι εἶχε σοβαρὸ οἰκογενειακὸ πρόβλημα. Ἡ γυναίκα του ἦταν ἄτεκνη καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀτεκνίας αὐτῆς δὲν τὴν ἤθελε καθόλου ἡ μητέρα του, γι' αὐτὸ καὶ ὑπέφερε τὸ ἀνδρόγυνο. Ἀποφάσισε, λοιπὸν, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἐνάρετο Μοναχὸ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει μέσα στὸ σπίτι του διάφορα τρόφιμα τὰ ὁποῖα θὰ πήγαινε ὅπως συνήθιζαν νὰ κάνουν, ὡς ἐλεημοσύνη πρὸς τὸ φτωχὸ Μοναστήρι ὅλοι οἱ προσκυνητές. Καθὼς τὰ ἑτοίμαζε, ἀκούει ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ θόρυβο στὴν πόρτα σὰν νὰ προερχόταν ἀπὸ δυνατὴ κλωτσιά. Ἔντρομος πῆγε πρὸς τὴν πόρτα, τὴν ἄνοιξε καὶ ἐκεῖ εἶδε ἕνα τεράστιο ἀσυνήθιστο ἄλογο, τρεῖς φορὲς σὲ μέγεθος ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Ἀγριεμένο σήκωσε τὰ μπροστινὰ πόδια του πρὸς τὰ πάνω. Ἦταν μεταμορφωμένος ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος μὲ ἀνθρώπινη ἀλλὰ ἄγρια φωνὴ τοῦ εἶπε:
-Ποῦ ἐτοιμάζεσαι μωρὲ νὰ πᾶς;
Ὁ Μανώλης ἦταν καλὸς χριστιανός, πνευματικὸς ἄνθρωπος καὶ γνώριζε κάποια πράγματα περὶ πειρασμῶν ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐλαβοῦς ἱερέως τοῦ Κρουσσώνα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Κουδουμιανοὺς Πατέρες ποὺ πήγαιναν στὸν Κρουσσώνα συχνά. Βρῆκε, λοιπόν, χριστιανικὸ θάρρος καὶ τοῦ ἀπάντησε.
-Ἐκεῖ μωρὲ ποὺ δὲν θὲς νὰ πάω.
Τό ἄλογο αὐτὸ ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀφήνοντας στὸ πέρασμά του μεγάλες σπίθες φωτιᾶς.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ περισσότερη πίστη, περισσότερη εὐλάβεια καὶ πνευματικὸ σθένος ἑτοιμάστηκε καὶ πῆγε στὸν Κουδουμᾶ. Μόλις ἔφθασε, τὸν ὑποδέχτηκε στὴν πόρτα τὸ Ἰωακειμάκι.
-Καλῶς τὸ Μανωλάκι. Τὸν χαιρέτησε μὲ τὸ ὄνομά του ἐνῶ δὲν γνωρίζονταν.
Κατάλαβε ὁ εὐλαβὴς προσκυνητὴς ὅτι ἦταν ἀληθινὲς οἱ φῆμες γιὰ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ νάνου Μοναχοῦ.
-Κρατᾶς Μανωλάκι λιβάνι; Κρατᾶς φωτιὰ (ἀναπτήρα); -Ναί, πάτερ, κρατῶ.
-Πάρτα μαζί σου νὰ πᾶς στὸν Ἀββακόσπηλιο. Πηγαίνοντας νὰ μαζέψεις ξερὰ κλαδιὰ γιὰ νὰ τὰ κάμεις κάρβουνα ὅταν θὰ φθάσεις. Μόνο νὰ προσέχεις διότι ἔχει πρὶν τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐπικίνδυνα σημεῖα τὸ μονοπάτι μήπως καὶ κινδυνεύσεις νὰ γλιστρήσεις. Ἀφοῦ φθάσεις ὑπάρχει ἕνα πήλινο δοχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ κάμεις τὰ κάρβουνα καὶ νὰ θυμιάσεις. Ἐκεῖ ἔχουν ζήσει Ἅγιοι ἀσκητὲς κι ὑπάρχει καὶ σήμερα ἕνας ἀθέατος. Ἐκεῖ ἀφοῦ θυμιάσεις θὰ κάμεις τὴν προσευχή σου καὶ θὰ ζητήσεις αὐτὸ ποὺ θέλεις.Τὸ «Ἰωακειμάκι» τὰ εἶπε αὐτὰ, διότι μὲ τὸ διορατικὸ του χάρισμα γνώριζε τὸ μεγάλο οἰκογενειακὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ προσκυνητὴς πῆγε στὸν Ἀββακόσπηλιο ἐκεῖνο καὶ ἔβαλε λιβάνι. Σὲ λίγο πλημμύρισε ὅλο τὸ σπήλαιο ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία ποὺ δὲν ἦταν θυμίαμα. Κατάλαβε τότε ὅτι ὁ ἀθέατος ἀσκητὴς εἶχε κάμει διακριτικὰ τὴν παρουσία του. Γονάτισε καὶ μὲ θερμὰ λόγια τὸν παρακάλεσε νὰ λύσει τὸ πρόβλημά του κάνοντας νὰ τεκνοποιήσει ἡ γυναίκα του γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσει ἡ μάνα του.
Γύρισε στὸ Μοναστήρι. -Μανωλάκι, εἶδες τίποτε; -Αὐτὸ κι αὐτό μοῦ συνέβη πάτερ.
-Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀποκτήσεις παιδί. Πράγματι ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔμεινε ἡ γυναίκα του ἔγκυος καὶ γέννησε τὸ πρῶτο ἀγόρι, καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια ἔκανε ἄλλα δυὸ παιδιά.
Τόσο χαριτωμένος ἦταν ὁ Μοναχὸς Ἰωακείμ. Καὶ τὸ ὅτι συμβοὐλεψε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν προσκυνητή, σημαίνει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος θὰ εἶχε ἐμπειρία ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀθέατου ἀσκητή, ὅπως εἶχε καὶ ὁ Γέροντάς του Ἅγιος Παρθένιος. (από το βιβλίο π. Χ. Π.)

ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ