Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Η “Υπεροχή” της Βυζαντινής Μουσικής Έναντι της Ευρωπαικής και η Σχέση της με την Δημοτική Μουσική (1)

Γρηγορίου Θ. Στάθη
ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Μουσικολογίας καί Ψαλτικῆς Τέχνης
τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Εἶναι καλό νά ἀκοῦς μουσική. Ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλες εἶναι ἡ βυζαντινή μουσική, γιατί δέν ταράσσει τήν ψυχή, ἀλλά τήν ἑνώνει μέ τό Θεό καί τήν ἀναπαύει τελείως. Ἄν ὅμως τό θέλεις πολύ, μπορεῖς ν᾿ ἀκοῦς καί κοσμική μουσική, ἀλλά ἐγώ λέω, εἶναι προτιμότερο ν᾿ ἀκοῦς μουσική πού δέν ἔχει λόγια». (ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ 3 2003, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ἀττικῆς, σελ. 449).

Μιά πρώτη παραδοχή·
Καί ἡ Ἑλληνική Ἀνατολική μονοφωνική Μουσική, ὡς Βυζαντινό Μέλος, μετά τήν μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἡ Εὐρωπαϊκή Δυτική μονοφωνική Μουσική, μέ κέντρο τήν Ρώμη, ὡς Γρηγοριανό Μέλος κυρίως, εἶναι δυό ἀρχαιότατες, παραμόνιμες καί διαχρονικά σεβάσμιες μουσικές παραδόσεις στόν ἱερό χῶρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας, στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία καί στήν Δυτική Καθολική Ἐκκλησία, ἀντίστοιχα. Καί εἶναι μονοφωνικές καί οἱ δυό, γιατί ἡ σχέση τους εἶναι συγγενική πρώτου βαθμοῦ: μάννας καί θυγατέρας. Τό πόσα στοιχεῖα εἶναι κοινά καί ποιά ὡς προίκα πῆρε ἡ Δυτική–Εὐρωπαϊκή ἀπ᾿ τήν Ἑλληνική δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ τώρα ἐδῶ. Μονοφωνική Ψαλτική Μουσική εἶναι, κατά υἱοθεσία τῆς Ἑλληνικῆς–Βυζαντινῆς, καί ἡ παντοιόγλωσση ἄλλη μουσική τῆς λατρείας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη. Καί ἀντίστοιχα, μονοφωνική μουσική εἶναι καί ἡ ἄλλη μουσική τῆς λατρείας ἄλλων ἐθνῶν τοῦ κόσμου, πού κατά τό δόγμα ἀνήκουν στήν Δυτική Καθολική Ἐκκλησία. Μονοφωνικές, κατά βάση, εἶναι καί οἱ μουσικές τῶν ἐξωχριστιανικῶν ἄλλων διαφόρων θρησκευμάτων καί τύπων λατρείας. Ἐδῶ πρέπει νά τονισθῆ, ὅτι ἡ διάκριση τοῦ κόσμου σέ Ἀνατολικό καί Δυτικό, ἰσχύει σχεδόν ἀπόλυτα καί γιά τήν Μουσική. Ἡ Μουσική τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου, ἀπ᾿ τήν Ἑλλάδα καί ἀνατολικά, δηλαδή Ἑλληνική–Βυζαντινή Μουσική, Ἑβραϊκή, Περσική, Ἀραβική, Ἰνδική, Κινεζική, Ἰαπωνική κ.ἄ., εἶναι μονοφωνική. Ἡ Μουσική τοῦ δυτικοῦ κόσμου, μέ βάση τόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό, εἶναι πολυφωνική. Αὐτός ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός, ὡς αὔρα, τάχα, ἐξευρωπαϊσμοῦ, φτάνει καί στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ἐπηρεάζει, σχεδόν ἄκριτα πάντοτε, καί τήν μουσική τῆς ὀρθόδοξης λατρείας.
Μιά δεύτερη παραδοχή·
Ἡ Βυζαντινή Μουσική, ὡς Ἑλληνική Ψαλτική Τέχνη στόν χῶρο τῆς λατρείας καί ἡ Δημοτική Μουσική, καί ἄς περιορίσουμε ἐδῶ μόνο τήν Ἑλληνική, ὡς παραπληρωματική ἔκφραση τῶν συναισθημάτων τῶν ἀνθρώπων, στόν ἐξω–ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀποτελοῦν τίς δυό ἀδελφές ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Καί τό θεωρητικό σύστημα δομῆς τῶν πολλῶν καί ποικιλωνύμων τροπαρίων καί τῶν πολλῶν, πάλι, καί παντοειδῶν τραγουδιῶν καί χορευτικῶν σκοπῶν, καί τό σημειογραφικό σύστημα καταγραφῆς καί παραδόσεώς τους εἶναι τό ἴδιο, τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς. Δέν ὑπάρχουν δυό Θεωρητικά γιά τούς δυό αὐτούς κλάδους τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς· μόνο ἕνα καί τό ἴδιο, τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης. Κι εἶναι αὐτός ὁ κλάδος, ὁ ἐκκλησιαστικός, πού ἀναπτύχθηκε καί ἔφτασε σέ κορυφαῖες κατακτήσεις. Βέβαια, ὑπάρχουν κατά τόπους καί ἐντόπια ἰδιώματα καί ξενόφερτες μουσικές παραδόσεις, κατά τόν ἄγραφο νόμο τῆς ἀλληλοεπιδράσεως.
Τρίτη παραδοχή·
Ἡ Δυτική πολυφωνική μουσική, καί συνήθως ἐνόργανη, στήν Καθολική Ἐκκλησία καί τίς Ἐκκλησίες τῶν Διαμαρτυρομένων, ἀπ᾿ τήν ἐποχή τῆς λεγομένης Ἀναγεννήσεως κυρίως, ὅπως καί ἡ ὀρθόδοξη Ρωσσική πολυφωνική μουσική τῶν αἰώνων ιζ΄–κ΄, εἶναι μιά ὑψηλή τέχνη τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος μέ ἀνεπανάληπτες κορυφώσεις κι ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ ὅλου Δυτικοῦ Μουσικοῦ Πολιτισμοῦ. Ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβεια καί ἡ μεγαλοφυΐα τῶν δημιουργῶν της προσδίδει στήν μουσική αὐτή τό ἰδιαίτερο θρησκευτικό καί ἀναγωγικό ἦθος καί ὕφος της, ὅταν πρόκειται γιά τήν μουσική τῆς λατρείας.
Κι ἕνα – δυό ἀξιώματα·
Ἡ Μουσική, ὡς καλή Τέχνη γενικά, εἶναι συνακόλουθη τῆς ὅλης πολιτισμικῆς ἀναπτύξεως κατά τά μεγάλα γεωγραφικά τμήματα –Ἠπείρους καί ἐπί μέρους Κράτη–, τῆς ἀνθρωπότητος. Καί ἡ μουσική τῆς λατρείας, ὡς ζωντανή τέχνη πού συνακολουθεῖ τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τίς τρέχουσες πολιτισμικές ἐξελίξεις, ἐκφράζει τό γενικότερο πολιτισμικό καί θρησκευτικό πνεῦμα τοῦ κάθε τόπου καί τῆς κάθε ἐποχῆς, μέ ἀναλλοίωτα βέβαια τά βασικά καί παραμόνιμα στοιχεῖα της, ἀλλά καί μέ ἐμφανῆ τά σημάδια ἐξελίξεώς της πάντοτε. Ἡ λατρευτική μουσική δέν εἶναι στατική, ἀλλά ἀείζωη παράδοση καί δύναμη γιά καινούργια δημιουργία. Κι ἀκόμα· ἡ μουσική στήν λατρεία «εἶναι μέσο, κι ὄχι σκοπός· ἀπ᾿ τήν χρήση ὅμως αὐτοῦ τοῦ μέσου, τήν καλή ἤ τήν κακή, ὠφελοῦνται ἤ ζημιώνονται οἱ ψυχές τῶν πιστῶν καί ἐπιτυγχάνονται ἤ ματαιώνονται οἱ ἱεροί σκοποί τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως σοφά διατύπωσε ὁ διδάχος μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός. Ἐγώ λέω πώς “πρέπει νά ψέλνουμε σάν νά πρόκειται κάθε φορά μέ τό ψάλσιμό μας νά προκαλοῦμε τό θαῦμα τῆς σωτηρίας μας· νά εὐαρεστῆται ὁ Θεός καί νά μᾶς σώζη! Ἔτσι δέν ἔσωσε καί τούς τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός; Τούς ἔσωσε γιατί ἔψελναν! Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος· «… ἐσώθησαν ὅτι ὕμνουν· ᾐδέσθη τήν προθυμίαν αὐτῶν τό πῦρ, ὕστερον ᾐδέσθη καί τήν ᾠδήν τήν θαυμαστήν ἐκείνην καί τούς ὕμνους» [Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, Λόγος Η΄, 9 ~ Βλ. Γρ. Στάθη, Ἐρωταποκρίσεις τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης …, σσ. 208–209]”.
 Εἰδικότερα, γιά τήν μονοφωνική Βυζαντινή Μουσική·
Τό μέλος, ὡς ἔνδυμα τοῦ λόγου γιά τήν ἐμμελῆ ἐκφορά του, στήν “καθ᾿ ἡμᾶς” Ἀνατολή εἶναι τό Ἑλληνικό, τό γνωστό ὡς Βυζαντινό. Ἡ μουσική αὐτή τῶν Βυζαντινῶν, ὡς θυγατέρα τῆς μουσικῆς τῶν προγενεστέρων Ἑλλήνων, εἶναι συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, μέ διαφοροποιήσεις καί φυσιολογική ἐξέλιξη καί ἀνάπτυξη. Καί ἡ μουσική τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ἡ μουσική τῶν βυζαντινῶν Ἑλλήνων ἦταν, καί εἶναι, μονοφωνική. Ἡ μελωδία –λόγος καί μέλος– ὑφαίνεται “συντόνως τεθηγμένη” μέσα στό βασικό σύστημα διαστημάτων, τό τετράχορδο, πού εἶναι γνωστό ὡς “τρόπος” στήν ἀρχαία Ἑλληνική Μουσική καί ὡς “ἦχος”– τρόπος, ἐξ οὗ τά ποικιλώνυμα τροπάρια, στήν Βυζαντινή Μουσική. Στό τετράχορδο δέν χωράει ἁρμονική συνήχηση δυό, τριῶν ἤ τεσσάρων φωνῶν, διαφορετικῶν κατά τήν ὀξύτητά τους, γιατί προκαλεῖται συμφυρμός καί ἀφανισμός τοῦ λόγου.
Τό θεωρητικό μουσικό σύστημα, ἀρχαιοελληνικό καί βυζαντινό, εἶναι, στά βασικά στοιχεῖα, τό ἴδιο. Ἀλφαβητική ἦταν ἡ σημειογραφία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Μουσικῆς, ἀπότοκη τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου εἶναι, κατά τά μέσα τοῦ ι΄ αἰῶνα, καί ἡ σημειογραφία τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ἐπιμένω σ᾿ αὐτήν τήν σημειολογία, γιατί τό ἀλφάβητο τῶν γραμμάτων ἀπ᾿ τήν φύση του ἔχει μονοφωνικό ἄκουσμα. Κι ὅταν ἀναγινώσκη ἕνας ἕνα κείμενο κι ὅταν τό ἴδιο κείμενο ἀκούεται σέ κοινή ἐκφώνηση ἀπό πολλούς, τό ἄκουσμα εἶναι μονοφωνικό. Κι ὅταν ψάλλη ἕνας ἀπ᾿ τήν σημειογραφία τῆς Ψαλτικῆς κι ὅταν ψάλλουν πολλοί τό ἄκουσμα πάλι εἶναι μονοφωνικό. «Καί ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος, κἄν πάντες ὑπηχῶσιν ὡς ἐξ ἑνός στόματος ἡ φωνή φέρεται» μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος [Ὁμιλία λστ΄ εἰς Α΄ Κορινθίους, PG 61, 315c] γιά τήν λατρειακή μουσική τοῦ καιροῦ του, τά τέλη τοῦ δ΄ αἰῶνα.
Ἡ μονοφωνία στήν λατρεία τονίζει τήν προσωπική πληρότητα τοῦ καθένα πιστοῦ. Κι ὅλη ἡ πλουσιώτατη καί ποικίλη καί πολυώνυμη Ἑλληνική Ὑμνογραφία ἔχει προσωπικό ὕφος. Ὁ κάθε ὑμνογράφος, ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας οἱ περισσότεροι πού εἶχαν βιωματική σχέση μέ τόν Θεό, ἀπευθύνει, κατά τίς ὑψηλές ἐμπνεύσεις του, τούς ὕμνους στόν Θεό καί τούς ἁγίους του ὡς “ἐνώπιος ἐνωπίῳ”. Κι ὁ ψάλτης, καί τιμοῦνται πάλι μερικοί ὡς ἅγιοι, μελωδεῖ αὐτούς τούς θεσπέσιους ὑμνογραφικούς λόγους καί τούς κατευθύνει “ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ” πάλι μόνος. Γενικά, ὁ πιστός ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνάγκη κι ἕναν δεύτερο ἤ κι ἕναν ἄλλον ἤ καί ἕναν τέταρτο, γιά νά κάνουν “χορωδία τετράφωνη” γιά νά ἀπευθύνη αὐτός, ὁ ἕνας – ὁ μόνος τήν δέησή του στόν Θεό. Τοῦ  φτάνει ἡ φωνή του, ἡ δική του φωνή. Κι ὅταν δέν τό μπορῆ ὁ ἴδιος ἐναποθέτει τίς ἱερές ἀναφορές του στήν φωνή τοῦ ψάλτου ἤ τῶν χορῶν τῶν ψαλτῶν· κι αὐτοί, οἱ ψάλτες, δέν μποροῦν, δέν πρέπει, νά κάνουν ὅ,τι αὐτοί θέλουν τίς δεήσεις τῶν πιστῶν, ἀλλά νά τίς ψάλλουν μέ ἐκκλησιαστικό ὕφος καί ἀναγωγική διάθεση· «μήτε φωναῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων, ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ», ὅπως ἡ Ἐκκλησία διατύπωσε στόν ΟΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου τό 691.
Ποιό εἶναι τό “ἐκκλησιαστικό ὕφος” τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς καί πῶς ἐκφέρεται μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο ἡ κατάνυξη καί ἡ χαρμολύπη, πού αὐτές κανονάρχησαν τό ποίημα, τόν ποιητικό λόγο, ἀλλά καί τό μέλος τῶν παντοίων ψαλμῶν καί τροπαρίων τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, τά ἔσωσε ἡ κατά παράδοση νυχθήμερη ψαλμώδηση μιᾶς δυσχιλιετίας τώρα στόν ἁγιασμένο χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ πόλεις καί σέ Μοναστήρια, καί “ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς”, καί τά κατέγραψε μέ τήν σημειογραφία καί τά διέδωσε μέ περίπου 9.000 χειρόγραφους κώδικες ἡ φιλοτιμία τῶν ψαλτῶν καί κωδικογράφων “εἰς κοινόν ὄφελος”. Ἔγραψα, πρίν ἀπό μιά σχεδόν πεντηκονταετία, μέ τήν ἰκμάδα τῆς νειότης καί τοῦ ζήλου, –πού δέν μοῦ ἀπέλιπαν ἀκόμα–, καί μέ συγκίνηση τά φέρνω μπροστά μου καί τώρα πού μιλάω γιά τήν μονοφωνική μουσική καί τήν πληρότητα τοῦ καθένα ἀνθρώπου πού αὐτή τονίζει καί ἀναδεικνύει: «Ἡ κατανυγμένη ψυχή εἶναι μόνη της καί ξεχειλίζει εὐκολότερα τό θρηναγάλλιασμά της μελωδικά παρά ἁρμονικά. Ἡ μελωδία εἶναι προσωπική· ἡ ἁρμονία εἶναι ὁμαδική. Κλαῖς καί παρακαλεῖς, εὐχαριστεῖς καί δοξάζεις μόνος σου κι ἡ βυζαντινή μουσική ντύνει καί χρωματίζει “τήν φωνήν τῆς δεήσεώς σου” ἀνάλογα καί τήν κατευθύνει “ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ”. Ἕνα μέλος μιᾶς [χορωδίας] πολυφωνικῆς μουσικῆς δέν νοιώθει ποτέ πληρότητα κι ἀνεξαρτησία καί δέν παίρνει εὔκολα τήν προσευχή σάν προσωπική ὑπόθεση …» [βλ. Βυζαντινά, τόμος 4ος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 405].
Ὁ πλοῦτος τῆς Ἑλληνικῆς–Βυζαντινῆς Ὑμνογραφίας, πλοῦτος πού μόνο ὡς πέλαγος καί ὠκεανός μπορεῖ νά γίνη κατανοητός στίς πραγματικές του διαστάσεις, καί ἡ μελώδησή του, τό πολύπτυχο μουσικό ἔνδυμά του, εἶναι καί ὁ παράλληλος μέ τόν τονισμό τῆς προσωπικῆς πληρότητος τοῦ καθενός μας, βασικός λόγος γιά τήν ἐπικράτηση τῆς μονοφωνικῆς μουσικῆς στήν λατρεία. Δέν θά ἦταν δυνατό νά εἰσαχθοῦν καί καθιερωθοῦν στήν λατρεία καί νά βροῦν χῶρο στά ἐν χρήσει λειτουργικά βιλία τόσα ὑμνογραφήματα, ἐνταγμένα στίς διάφορες Ἀκολουθίες καί τούς διαφόρους καιρούς τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου, ἄν ψάλλονταν ἀπό πολυφωνικούς χορούς ψαλτῶν. Αὐτό τό μαρτυρεῖ τό Γρηγοριανό Μέλος, πού ὡς καθιερωμένο χωράει μόνο σ᾿ ἕνα βιβλίο! στό πολυσέλιδο, βέβαια, Liber Usualis. Καί τοῦτο γιατί τό περιεχόμενό του, γιά τίς διάφορες Ἀκολουθίες εἶναι κατά βάση οἱ ψαλμοί καί ἄλλοι βιβλικοί ὕμνοι ἤ στίχοι ἀπ᾿ τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Δέν ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ ποταμός ὁ ἕνας ὁ ἀείρροος τῶν πολλῶν ἑκατοντάδων καί χιλιάδων Κανόνων τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς, κι ὁ ποταμός ὁ ἄλλος ὁ μεγάλος καί ἀστείρευτος τῶν Ἰδιομέλων καί Προσομοίων τροπαρίων! σέ ὅλους τούς ἤχους καί τά κλαδικά μέλη τῶν ἤχων!
Καί στήν πολυφωνική ἐκκλησιαστική μουσική δέν εἶναι δυνατό νά χωρέση πολύς λόγος καί δέν εἶναι δυνατό νά τονίζωνται καί χρωματίζωνται τά διάφορα λεπτά νοήματα μέ τούς τετράφωνους φωνητικούς ὄγκους σ᾿ ἕνα μεγάλο φωνητικό εὖρος, πού σχεδόν καταντᾶ μονότονο καί καταστρέφει καί ἰσοπεδώνει τήν ἔκφραση. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις τό μουσικό ἁρμονικό κάλλος εἶναι ξέχωρο ἀπ᾿ τόν λόγο· ἡ προσομιλία μέ τόν Θεό καί ἡ ἀναφορά μέ τόν λόγο εἶναι μόνο ὑποστηρικτική τοῦ ἁρμονικοῦ μουσικοῦ ὄγκου· ἡ προσωπική ἔκφραση καί συγκίνηση καί ἀνύψωση τῆς ψυχῆς ὑποχωρεῖ, καί προβάλλεται τέρψη μᾶλλον ἀκουστική, ἀρεστή, βέβαια, στούς εἰθισμένους μέ αὐτήν τήν πολυφωνική ἔκφραση. Πάντως, τό συναμφότερο –λόγος καί μέλος– στήν ὀρθόδοξη λατρεία, ὅπως τό ἀναμέλπει ἡ Ψαλτική Τέχνη, εἶναι ὕψιστη τέχνη καί θησαύρισμα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί πολιτισμοῦ, κι εἶναι, στόν χῶρο τῆς λογικῆς λατρείας, ἔκφραση αἰωνιότητος. “Ἡ ἔκφραση αὐτή δηλοποιεῖ τήν βέβαιη καί ἀμετάθετη πίστη καί μαζί τήν κοινωνία τῶν πιστῶν. Μέ τήν ψαλτή λατρεία μποροῦν οἱ πιστοί νά γεύωνται ἀπ᾿ τήν γῆ τούς οὐρανούς”. Αὐτός εἶναι ὁ δικός μας, ὁ Ἑλληνικός Μουσικός Πολιτισμός, πού τόν δημιούργησε ἡ θεοσέβεια μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κι ἀκόμα εἰδικότερα, γιά τήν σχέση τῆς Βυζαντινῆς καί τῆς Δημοτικῆς Μουσικῆς·
Πρόφτασα καί προέταξα στό προοίμιο, ὡς “μιά παραδοχή” ὅτι ἡ βυζαντινή ἐκκλησιαστική καί ἡ ἐξω–ἐκκλησιαστική δημοτική μουσική ἀποτελοῦν τίς δυό ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, δηλαδή τῆς διαχρονικῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς. Τό θέμα τῶν σχέσεων, τῶν ὁποιονδήποτε, εἶναι πάντοτε μεγάλο καί κάποιες φορές καί πολύπλοκο. Στήν περίπτωση ἐδῶ τῆς μουσικῆς ταυτότητος εἶναι μᾶλλον ἁπλό· κι εἶναι ἁπλό γιατί ἐκπορεύεται ἀπ᾿ τόν ἴδιον ἄνθρωπο καί ἀφορᾶ στόν ἴδιον αὐτόν ἄνθρωπο. “Οἱ δυό αὐτοί κλάδοι τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς ἀφοροῦν στό ἴδιο ἄτομο καί θεραπεύουν παραπληρωματικά τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς. Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος πού ψέλνει ἤ ψελλίζει τά τροπάρια μέσα στήν ἐκκλησιά, εἶναι ὁ ἴδιος πάλι πού ἔξω στόν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησιᾶς ἤ τοῦ ἐρημοκκλησιοῦ χορεύει καί τραγουδάει ὑπακούοντας στά σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του γιά τίς χαρές τῆς ζωῆς”.
Πέρ᾿ ἀπ᾿ αὐτή τήν γενική διαπίστωση ταυτότητος, μποροῦν ν᾿ ἀνιχνευθοῦν καί ἄλλες ταυτοποιήσεις·
α) ὅτι ἔχουν κοινή λειτουργικότητα καί ἀποβλέπουν στούς ἴδιους στόχους, κυρίως “στήν ἔκφραση τῶν συναισθημάτων πού πλημμυρίζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου στίς χαρές καί τίς λύπες τῆς ζωῆς, στούς καϋμούς τῆς ἀγάπης καί τοῦ θανάτου”·
β) ὅτι συνυπάρχουν καί λειτουργοῦν στόν ἴδιο χῶρο, ἀφοῦ στούς ναούς, στούς νάρθηκες ἤ ἐξωνάρθηκες, καταγράφονται σκηνές διασκεδάσεως μέ ὄργανα καί χορούς, στήν περίπτωση τῆς εἰκονογραφήσεως σχετικῶν βιβλικῶν γεγονότων, καί σέ σπίτια καί κοινά γλέντια γίνονται τραγουδιστικές ἀναφορές στήν Παναγιά, τόν Χριστό, τούς ἀγγέλους· λειτουργοῦν δηλαδή σέ κοινό καί γνώριμο περιβάλλον·
γ) ὅτι ὑπάρχει ἰσοκράτημα στήν ψαλμωδία τοῦ ψάλτου κι ὑπάρχει ὁ βοηθός στόν τραγουδιστή πού μέ τήν φωνή του ἤ τό λαγοῦτο του τοῦ κρατάει τόν “ἀχό”·
δ) ὅτι ἔχουμε στήν Ψαλτική τοπικές παραδόσεις, ὅπως “ἁγιοσοφίτικον”, “πολίτικον”, “θεσσαλονικαῖον”, “ἁγιορείτικον”, κι ἔχουμε καί τά “ἠπειρώτικα”, τά “μωραΐτικα”, τά “θρακιώτικα”, τά “πολίτικα”, τά “νησιώτικα”, τά “κρητικά” καί ἄλλα τραγούδια καί ὀργανοπαιξίματα.
Οἱ δυό παράλληλες καί συνάλληλες αὐτές μουσικές παραδόσεις ἔχουν καί ἐσωτερικές, δηλαδή στήν ὀργανική τους δομή, βασικές ὁμοιότητες.
α) Καί οἱ δυό στηρίζονται στήν μελοποιΐα, καί ἀναπτύσσονται μέσα στήν πολυηχία, μέ βασικό ἠχητικό κορμό τήν Ὀκτωηχία.
β) Καί οἱ δυό εἶναι μονοφωνικές μουσικές, γιατί ἡ μονοφωνία εἶναι ἡ πληρέστερη ἔκφραση τῶν συναισθημάτων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Κι ἔχουν, βέβαια, καί βασικές διαφορές, πού ἀπορρέουν ἀπ᾿ τόν σκοπό τῆς λειτουργίας τους καί τό ἦθος καί τό ὕφος τους. Σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι ἡ δημιουργία τῆς κατανύξεως γιά ἀνύψωση καί καλύτερη προσομιλία μέ τόν Θεό· σκοπός τῆς δημοτικῆς μουσικῆς εἶναι ἡ εὐθυμία καί ἡ χαρά, ἤ τό μοιρολόγημα καί ἡ ἐκτόνωση ἀπ᾿ τήν λύπη, ἀντίστοιχα μέ τόν ἐπιτάφιο θρῆνο καί τά σταυροθεοτοκία τροπάρια.
Οἱ βασικές διαφορές εἶναι οἱ ἀκόλουθες δυό-τρεῖς·
α) ἡ ψαλτική μουσική εἶναι ὅλη γραπτή, ἐνῶ ἡ δημοτική μουσική ἦταν μέχρι πρίν ἀπό ἕναν αἰῶνα ἄγραφη·
β) ἡ δημοτική μουσική χρησιμοποιεῖ ὄργανα, ἐνῶ αὐτά ἀπαγορεύονται στήν λατρευτική μουσική·
γ) τά δημοτικά τραγούδια χρησιμοποιοῦν στίχους μέ συγκεκριμένα μέτρα καί ἄρα ἡ μουσική ἔχει μιά σταθερή περιοδικότητα ρυθμοῦ, ἐνῶ αὐτό δέν συμβαίνει, ἐκτός ἀπό λίγες περιπτώσεις, στό ἐκκλησιαστικό μέλος πού ντύνει τήν ὑμνογραφία.
Καί δυό ἀκόμα διαφορές· ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἔχει ἐπωνυμία, γνωρίζουμε τά ὀνόματα τῶν ὑμνογράφων καί τῶν μελοποιῶν, ἐνῶ ἡ δημοτική μουσική εἶναι συνηθέστατα ἀνώνυμη, πού πίσω ἀπ᾿ τήν ἀνωνυμία πάντοτε κρύβεται κάποιος ψάλτης ἤ κάποιος λόγιος τῆς κάθε περιοχῆς. Ἡ ἄλλη βασική διαφορά εἶναι ὅτι ἡ ὑμνογραφία χρησιμοποιεῖ τήν καθαρή καί ἀρχαιοπρεπῆ ἑλληνική γλῶσσα, τήν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ ἡ δημοτική τραγουδοποιΐα χρησιμοποιεῖ τήν τρέχουσα κατά τόπους καί ἐποχές ἑλληνική γλῶσσα, τήν δημοτική γλῶσσα. Καί συμβαίνει μέ τούς δυό αὐτούς κλάδους τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, τόν ἐκκλησιαστικό καί τόν δημοτικό, αὐτό τό μέγα θαῦμα: σώζεται καί διαφυλάσσεται καί διαδίδεται ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ἀλώβητη καί καθαρή, κατά τίς δυό διαχρονικές συνάλληλες παραδόσεις της!
Καί στό θέμα τῶν ἀλληλοεπιδράσεων, τῆς μιᾶς μουσικῆς στήν ἄλλη, καί ὡς πρός τόν λόγο καί ὡς πρός τό μέλος, μποροῦν νά παρατηρηθοῦν ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα καί νά γίνη λόγος γιά τά κάλαντα καί τά θρησκευτικά τραγούδια πάνω σέ ἀτόφιες ἐκκλησιαστικές μελωδίες, κ.ἄ. Τ᾿ ἀφήνω στήν ἄκρη αὐτό το θέμα γιά νά μήν πάρη μάκρος αὐτό τό ἀδολέσχημά μου [Βλ. Γρ. Θ. Στάθη, «Ἡ Ψαλτική καί ἡ Δημοτική Μουσική καί ἡ σχέση ἀνάμεσά τους», Τιμή πρός τόν Διδάσκαλον, Ἀθῆναι 2001, σσ. 639–655]. Πρέπει ὅμως νά μήν παραλείψω νά τονίσω ὅτι ἡ σημειογραφία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, καί παλαιότερα στά μεταβυζαντινά χρόνια καί νεώτερα μέ τήν διαρρύθμισή της σέ ἀναλυτική κατά τό 1814/15 στήν Κωνσταντινούπολη κι ἐδῶθε, εὐεργέτησε τήν ἑλληνική δημοτική καί κοσμική–ἀστική μουσική, ἀλλά καί τήν ἀλλοεθνῆ ἐξωτερική κοσμική μουσική, μέ τήν καταγραφή καί διάδοσή της σποραδικά μέχρι τίς ἀρχές τοῦ ιθ΄ αἰῶνα, καί συστηματικά στήν συνέχεια μέχρι τίς μέρες μας.
Ἡ σημειογραφία τῆς Βυζαντινῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, τό σοφό αὐτό σύστημα τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς ἀλφαβήτας ἀπ᾿ τά μέσα τοῦ ι΄ αἰῶνα, εἶναι τό φυλακτήριο τῆς ἀνάσας, κυριολεκτικά, τῶν Ἑλλήνων, ὅταν αὐτή ἐκφέρεται ὡς ἐμμελής λόγος, ὡς ψάλμα ἤ ὡς τραγούδι! Μακάριοι, ὅσοι ἀνασαίνουμε καί ψέλνουμε ἤ τραγουδᾶμε! Πλατανιά – Ἰωάννινα, 14-17 Δεκεμβρίου 2018.
  1. Η διατύπωση τοῦ θέματος αὐτοῦ τοῦ μικροῦ γραπτοῦ μου, μέ τονισμένο τό συγκριτικό οὐσιαστικό “ἡ ὑπεροχή”, μοῦ δόθηκε, μέ εὐγενική παράκληση, ἀπ’τόν ἀγαπητό μου καί σεβαστό πατροΚοσμᾶ, ἱερομόναχο καί νέο κτήτορα τῆς μονῆς Στομίου Κονίτσης, φίλο ἐγκαρδιακό ἀπ’τά Γυμνασιακά μας χρόνια, πού πρόσφατα ἦρθε ἐπί τοῦτο στό κανούργιο μου σπίτι, στά πατρικά μου, καί τό εὐλόγησε· κι εἶχε νά ‘ρθῆ ἀπ’τόν γάμο μου, τόν Ἰούλιο τοῦ 1972! Τίς σκέψεις μου, ἐδῶ παρακάτω, πού σχεδὸν ὅλες τοῦ τίς ἐκτύλιξα στήν εὐλογημένη αὐτή συνάντησή μας, τίς βάζω σέ μιά δημοσιεύσιμη σειρά, γιά “κοινόν ὄφελος”, καί τοῦ τίς ἀφιερώνω “προφρόνως πάνυ”.