Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν ἔχουν
βιώματα θερμῆς προσευχῆς. Καὶ δὲν ἐννοῶ τοὺς κοσμικοὺς καὶ ἀδιάφορους
περὶ τὴν πίστη. Ἀναφέρομαι στοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν παραλείπουν μερικὰ
καθήκοντά τους, ὅπως τὸν ἐκκλησιασμό, τὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τὴν τήρηση μερικῶν ἐντολῶν, δὲν ἔχουν ὅμως τὸ βασικὸ μέσο
ἄσκησης, δηλαδὴ τὴν προσευχή, ποὺ τονώνει πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ
ἐξασφαλίζει τὴ θεία ἐπενέργεια στὴ ζωή του. Ἀγνοοῦν ὅτι ἡ προσευχὴ
εἶναι πηγὴ ἀγαθῶν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη δυσκολία. Πῶς θὰ παρακινηθοῦν
στὴν προσευχή; Πῶς θὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσουν τὴν ἄνωθεν
βοήθεια; Πῶς θὰ μπορέσουν νὰ νιώσουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ οὐράνιος
Πατέρας, ποὺ ἀγαπάει ὑπερβολικά τούς ἀνθρώπους καὶ καθημερινά τούς
εὐεργετεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους; Πῶς θὰ πεισθοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν πρόνοια
τοῦ Θεοῦ ὅλα γίνονται εὐκολότερα, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει ἡ ἀνάλογη πίστη; Καὶ
πῶς θὰ παρακινηθοῦν στὴν κατὰ Θεὸν ζωή ποὺ προσφέρει γλυκύτατες
ἐμπειρίες καὶ εὐφρόσυνη ἐλπίδα αἰώνιας ζωῆς;
Οἱ παραπάνω δυσκολίες ὑπάρχουν στὴν
ἀρχή, μέχρι νὰ ἀρχίσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἀποκτήσουν
τὴν πρώτη ἐμπειρία. Ὕστερα ὅλα βρίσκουν τὸ δρόμο τους. Τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς
πνευματικῆς ἀφύπνισης καλοῦνται νὰ ἀναλάβουν οἱ ἄξιοι κληρικοὶ καὶ
μοναχοί, ἀλλὰ καὶ οἱ εὐσεβεῖς λαϊκοί, μὲ τὴν διακριτικὴ προσφορὰ τοῦ
βιωματικοῦ τους λόγου καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη. Τὰ ρητορικὰ κηρύγματα καὶ
οἱ συνήθεις ἠθικολογίες δὲν βοηθοῦν. Ἀκούγονται σὰν ἀπαγορεύσεις ποὺ
στεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας καὶ τὴν ἀπόλαυση καὶ
ἁπλῶν πραγμάτων στὴ ζωή. Βέβαια, οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἀναλάβουν αὐτὸ τὸ
δύσκολο ἔργο εἶναι λίγοι καὶ δυσεύρετοι. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν εἶναι
παρήγορο καὶ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐλπίζουμε.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συγκρίνει τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ δὲν προσεύχονται μὲ τοὺς προσευχόμενους καὶ διαπιστώνει
ὅτι οἱ πρῶτοι δὲν ἔχουν ἐσωτερικὸ περιεχόμενο, ἐνῷ οἱ δεύτεροι μποροῦν
νὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ βιώσουν οὐράνιες καταστάσεις. Λέει ὁ
ἅγιός μας: «Ὅταν ἴδω κάποιον νὰ μὴ ἀγαπάει τὴν προσευχὴ καὶ νὰ μὴ ἔχει
θερμὸ καὶ σφοδρὸ ἔρωτα γι’ αὐτή, ἤδη μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
δὲν ἔχει τίποτε τὸ εὐγενικὸ στὴν ψυχή τους. Ἀντίθετα, ὅταν ἰδῶ κάποιον
ποὺ δὲν χορταίνει νὰ ἐπιδίδεται στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ συγκαταλέγει
τὴν συνεχῆ παράλειψη τῆς προσευχῆς στὶς μεγαλύτερες ζημιές, συμπεραίνω
ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀσκήσει κάθε ἀρετὴ καὶ νὰ γίνει ναὸς
τοῦ Θεοῦ».
Οἱ προσευχόμενοι διεκπεραιώνουν ὅλες τὶς
ἐργασίες τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνοῦνται τὴν κοσμικὴ
νοοτροπία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό. Εἶναι, θὰ λέγαμε,
μικροὶ εὐεργέτες τῆς κοινωνίας, γιατί μὲ τὴν προσωπική τους
δραστηριότητα καὶ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα περιορίζουν τὴν ἁμαρτία καὶ
διδάσκουν τοὺς κοσμικοὺς πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ προβλήματα καὶ
τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μὲ ὁδηγὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.