Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς († 1979)
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι χριστιανοί, ὅταν
σκέπτονται, καθένας μόνος του ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους, ὡς σύνολο, ὅ,τι εἶναι «ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ», διότι αὐτὸ εἶναι τροφὴ αἰώνια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη παραμένει ἀτελὴς καὶ ἀνολοκλήρωτη ὅσο δὲ μεταμορφώνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ
Χριστοῦ σὲ Χριστοσκέψη καὶ Θεοσκέψη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁ πόθος τῆς ἄγρυπνης
χριστιανικῆς ψυχῆς καὶ ὁ στεναγμὸς τῆς μέρα καὶ νύχτα μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὰ
δάκρυα εἶναι ὁ ἑξῆς: Γλυκύτατε Κύριε, κάθε σκέψη μου μεταμόρφωσε τὴν σὲ
Θεοσκέψη! Πανάγαθε Κύριε, κάθε αἴσθησή μου μεταμόρφωσε τὴν σὲ Θεοαίσθηση!
Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ πεῖσμα δὲν θέλει
τὸ Χριστό, παραφρονεῖ καὶ μαίνεται καὶ ἡ αἴσθηση παραφρονεῖ καὶ ἡ ζωὴ γίνεται ἄφρων
καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἑαυτοῦ σπεύδει ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, μὲ εὐχαρίστηση
βυθίζεται ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ὥσπου νὰ βυθισθεῖ ὅλος στὴν αἰώνια βασιλεία τῆς
ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ, τὴν κόλαση. Μόνο ὁ πανθαύμαστος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς
Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μακαριότητα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη, ἡ αἰώνια μακαριότητα
καὶ ἡ αἰώνια εὐλογία καὶ ὁ αἰώνιος παράδεισος καὶ ἡ αἰώνια χαρά…
Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη,
εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τεράστιο βάσανο καὶ ὁλόκληρη κόλαση. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη
γνώση, ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ μ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα
φοβερὸ πανδαιμόνιο. Ἡ θεία ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη δύναμη στὸν ἐπίγειο κόσμο μας, ἡ ὁποία
ἐξυγιαίνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθηση καὶ τὶς ἀποκαθιστᾶ
στὸ «κατὰ φύσιν», τὶς ἀθανατοποιεῖ καὶ τὶς διαιωνίζει. Ἔτσι, μόνο μὲ τὸ Χριστό,
μὲ τὴν ἀγάπη Του, θεραπεύονται ἀπὸ τὴ μωρία τους καὶ ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ ἡ ἀνθρώπινη
αἴσθηση. Θεραπεύονται ἀπὸ τὴ σατανικὴ-οὐμανιστικὴ αὐτάρκεια, αὐτονομία, αὐτοϊκανοποίηση,
ἀπὸ τὴ σατανικὴ-οὐμανιστικὴ φιλαυτία, αὐτοαποκλειστικότητα. Διότι εἶναι βασικὴ ἀρχὴ
τῆς ζωῆς καὶ τοῦ Σατανᾶ καὶ τοῦ οὐμανιστικοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ εἶναι αὐτάρκης, νὰ
ζεῖ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό
του· νὰ μὴν ἀναγνωρίζει ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του οὔτε τὸν Θεό, οὔτε τὴν Ἀλήθεια,
οὔτε τὴ Δικαιοσύνη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀξία, νὰ εἶναι ὁ ἐαυτὸς τοῦ τὸ πᾶν καὶ
τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ βασικὴ ἀρχὴ καὶ τῆς γνώσεώς του καὶ τῆς αἰσθήσεώς
του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ φιλαυτία καὶ ὁ αὐτοαποκλεισμὸς καὶ ἡ αὐτοαπομόνωση εἶναι
σκοτεινὴ φυλακή, μέσα στὴν ὁποία ἀρχίζει νὰ παραφρονεῖ, ὥσπου τελικὰ νὰ
παραφρονήσει ἐντελῶς καὶ ὁ Σατανᾶς καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ γνώση τους καὶ ἡ αἴσθησή
τους.
«Ἴνα ἡ ἀγάπη ὑμῶν περισσεύση ἐν ἐπιγνώσει», διότι μόνο ἡ ἐπίγνωση,
ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἔχει αἰώνια ἀξία καὶ ἀθάνατη διάρκεια. Ὡς πρὸς τὴν
ἴδια τὴ φύση της ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ θεία δύναμη τῆς γνώσεως· μ’ αὐτὴ γνωρίζουμε καὶ
τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ κάθε ἀγαπώμενο κτίσμα, διότι σ’ αὐτὴ τὴν
πανοικτίρμονα ἀποκαλύπτονται καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τὸ μυστήριο κάθε κτίσματος. Ἡ ἀγάπη ἀνθεῖ μόνο μὲ τὴν πίστη. Καὶ ὅσο ἡ ἀγάπη
μεγαλώνει, μεγαλώνει μαζί της καὶ ἡ πίστη.
Ἡ τέλεια ἀγάπη δίνει τὴν τέλεια γνώση. Ἡ γνώση χωρὶς ἀγάπη εἶναι
μάτι χωρὶς κόρη, αὐτὶ χωρὶς ἀκοή, σῶμα χωρὶς ψυχή. Ἡ γνώση χωρὶς ἀγάπη ἐπαίρεται,
ὁδηγεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ὑπερηφάνεια σκοτώνει τὴν ψυχὴ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε
ἄλλο. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ κακία, ποὺ μετέβαλε τὸν ὑπέρτατο ἄγγελο σὲ διάβολο
καὶ πόσο εὐκολότερα δὲν θὰ μεταβάλει τὸν ἄνθρωπο! (βλ. Α’ Κόρ. 8. 11).
Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστὸς
καὶ ποιὸς εἶναι, καὶ τί ἔφερε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, —αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι γιὰ τὸν
ἄνθρωπο ἐκείνη ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη γνώση.
Στὴ γνώση αὐτὴ ὁ χριστιανὸς βλέπει καὶ βρίσκει τὰ πάντα, ἰδιαίτερα
ὅταν τὴ συγκρίνει μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὁσοδήποτε ὑψηλὴ ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ ἐμπειρία
τῶν ἁγίων ἀνθρώπων ἀποδεικνύει ὅτι ἡ γνήσια Χριστογνωσία ἀποτελεῖ πράγματι τὴν
πλήρη καὶ καθολικὴ γνώση. Διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ Χριστὸ ὅπως
πρέπει, γνωρίζει καθετὶ ποὺ τοῦ χρειάζεται γι’ αὐτὸν καὶ τὸν ἄλλο κόσμο καὶ γιὰ
τὴ ζωὴ σ’ αὐτὸν καὶ στὸν ἄλλο κόσμο. Τέτοια ὅμως γνώση ποιὸς μπορεῖ νὰ δώσει
στοὺς ἀνθρώπους, ποιὸς ἀπὸ τοὺς θεούς, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποιὸς ἀπὸ τοὺς
ἥρωες, ποιὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα; Ἀσφαλῶς κανείς.
Μόνο ἡ «γνῶσις τοῦ Χριστοῦ» δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴ μόνη ἀληθινὴ
γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ, τοῦ
διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης· τὴ γνώση
κάθε πράγματος μικροῦ καὶ μεγάλου, σπουδαίου καὶ συνηθισμένου, αἰώνιου καὶ
πεπερασμένου. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος μὲ τέτοια παραφορᾶ ἀγάπης
καὶ φλόγα θείου ζήλου ὀνομάζει τὸ Χριστὸ Κύριό Του. Καὶ πράγματι κανεὶς δὲν εἶναι
ἄξιος νὰ εἶναι Κύριος του ἀνθρώπου ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸ αἰσθάνεται ὅποιος
ἀληθινὰ βασανίσθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου
τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεό, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ
Χριστό.
Τὸ νὰ γνωρίσεις τὸ Χριστὸ εἶναι πρῶτα-πρῶτα τὸ νὰ γνωρίσεις
τὴ δύναμη τοῦ θανάτου Του καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Πῶς; Ζώντας καὶ βιώνοντας τὰ
σὰν δικά σου. Διότι ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστιανὸς ζώντας καὶ βιώνοντας τὸ
Χριστό. Ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει. Γίνεσαι χριστιανὸς καὶ γνωρίζεις τὸ Χριστό, ἐὰν
καθετὶ ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώσεις σὰν δικό σου. Ἡ Χριστογνωσία προέρχεται
πάντοτε ἀπὸ τὴ χριστοβίωση καὶ τὸ χριστοβίωμα. Θὰ γνωρίσεις τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, ἐὰν τὴ βιώσεις· θὰ γνωρίσεις τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν τὴ βιώσεις.
Τὸ ἴδιο καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ πάθος Του καὶ τὸν
θάνατό Του καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ γνωρίσεις, μόνο ἐὰν τὰ βιώσεις σὰν
δικά σου. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τί ποὺ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ πιὸ μικρὸ γεγονὸς
τῆς οἰκονομίας Του, ὡς τὸ μεγαλύτερο. «Τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως Αὐτοῦ» θὰ
γνωρίσεις, ἐὰν μὲ τὴν πίστη ἀναστήσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν τάφο τῆς
φιλαμαρτησίας καὶ πορευθεῖς τὴ νέα ζωή, ζώντας ὡς «συνεγερθεῖς τῷ Χριστῷ» (Κόλ.
3. 1) ἤδη ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο, ζώντας δηλαδὴ μὲ τὸν Ἀναστημένο Κύριο.
«Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς
καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». «Νοήματα ἐν Χριστῷ» σημαίνει
ἅγια νοήματα, τὰ ὁποῖα προέρχονται μόνο ἀπὸ νοῦ ποὺ ἁγιάσθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό. Καὶ
πῶς ἁγιάζεται ὁ νοῦς; Ὅταν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ ἅγια εὐαγγελικὰ μυστήρια καὶ τὶς
ἅγιες εὐαγγελικὲς ἀρετές. Αὐτὴ ἡ ζωὴ θεραπεύει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν κύρια ἀσθένειά
του, τὴν ὑψηλοφροσύνη, καὶ τὸν γεμίζει μὲ τὴν αἰώνια ὑγεία —τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο νοῦ πηγάζουν ἄ¬για νοήματα, ἀπὸ τὸ νοῦ «ἐν τῷ Χριστῷ» ἔρχονται
«νοήματα ἐν τῷ Χριστῷ». Μόνο ζωὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» κρατᾶ τὴ σκέψη μας «ἐν τῷ
Χριστῷ» καὶ μεταμορφώνει κάθε σκέψη μας σὲ χριστοσκέψη, σὲ θεοσκέψη. Οἱ ἀνθρώπινες
σκέψεις καὶ ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ἐκτός του Χριστοῦ ἔχουν τυφλωθεῖ καὶ δὲν
βλέπουν τίποτε, ὅπως πρέπει νὰ τὸ βλέπουν, καὶ δὲν γνωρίζουν τίποτε, ὅπως
πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὴ μὴ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχουν
τυφλωθεῖ οἱ σκέψεις καὶ «τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων» (Πρβλ. Β’ Κόρ. 4. 4· 3. 14).
Ἐπειδὴ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ μέσα σὲ θεῖο ἁγιασμὸ καὶ
σὲ ἀρετές, «διὰ τοῦτο» εἶναι ἀπαραίτητο «ἴνα πληρωθῆτε τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ
θελήματος Αὐτοῦ». Γιὰ μία τέτοια ἔνθεη ζωή, ἡ ὁποία εἶναι σὲ ὅλα ἀθάνατη, ἀτελεύτητη
καὶ αἰώνια, εἶναι ἀπαραίτητες οἱ ἀθάνατες, ἀτελεύτητες καὶ αἰώνιες ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ. Ἡ πρόοδος σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δίνει τὶς
δυνάμεις, καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ χρησιμοποιοῦμε αὐτὲς τὶς δυνάμεις. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν
βιάζει κανένα, ἀλλὰ δίνει στὸν καθένα κατὰ τὴν ἔφεσή του καὶ τὸ ζῆλο του καὶ τὴν
πίστη του. Κατὰ τὸ ζῆλο τοῦ δηλαδὴ στὴν εὐαγγελικὴ ἄσκηση, στὴν ἐκπλήρωση τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Ὅσο ἐμεῖς βιάζομε τὸν ἑαυτό
μας στὴν εὐαγγελικὴ ζωή, τόσο ὁ Κύριός μας δίνει δυνάμεις νὰ τὴν πραγματοποιοῦμε,
ὥστε ὁ ἀγώνας μας νὰ εἶναι ἐλαφρὸς καὶ χαροποιός, ὅπως μᾶς τὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ Ἅγιοι.
(Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὁδὸς Θεογνωσίας, εκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα
1985,σσ. 302-307)