Στήν
Τρίπολη, ὁδός Σεραγίου, ἀριθμός 13, ἔζησε μία εὐλογημένη
ψυχή, ἡ κυρα–Γιαννούλα Θάνου ἀλλά πολύ θά ἀδικηθῆ ἀπό τά
λίγα πού γράφονται καί πού δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν τήν μεγάλη
πνευματική κατάστασή της. Θά μποροῦσε νά γραφῆ ὁλόκληρο
συναξάρι, πολυσέλιδος τόμος, μέ τούς ἀγῶνες της, τά βιώματά
της καί τίς πνευματικές νουθεσίες της, ἀλλά τότε πού ζοῦσε δέν
σκέφθηκε κανείς νά κρατήση σημειώσεις.
Ἀπό
τά λίγα πού ἔμειναν στήν μνήμη κάποιου πού λίγο τήν γνώρισε
πρίν τριάντα περίπου χρόνια, δίδεται μιά ἁμυδρή εἰκόνα αὐτῆς
τῆς χαριτωμένης ψυχῆς.
Γεννήθηκε
στίς 22 Ἰανουαρίου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν
δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κατά τίς διηγήσεις της
προερχόταν ἀπό φτωχή οἰκογένεια ἀλλά ἦταν πολύ πιστοί οἱ
γονεῖς της. Ἡ μάννα της ἰδιαίτερα ἦταν πολύ εὐλαβής. Τήν εἶχε
ὡς πρότυπο στήν ζωή της καί ἔλεγε: «Ἐγώ δέν φθάνω στήν μάννα
μου».
Ὅταν
ἦταν μικρή καί μαγείρευαν στό σπίτι τους καλό φαγητό, ὁ
πατέρας της τήν ἔστελνε νύχτα, κρυφά, κατά τό εὐαγγελικό
«ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην μή σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου»[1],
νά πάη φαγητό σέ φτωχές οἰκογένειες. Στόν δρόμο συναντοῦσε
σκυλιά ἄγρια πού γαύγιζαν. Αἰσθανόταν φόβο ὡς μικρή πού ἦταν,
ἔκανε τόν σταυρό της, προσευχόταν καί παίρνοντας δύναμη ἔλεγε
στά σκυλιά: «Σούτ! Σωπᾶστε. Ἐσεῖς στήν δουλειά σας καί ἐγώ στήν
δουλειά μου». Τά σκυλιά, ὅλως παραδόξως, ἡσύχαζαν καί αὐτή
συνέχιζε ἥσυχη τόν δρόμο της.
Τήν
πάντρεψαν μέ τόν Δημήτριο Θάνο. Ἀπέκτησαν τρία παιδιά. Εἶχαν
μεγάλη φτώχεια. Ἀγόρασε ραπτομηχανή καί ἔρραβε.
Οἰκονομοῦσε ἀρκετά καί σιγά–σιγά εἶχαν αὐτάρκεια, ἔκτισαν
καί σπίτι. Ἦταν πολύ ἐργατική καί πολύ ἐλεήμων.
Δέν
ἦταν τόσο ἡ φτώχεια πού τήν βάραινε ἀλλά οἱ δυσκολίες πού
συνάντησε στήν οἰκογένεια τοῦ συζύγου της. Ἡ πεθερά της ἦταν
κακότροπη καί δέν τήν συμπαθοῦσε. Τήν κατηγοροῦσε στόν ἄνδρα
της καί τοῦ ἔβαζε λόγια γιά νά τήν χτυπᾶ καί νά τήν
κακομεταχειρίζεται. Πέρασε δύσκολα μαζί της ἀλλά ἔκανε
μεγάλη ὑπομονή καί δέν τήν κατέκρινε.
Ὁ
ἄνδρας της πωλοῦσε λαχεῖα καί ὅλη τήν ἡμέρα ἦταν στά μαγαζιά
στήν πλατεία. Πολλές φορές ἐπέστρεφε μεθυσμένος. Τήν ἔβγαζε
ἔξω ἀπό τό σπίτι καί ἔπαιρνε τό τουφέκι νά τήν τουφεκίση.
Ἐκεῖνο ὅμως πού τήν πλήγωνε περισσότερο ἦταν πού βλασφημοῦσε.
Δέν τήν ἄφηνε οὔτε νά ἀνάβη τό καντήλι. Μία φορά βλασφημοῦσε
καί ἡ κ. Γιαννούλα προσευχόταν, ἔκλαιγε καί ἔλεγε στήν ἁγία
Παρασκευή: «Καλύτερα νά τόν τυφλώσης παρά νά βλασφημᾶ τόν
Θεό». Ὅταν μετά ξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο του ἦταν τρομαγμένος καί
φώναξε τήν κυρα– Γιαννούλα νά ἀνάψη τό καντήλι. Κύριος οἶδε
τί συνέβη. Ἔκτοτε σταμάτησε νά βλαστημᾶ.
Ἀνέθρεψε
τά παιδιά της μέ φόβο Θεοῦ, τά κράτησε ἀνεπηρέαστα ἀπό ὅλη
αὐτή τήν κατάσταση, ἀγωνίστηκε καί τά ἀποκατέστησε.
Κάποια
φορά μέ τίς προσευχές της σώθηκε ὁ γυιός της, ὅταν ἔπεσε σέ
γκρεμό μέ τό αὐτοκίνητό του. Ἀπό διαίσθηση, ὡς μητέρα,
κατάλαβε τόν κίνδυνο, προσευχήθηκε καί ὁ Θεός τόν ἔσωσε.
Ἡ
κυρα–Γιαννούλα στήν Κατοχή ἔσωσε τόν ἄνδρα της ἀπό τούς
Γερμανούς. Ἤθελαν νά τόν σκοτώσουν. Αὐτή ἔπεσε γονατιστή στά
πόδια τους καί μέ λόγια καί σχήματα ταπεινά, ἱκετευτικά ἡ
σκληρότητα τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν μεταβλήθηκε σέ
συμπάθεια.
Ἦταν
ἄνθρωπος πού μόνο τό καλό σκεφτόταν καί τό καλό ἐργαζόταν.
Ἔκανε ἀρκετά συνοικέσια καί στεφάνωσε πάνω ἀπό δέκα
ἀνδρόγυνα. Βάπτισε πολλά μικρά παιδιά. Τῆς εἶχε πεῖ ἡ μάννα
της: «Ὅποιος κάνει (βαπτίσει) σαράντα χριστιανούς σώζει τήν
ψυχή του». Καί αὐτή ἡ εὐλογημένη παρά τήν φτώχεια της εὕρισκε
μικρά πού ἦταν ἐγκαταλειμμένα καί τσιγγανάκια
παραπεταμένα, τά βάπτιζε, τά ἔντυνε καί μετά τούς ἔδινε
εὐλογίες (δῶρα). Ἦταν πραγματική πνευματική μητέρα ἄνευ διακρίσεων.
Τά βαφτιστικά της ξεπερνοῦσαν τά τριάντα μέχρι τό ἔτος 1980.
Ἡ
κυρα–Γιαννούλα ζοῦσε ἀθόρυβα καί ταπεινά. Δέν ἀνῆκε σέ
συλλόγους φιλανθρωπικούς, δέν ἤξερε κανείς τίς ἐλεημοσύνες
της. Ἔκανε φαγητά, γλυκά καί τά πήγαινε σέ φτωχές
οἰκογένειες, σέ χῆρες καί ὀρφανά. Μία φορά πῆγε ψωμί σέ μιά
χήρα γυναῖκα καί ἐκείνη ξέσπασε σέ κλάματα καί εὐχαριστίες
γιατί τά παιδιά της πεινοῦσαν καί δέν εἶχε νά τά δώση ψωμί.
Πίστεψε ὅτι ὁ Θεός φώτισε τήν κυρα–Γιαννούλα, γιατί πρίν ἀπό
λίγο στήν προσευχή της ἡ χήρα ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό ψωμί γιά τά
παιδιά της.
Ἐπισκεπτόταν
τίς φυλακές καί βοηθοῦσε τούς φυλακισμένους στίς ἀνάγκες
τους. Κάθε ἑβδομάδα ἔκανε ἕνα ταψί κέϊκ, ἔπαιρνε διάφορα
ἄλλα φαγώσιμα καί πήγαινε στό γηροκομεῖο γιά νά δώση χαρά
ἀλλά καί νά κάνη παρέα τούς γέρους. Αὐτό γινόταν ἀνελλιπῶς. Τό
ἴδιο ἔκανε καί στούς τυφλούς. Δέν ξεκουραζόταν καθόλου. Φρόντιζε
ἀσθενεῖς νά μήν τούς λείψουν τά φάρμακά τους καί ἡ ἴδια τούς ἔκανε τίς
ἐνέσεις. Σπλαχνιζόταν ὅλους καί βοηθοῦσε ἰδιαίτερα τούς φυλακισμένους,
τούς τυφλούς καί τούς γέρους. Μαγείρευε γιά τήν οἰκογένειά της καί
ἔτρεχε στόν προφήτη Ἠλία νά καθαρίση, νά πλύνη, νά κάνη τίς ἀκολουθίες.
Νέες πού εἶχαν δημιουργήσει σχέσεις μέ ἀγόρια καί δέν εἶχε καλή ἐξέλιξη ἡ
σχέση τους, κατέφευγαν ἀπελπισμένες στήν κυρα–Γιαννούλα. Καλοῦσε καί τά
ἀγόρια, τούς μιλοῦσε, τούς συμφιλίωνε καί τούς ἔπειθε νά παντρευτοῦν.
Πόσες φορές τίς νύχτες χτυποῦσαν τήν πόρτα της στίς 2 ἤ 3 μετά τά
μεσάνυχτα καί τήν καλοῦσαν νά τρέξη νά βοηθήση ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ἤ
ἑτοιμοθάνατους. Ξεπερνοῦν τούς 40 οἱ κεκοιμημένοι πού προετοίμασε ἡ
κυρα–Γιαννούλα. Ποτέ δέν κλείδωνε. Τό κλειδί κρεμόταν μέσα ἀπό τό
ἐξώφυλλο τοῦ παραθύρου. Ποτέ της δέν παραπονέθηκε, δέν εἶπε ὅτι
κουράστηκε, δέν γόγγυξε γιά τίποτε καί γιά κανέναν. Ἦταν στήριγμα πολλῶν
ἀνθρώπων. Εἶχε ταπείνωση καί διάκριση. Ἡ εὐσπλαχνία της γιά τούς
ἀναξιοπαθοῦντας τήν ἔκανε νά φθάση καί σέ ἀνώτερους παράγοντες γιά νά
ζητήση βοήθεια γιά νέους ἄνεργους καί οἰκογενειάρχες φτωχούς. Τά
προλάβαινε ὅλα. Ἦταν πολύ ἄξια. Ἔβαζε κῆπο καί ἔδινε κηπευτικά σέ
πολλούς. Τά αὐγά ἀπό τίς κότες πού εἶχε δέν τά πωλοῦσε, τά ἔδινε σέ
φτωχούς. Ἔκανε χυλοπίτες τσουβάλια ὁλόκληρα καί μοίραζε σέ οἰκογένειες
πού εἶχαν ἀνάγκη.
Στό
χωριό πού γεννήθηκε, στό Λάβδα Θησώας μεριμνοῦσε γιά τούς πτωχούς, τούς
γέρους καί τακτικά τούς ἔστελνε τρόφιμα καί ροῦχα προσεγμένα. Στά
Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στό πανηγύρι, πήγαινε μέ ἄλλες γυναῖκες ἀπό τήν
Τρίπολη νά βοηθήση καί ἔκανε ἀρτοκλασία.
Μόνη
της ἤ μέ κάποια φίλη της κρυφά καί ἀθόρυβα πήγαινε σάν
νοσοκόμα κάνοντας ἐνέσεις σέ φτωχούς ἀρρώστους. Βοηθοῦσε τίς
γειτόνισσες στίς ἀνάγκες τους, ὅταν ἀρρώσταιναν καί
ἀδυνατοῦσαν νά ἐξυπηρετοῦν τό σπίτι τους. Συμμετεῖχε στά
προβλήματά τους, σάν νά ἦταν δικά της. Ἔκανε προσευχή καί
εὕρισκε πάντα λύσεις. Ἡ ἀγάπη της οἰκονομοῦσε τά δύσκολα καί
ἀνέπαυε τούς ἀνθρώπους.
Προσπαθοῦσε
νά μήν περάση μέρα πού νά μήν εἶναι γεμάτη ἀπό καλωσύνες,
προσφορά, θυσία καί ἀγάπη. Κάποια μέρα ἦταν λίγο
στενοχωρημένη. Συνάντησε κάποιον γνωστό της. Τοῦ λέει: «Ἔλα
νά σέ κεράσω. Σήμερα δέν ἦρθε κανείς στό σπίτι, δέν ἔκανα
τίποτε». Ἀνέπαυε τόν σύζυγό της καί τόν γυιό της, ἡ δέ ἀγάπη
της ξεχυνόταν καί ἀγκάλιαζε τούς φτωχούς, τούς ἀρρώστους, τούς
δυστυχισμένους. Εἶχε ἔννοια γιά τήν οἰκογένειά της ἀλλά καί
γιά ὅλους ἐκείνους πού εἶχαν ἀνάγκη.
Ἡ
εὐλογημένη ψυχή ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία
ἦταν ἡ ζωή της. Καθημερινῶς πήγαινε σέ ναούς γιά νά
προσευχηθῆ καί νά ἀντλήση δύναμη ἀπό τήν χάρη τῆς Παναγίας
καί τῶν Ἁγίων. Ἡ ἀρρώστια τοῦ γυιοῦ της Κωνσταντίνου τήν ἔκανε
δυνατή καί μέ τήν προσευχή παρηγοριόταν. Κάθε μέρα διάβαζε
τήν Παράκληση τῆς Παναγίας. Ἐκκλησιάζετο, ἐξωμολογεῖτο
καί κοινωνοῦσε τακτικά. Ἡ εὐλάβειά της φαίνεται καί ἀπό τό
ἑξῆς: Εἶχε βγάλει ἀντικλείδια ἀπό ὅλα τά ἐξωκκλήσια τῆς
Τριπόλεως. Σχεδόν κάθε μέρα ἔπαιρνε τό μπουκαλάκι μέ τό λάδι
στό ἕνα χέρι καί στό ἄλλο τό κομποσχοίνι καί πήγαινε, ἄναβε
τά καντήλια καί μόνη της στήν ἐρημιά προσευχόταν γιά πολλή
ὥρα.
Κάποτε
πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί
προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ
πόρτα.
Ἄλλη
φορά πού πῆγε στόν ἅγιο Δημήτριο μέ τήν Μαρία Κολοκοτρώνη
ἄκουσαν ψαλμωδίες. Νόμισαν ὅτι γίνεται Ἑσπερινός. Ἀλλά δέν
ἦταν κανείς μέσα. Ἡ Μαρία ἄκουσε μόνο βήματα, ἡ
κυρα–Γιαννούλα εἶδε τόν ἅγιο Δημήτριο.
Πῆγε
νά ἀνάψη τά καντήλια στήν Ἁγία Τριάδα καί προσευχόμενη
νύχτωσε. Ἐπιστρέφοντας ἔβλεπε τρία παιδάκια νά προπορεύωνται.
Κατηφορίζοντας
τά βουναλάκια μέσα στίς ἐρημιές ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό τά ἐξωκκλήσια ἔνιωθε
τήν παρουσία Ἀγγέλων καί Ἁγίων ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὥστε νά μή
φοβᾶται στό σκοτάδι. Ἔλεγε: «Σήμερα μέ ἔφερε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γιατί
ἤμουν πολύ κουρασμένη καί ἀδύναμη».
Κάποτε
σ᾽ ἕνα ἐρημοκκλήσι ἄνοιξε τήν καρδιά της καί ἐξέχεε
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τήν δέησή της, ἀπαγγέλλοντας τίς θλίψεις
της καί τά βάσανα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προσευχή της παρατάθηκε
μέχρι πού νύχτωσε. Τότε εἶδε τόν ἅγιο Γεώργιο ὁ ὁποῖος
μάλιστα τήν συνώδευσε στήν ἐρημιά.
Τέτοιες
ἁγιοφάνειες εἶχε πολλές στήν ζωή της, ἀλλά ποιός εἶχε τήν
πρόνοια τότε νά τίς σημειώση; Αὐτά παραμένουν ἄγνωστα καθώς
καί οἱ προσωπικοί της ἀγῶνες καί τά πολλά θαύματα τῆς πρόνοιας
τοῦ Θεοῦ στίς δυσκολίες της. Χαρακτηριστικό τῆς εὐλάβειάς
της καί τῆς ἀγάπης της γιά τήν εὐπρέπεια τῶν οἴκων τοῦ Θεοῦ εἶναι
τό ἀκόλουθο. Κάποτε ἑώρταζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου
Κωνσταντίνου στό Μαντζαγρᾶ. Εἶδε ἡ κυρα–Γιαννούλα ὅτι ἡ
εἰκόνα τοῦ Ἁγίου δέν ἦταν στολισμένη. Μέ μιά φίλη της ἀπό
σπίτι σέ σπίτι μάζεψαν λουλούδια καί ἔκαναν
στεφάνι γιά τήν εἰκόνα. Ὅταν ὅμως γύρισε σπίτι της ὁ ἄνδρας
της ἦταν ἐξαγριωμένος καί τήν κλείδωσε ἔξω. Δέν τά ἔχασε.
Ἔκανε προσευχή καί κλαίγοντας πῆρε μία σκάλα, ἀνέβηκε ἀπό τό
παράθυρο καί πῆγε γιά ὕπνο.
Χαιρόταν
νά βοηθᾶ ἀπό τό ὑστέρημά της Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια.
Ἔκανε τοιχογραφία τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου στόν
προφήτη Ἠλία Τριπόλεως καί τήν εἰκόνα τῶν Ἀρχαγγέλων στό
Ἐκκλησάκι τῆς Ἀναστάσεως, πού βρίσκεται στό στρατόπεδο τῆς
Ἀεροπορίας, καθώς ἐπίσης τοιχογραφίες τοῦ προφήτη Ἠλία
καί τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Βοηθοῦσε
πολύ τήν Ἐκκλησία προσφέροντας χρήματα καί προσωπική
ἐργασία. Ἔκανε ἐράνους γιά τήν ἀνέγερση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
ἁγίου Ραφαήλ. Ἦταν τότε μικρό Ἐκκλησάκι καί τώρα ἔγινε
ἐνορία πού λειτουργεῖται τακτικά. Ἔρραβε καλύμματα γιά τήν
Ἁγία Τράπεζα καί πετραχήλια, καί τά ἔστελνε σέ Ἐκκλησίες.
Ἔστελνε σέ Μοναστήρια τρόφιμα, χρήματα ἀλλά καί ὀνόματα πού
εἶχαν ἀνάγκη γιά νά μνημονεύωνται. Ἔκανε πολλές δωρεές σέ φτωχά
προσκυνήματα, σέ ἐκκλησούλες μικρῶν χωριῶν, ὅπου μάθαινε ὅτι
ἔχουν ἀνάγκες. Ἔστελνε ἱερά σκεύη, καμπάνες, σταυρούς καί
μόνη της ἔρραβε σέ μιά ραπτομηχανή παλαιᾶς τεχνολογίας
ἀκόμη καί τίς νύχτες καλύμματα καί ἄμφια. Ἐπισκεπτόταν φτωχά
μοναστήρια, ὅπου ἦταν δυό–τρεῖς ἡλικιωμένες καλογριές, τίς
ὁποῖες βοηθοῦσε. Τό σπίτι της ἦταν κονάκι τῶν μοναχῶν ἀπό
τά μοναστήρια τῆς περιοχῆς ὅταν ἔρχονταν στήν πόλη γιά ἰατρικούς
λόγους ἤ γιά ὑποθέσεις τους.
Ἡ
καλή καί προσεκτική ζωή της, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη, ἡ εὐλάβεια καί
ἡ προσευχή της τήν ἔκαναν χαριτωμένη. Τό πρόσωπό της ἦταν
γεμᾶτο χάρη καί φωτεινό. Ἔλαμπε ὁλόκληρη ἀπό τήν θεία Χάρι,
ὅμως ἡ μεγάλη της ταπείνωση σκέπαζε καί ἔκρυβε τίς ἀρετές
της.
Οἱ
χριστιανοί τῆς Τριπόλεως τήν ἤξεραν καί μέ σεβασμό μιλοῦσαν
γιά τήν κυρα–Γιαννούλα. Ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα Ἀντιγόνη
Δημητρίου Κακαβούλη: «Ἐμεῖς τήν κυρα–Γιαννούλα ἔχομε»,
δηλαδή ὡς ὑπόδειγμα τελείου χριστιανοῦ.
Εἶχε πνευματικές σχέσεις μέ ἱερεῖς καί μοναχές, κυρίως τίς ἀδελφές τῆς Ἱ. Μονῆς πάνω Χρέπας.
Τό
ἔτος 1993 ἀξιώθηκε νά προσκυνήση τούς Ἁγίους Τόπους. Τό
ἐπιθυμοῦσε σ᾽ ὅλη της τήν ζωή καί τό ἀπεφάσισε μετά ἀπό ἕνα
ζωντανό ὄνειρο–πρόσκληση. Ἔγραφε σέ γράμμα της: «Φέτος πῆγα
στά Ἱεροσόλυμα μέ ἕνα γκρούπ ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἦταν ἕνα μεγάλο
δῶρο. Δόξα σοι, ὁ Θεός. Κλαίω καί εὐχαριστῶ τόν Κύριο πού μέ
ἀξίωσε νά προσκυνήσω τούς Ἁγίους Τόπους. Μέ τό μπαστούνι
πῆγα καί προσκύνησα σέ ὅλα τά προσκυνήματα τοῦ Κυρίου».
Κάποτε
μία Σαρακοστή τῶν Χριστουγέννων ὁ παπα–Δημήτρης
Κακαβούλης, ἀπό τήν ἐνορία τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καί
Ἑλένης (Μαντζαγρᾶ), ἔκανε Σαρανταλείτουργο. Ἡ θεία
Λειτουργία τελείωνε μέ τό φώτισμα. Ἡ κυρα–Γιαννούλα πήγαινε
μέ τά πόδια νύχτα ἀπό τήν Τρίπολη στό χωριό. Κρατοῦσε στό ἕνα
χέρι τό πρόσφορο καί στό ἄλλο τό κομποσχοίνι, λέγοντας τήν
εὐχή. Στόν δρόμο τήν συναντοῦσαν σκυλιά, ξενύχτηδες,
μεθυσμένοι. Ἔβρεχε, χιόνιζε, ἔκανε κρύο ἀλλά αὐτή ἡ
εὐλογημένη τά ἀψηφοῦσε ὅλα καί πήγαινε νά λειτουργηθῆ.
Βοηθοῦσε στήν ἀκολουθία, διάβαζε καί ἔψαλλε ὅσα ἤξερε,
καί μέ τό ξημέρωμα, ὅταν τελείωνε ἡ θεία Λειτουργία, γύριζε
στό σπίτι της γιά νά προλάβη νά ἑτοιμάση τά ἀπαραίτητα γιά
τόν σύζυγό της καί τόν γυιό της.
Μία
τέτοια νύχτα πήγαινε γιά Λειτουργία. Βάδιζε μόνη της μέσα
στήν ἐρημιά καί ξαφνικά βλέπει μπροστά της μία σκιά ἀπό μία
μαυροφόρα γυναῖκα νά προπορεύεται. Πίστεψε ὅτι ἦταν ἡ
Παναγία. Ἐνισχύθηκε καί χάρηκε.
Ἔκανε
προσευχή πολλή γιά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Συμμετεῖχε στόν πόνο
καί στά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Σκορποῦσε γύρω της τήν θεία
Χάρι καί ἔδινε παρηγοριά καί ἐλπίδα. Ἡ πίστη της ἦταν
μεγάλη. Ἔλεγε τό «Πάτερ ἡμῶν…», σταύρωνε ἀσθενεῖς καί γίνονταν
καλά. Ἕνας ἱερέας τῆς τό ἀπαγόρευσε λέγοντας:
«Κυρα–Γιαννούλα, τί εἶσαι ἐσύ; Ἱερέας εἶσαι; Αὐτά εἶναι τῶν
ἱερέων˙ ἄλλη φορά νά μήν ξανασταυρώσης!», καί σταμάτησε.
Ἀλλά κάποτε ἀρρώστησε ἡ πρεσβυτέρα του. Τήν διάβασε ὁ παπᾶς
ἀλλά δέν ἔπαυσαν οἱ πόνοι, σφάδαζε ἀπό τούς πόνους. Ἡ
κυρα–Γιαννούλα βλέποντάς την σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, αὐθόρμητα
τήν σταύρωσε, προσευχήθηκε ἀπό τήν καρδιά της καί ἀμέσως
ἔγινε καλά ἡ παπαδιά. Τότε τῆς λέγει ὁ ἱερέας: «Κυρα– Γιαννούλα,
ἐσύ εἶσαι ἀνώτερη ἀπό μένα˙ νά σταυρώνης τώρα ὅποιον θέλεις».
Κάποτε
ἡ ἀνεψιά της Γεωργία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη γιατί ἡ μητέρα της ἦταν
ἄρρωστη στήν Ἀμερική καί κινδύνευε νά πεθάνη. Τήν ἄλλη μέρα ἡ
κυρα–Γιαννούλα τῆς εἶπε χαρούμενη νά μή στενοχωριέται γιατί εἶδε στόν
ὕπνο της τήν Γερόντισσα Φιλοθέη τῆς πάνω Χρέπας καί τῆς εἶπε ἡ Παναγία
νά πῆ στήν κυρα– Γιαννούλα ὅτι ἡ νύφη της δέν ἔχει τίποτα, θά γίνη καλά,
ὅπως καί ἔγινε.
Ἀγαποῦσε
πολύ τόν Θεό. Ὅλες οἱ συζητήσεις της περιστρέφονταν γύρω ἀπό
τόν Θεό καί κατέληγαν στόν Θεό. Χαιρόσουν νά τήν ἀκοῦς νά
διηγῆται καί νά συμβουλεύη. Σέ ἀνθρώπους μέ προβλήματα καί
ἀδιέξοδα συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή. Σοῦ μετέδιδε μία χαρά καί
μία ἐλπίδα μέ δύναμη. Ἀπέφευγε νά ἀναφέρη τίς δυστυχίες πού
πέρασε γιά νά μή στενοχωρηθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ θεία Χάρι ἔχει τήν
ἰδιότητα σάν τόν μαγνήτη νά τραβᾶ κοντά της ἀνθρώπους. Τήν
κυρα–Γιαννούλα τήν ἐπεσκέπτονταν πολλοί λαϊκοί καί κληρικοί,
ἀκόμη καί ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ἔφευγαν ὠφελημένοι καί
ἐντυπωσιασμένοι, τούς ἔδινε εὐλογίες καί τούς ἔβαζε στήν
προσευχή της.
Ἐνῶ
ζοῦσε καί ἀγωνιζόταν σάν μοναχή, ποτέ της δέν σκέφθηκε νά
γίνη μοναχή. Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της, τόν ὁποῖο
ὑπηρέτησε ἀγόγγυστα, τοῦ ἔκανε σαρανταλείτουργο καί τά
μνημόσυνα. Ὅταν κάποιος τήν παρώτρυνε νά πάρη τό μοναχικό
σχῆμα, ἀρνήθηκε ἀπό ταπείνωση λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄξια.
Στό
τέλος τῆς ζωῆς της ἔμενε μέ τήν κόρη της Ἑλένη στήν Βέροια.
Ἔσπασε τό πόδι της, ἀνάρρωσε καί μετά ἔπαθε ἐγκεφαλικό.
Στίς 16 Μαρτίου τοῦ ἔτους 2002 ἐκοιμήθη εἰρηνικά καί
ἐπορεύθη ἡ μακαρία ψυχή της στόν Κύριο πού ἀγάπησε ἐξ ὅλης
καρδίας καί ὑπηρέτησε ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος της.
Φεύγοντας
ἀπό τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή δέν παρέλειψε νά περάση νά
χαιρετήση γνωστό της ἀγαπητό πρόσωπο. Εἶδε στόν ὕπνο του τήν
ψυχή της νά ἀνεβαίνη βιαστική καί χαρούμενη χωρίς νά
γνωρίζη τήν κοίμησή της.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. Ϛ΄, 2.