Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Νιώθεις τί σημαίνει ὅτι δέν σέ λυπήθηκε ὁ Θεός...



Τά παθήματα δρόμος πρός τή σωτηρία
Δέν ἀμφιβάλλω καθόλου γι’ αὐτό πού θά πῶ τώρα. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά σοῦ ἔρθει κάτι, γιά τό ὁποῖο λές: «Θεέ μου, ἄς ἔρχονταν ὅλα, ἀλλά αὐτό νά ἔλειπε». Καί αὐτό μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ἀτύχημα, μιά συμφορά, μιά ἀδικία, μιά καταστροφή.

Ἤ μπορεῖ νά εἶναι κάτι ἐντελῶς μέσα στήν ψυχή σου, πού κανένας δέν τό παίρνει εἴδηση, ἀλλά γιά σένα εἶναι τό χειρότερο πού θά μποροῦσε νά ὑπάρχει μέσα σου. Ὅπως εἶπα, φθάνει κανείς μέχρι τοῦ σημείου νά πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «ὅλα τά ἄλλα, Θεέ μου, κι ἄν ἔρχονταν, καλῶς τα νά ἔρχονταν, ἀλλά αὐτό νά μήν ἐρχόταν, Θεέ μου». Ὄχι ἁπλῶς λέει κανείς ὅτι εἶναι βαρύ, ἀλλά δέν θά ἤθελε κάν νά ἔρθει.
Ὅμως, ἄν τελικά κανείς πεῖ «νά ’ναι εὐλογημένο, Θεέ μου» καί παραδοθεῖ στόν Θεό, βλέπει μετά -ὅπως εἶπα προηγουμένως, δέν ἀμφιβάλλω καθόλου γι’ αὐτό πού θά πῶ- ὅτι τό καλό πού βγῆκε ἀπό αὐτό καί συντελέσθηκε μέσα του ὄχι ἁπλῶς εἶναι μεγάλο καλό, σπουδαῖο καλό, ἀποκάλυψη πραγματική στήν ψυχή, ἀλλά δέν θά ἔβγαινε αὐτό τό μεγάλο καλό, ἄν δέν συνέβαινε ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέν τό ἤθελε κανείς μέ τίποτε νά ἔρθει, καί γιά τό ὁποῖο ἔλεγε: «Ὅλα τά ἄλλα ἄς ἔρχονταν, Θεέ μου, ἀλλά αὐτό νά μήν ἐρχόταν». Βλέπει μάλιστα κανείς τό καλό ἔτσι, σάν νά τό ψηλαφᾶ. Ὁπότε, πίσω ἀπό αὐτό πού τοῦ συνέβη, βλέπει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού δέν τόν λυπήθηκε. Καί εἶναι πολύ σημαντικό νά νιώσεις τί σημαίνει ὅτι δέν σέ λυπήθηκε ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός, καθώς ξέρει ὅτι τελικά θά πεῖς «νά ’ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», δέν σέ λυπᾶται καί ἐπιτρέπει νά σουβλιστεῖς γιά τά καλά, νά πληγωθεῖς, νά πονέσεις, νά ματώσεις. Μερικές φορές μοιάζει σάν νά πάει κανείς νά τρελαθεῖ.
Καί τότε βλέπεις τήν ἀπέραντη, τήν ἀνεξιχνίαστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέν μπορεῖς νά τή μετρήσεις, ἀλλά μόνο τή νιώθεις, τή ζεῖς. Καί ἡ ψυχή ἀκόμη περισσότερο ὠφελεῖται, καθώς ὄχι μόνο «διῆλθε διά πυρός καί ὕδατος»(1), ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός, ὄχι μόνο πόνεσε, μάτωσε καί βλέπει ὅτι βγῆκε καλό, ἀλλά κυρίως καθώς μυεῖται ἔτσι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὅλη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ· μυεῖται σέ ὅλο τό μυστήριο, ὅτι δηλαδή σέ ἀνέλαβε ὁ Θεός, σέ πῆρε ἀπό τό χέρι ὁ Θεός καί εἶσαι πιά τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε. Εἶναι κάτι πού τό κάνει ὁ Θεός. Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι ἐσύ ἔκανες κάτι, ἔφθασες κάπου καί τώρα εἶσαι σπουδαῖος καί ἑπομένως μέ τό σπαθί σου γίνεσαι τοῦ Θεοῦ. Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ὁ Θεός, ἐκεῖ πού δέν τό περίμενες καί δέν τό καταλάβαινες, ἔκανε τήν οἰκονομία του, ἔκανε τή συγκατάβασή του καί δέν σέ λυπήθηκε, ἀλλά ἄφησε νά πονέσεις καί νά πάθεις κάτι πού εἶναι χειρότερο ἀπό ἕναν πόνο, ἀκριβῶς γιά νά σέ ἐλεήσει.
Νά, κάπως ἔτσι εἶναι τά πράγματα, ἀδελφοί μου.
(1) Ψαλμ. 65, 12.

Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες π. Συμεών Κραγιόπουλου, Ειδικά θέματα 3 ” Το μυστήριο του πόνου” Α’ μέρος, ο πόνος κατάρα ή ευλογία; σελ 62-64