Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ἡ μεγάλη χάρη πού μᾶς κάνει ὁ Θεός




Ποιός ἀντέχει νά δεῖ τί εἶναι, νά τό παραδεχθεῖ καί νά τό ἀντιμετωπίσει;
Ἡ σημερινή ἀγρυπνία εἶναι ἡ πρώτη πού κάνουμε αὐτή τήν ἑβδομάδα. Γιά ὅ,τι ποῦμε στή συνέχεια, θεωρῶ καλό νά πάρουμε ἀφορμή ἀπό κάτι πού ἦλθε στόν νοῦ μου, μόλις ἀρχίσαμε νά λέμε τήν εὐχή. Δέν ξέρω ἄν εἶναι καλό, ἄν εἶναι ἀπό Θεοῦ. Πιστεύω ὅτι εἶναι. Πιστεύω ἀκόμη ὅτι λίγο πολύ ὁ Κύριος μᾶς ὁδήγησε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο πού θά ποῦμε.


Ὁ χριστιανός πού θά ἀρχίσει νά παίρνει στά σοβαρά τό θέμα τῆς σωτηρίας του, θά ἔλθει ἀντιμέτωπος μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο πού βασιλεύει μέσα του. Πιστεύω ὅτι θά εἶναι καλό ὅλο αὐτό τό ἀρνητικό πού παρουσιάζει ὁ καθένας μας νά τό ἑρμηνεύσουμε καί νά τό ἀντιμετωπίσουμε σωστά. Ἀπό ὅ,τι ἔχω καταλάβει, ὅλες οἱ ψυχές –καί ἴσως περισσότερο ἐκεῖνες πού ὅλο καί παίρνουν πιό ζεστά τά πράγματα καί ἀγωνίζονται ὅλο καί πιό πολύ– κοντράρονται μέ τόν ἑαυτό τους, καί μένει μιά ἀπορία, ἕνα ἐρώτημα, ἕνα παράπονο, ἕνα πρόβλημα, ἕνα κάτι πού κατά κάποιον τρόπο δέν ἀφήνει τήν ψυχή νά ξενοιάσει μέ τήν καλή ἔννοια.
Ἀρκετοί, καθώς ζορίζονται, ἐγκαταλείπουν τόν πνευματικό ἀγώνα καί βολεύονται καί σάν νά μήν ἔχουν πρόβλημα. Εἶναι ὅμως ἀρκετές ψυχές πού, καί νά θέλουν νά ἀφήσουν τόν ἀγώνα, δέν μποροῦν. Αἰσθάνονται οἱ ψυχές αὐτές ὅτι ἐνοχλοῦνται ἀπό τόν ἑαυτό τους, καί, ὅπως εἴπαμε, κοντράρονται μέ τόν ἑαυτό τους, καί φθάνουν στό σημεῖο αὐτό πού βλέπουν καθαρά· «Θέλω, ποθῶ νά ξεπεράσω αὐτή τή δυσκολία, ἀλλά δέν γίνεται». Καί πέρα ἀπό τό ὅτι μαραζώνει ἔτσι ἡ ψυχή, νιώθει ὅτι βρίσκεται σέ ἕνα ἀδιέξοδο, καί μένει, ὅπως εἴπαμε, τό ἐρώτημα· «Τί θά γίνει;», μένει μιά ἀπορία, ἕνα πρόβλημα, μιά δυσκολία, μένει ἕνα παράπονο, καθώς μάλιστα ἀκούει κανείς ἤ διαβάζει ὅτι οἱ ἅγιοι πρόκοψαν καί ἔνιωθαν ἔτσι καί ἔνιωθαν ἀλλιῶς, ἐνῶ στή δική του ψυχή βλέπει ἀκριβῶς αὐτό, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό ποῦμε, τό φρακάρισμα.
Νομίζω ὅτι ἀπόψε μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά τό δοῦμε αὐτό τό θέμα λίγο καλύτερα, λίγο σωστότερα. Καί τό πρῶτο πού θά εἶχε νά πεῖ κανείς εἶναι πώς ἀπό κάποια πλευρά αὐτό εἶναι ἕνα πολύ καλό σημάδι γιά τήν καθεμιά ψυχή, τό ὅτι δηλαδή ἔχει φθάσει σέ ἕνα τέτοιο σημεῖο πού θέλει, ἀλλά δέν γίνεται, πού ποθεῖ, ἀλλά δέν προχωροῦν τά πράγματα. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό θέμα, γιά ἄλλη μιά φορά βλέπει κανείς ὅτι δέν ἔχει ταπείνωση, βλέπει ὅτι βγαίνει ἀπό μέσα του ἀκόμη μεγαλύτερη ἀντίδραση καί ἕνα ἀταπείνωτο πνεῦμα. Τί θά κάνει κανείς; Ἤ, νιώθει κανείς βρώμικη τήν ψυχή του, νιώθει ὅτι οὔτε κάν χριστιανός δέν εἶναι. Μέ πολλή εἰλικρίνεια τό βλέπει αὐτό καί μέ πολλή ἐντιμότητα. Οὔτε κάν χριστιανός δέν εἶναι. Βλέπει ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά ὄμορφα καί τά καλά πού ἔζησε, πού ἔνιωσε, καλά βέβαια ἦταν, δέν ἀκουμποῦσαν ὅμως τό βάθος τῆς ψυχῆς του, δέν ἔβγαιναν ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς του, ἀλλά εἶχαν ἐπιφανειακό χαρακτήρα. Μέσα ἀπό τήν ψυχή καί τί δέν βγαίνει! Εἶναι ὅμως αὐτό καλό σημάδι, καθώς δύσκολα ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στό σημεῖο νά ἔλθει ἀντιμέτωπος στῆθος μέ στῆθος μέ τήν ὅλη ἀρνητική κατάσταση πού ἔχει μέσα του, γιατί ὅλο ξεφεύγει.
Ὅπως εἴπαμε, μερικοί, καθώς δυσκολεύονται, γυρίζουν πίσω καί ἰσοπεδώνουν τά πράγματα· βολεύουν δηλαδή τόν ἑαυτό τους καί σάν νά εἶναι ἐντάξει καί σάν νά μήν ἔχουν πρόβλημα. Ἀλλά οἱ ἔντιμοι, οἱ εἰλικρινεῖς δέν ἐνεργοῦν ἔτσι. Σέ ὁρισμένες ψυχές εἶναι καί τό σκαρί τους ἔτσι πού, καί νά θέλουν νά τά βολέψουν, δέν μποροῦν. Ἐκεῖνοι πού τά βολεύουν, σάν νά ἔχουν μιά ἐπιτηδειότητα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Καμιά φορά μάλιστα πέφτουν σέ πλάνη καί ἀναλογίζονται τί ὡραῖα πού αἰσθάνονται, τί ὡραῖα πού περνοῦν! Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα μυστήριο. Εἶναι ἀρκετές ψυχές οἱ ὁποῖες σάν νά ἔχουν ἕναν μηχανισμό, πού ὅλα τούς τά παρουσιάζει ὡραῖα καί καλά, ἐνῶ στό βάθος ὑπάρχει τό ψέμα, ἡ ὑποκρισία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωισμός, ἡ φυγοπονία. Τό νά ἔλθουν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἀφεθεῖς νά δεῖς τί εἶσαι, καί αὐτό νά τό παραδεχθεῖς καί νά τό ἀντιμετωπίσεις, ποῦ νά τό σηκώσεις; Δέν μπορεῖ νά τό κάνει ὁ καθένας.

Μηχανισμοί αὐτοπροστασίας «Μ᾿ ἐμένα τίποτε δέν γίνεται»
Στόν ἄνθρωπο, τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ὑπάρχει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει αὐτονομία –αὐτό ἰδιαίτερα τό βλέπουμε στίς ἀρρωστημένες καταστάσεις– καί φτιάχνει μόνος του μηχανισμούς αὐτοπροστασίας. Καθώς προχωρεῖ κανείς στή ζωή, καί περνοῦν δέκα χρόνια, περνοῦν εἴκοσι χρόνια, περνοῦν τριάντα χρόνια, περνοῦν σαράντα χρόνια, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει αὐτός τήν τάση νά αὐτοπροστατεύεται, φτιάχνει, μέ τή δική μας βέβαια συγκατάθεση, ἀνάλογους μηχανισμούς, γιά νά αὐτοπροστατεύεται. Καί εἶναι ἐπικίνδυνο αὐτό.
Ὅσοι δηλαδή τά βολεύουν, αἰσθάνονται ὡραῖα καί περνοῦν ὡραῖα, περνοῦν μιά χαρά, δίνουν καί τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἄκακοι, ὅτι εἶναι πολύ ἀγαθοί, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι. Διότι –νά τό προσέξουμε αὐτό– ὁ ἀγαθός εἶναι ἀγαθός μέχρι τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του· ὁ ἄκακος εἶναι ἄκακος μέχρι τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του, καί εἶναι ἀγαθός καί ἔντιμος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ψεύδεται, ὅταν εἶναι ὑποκριτής, ὅταν κάνει πράγματα πού ἔχουν πονηριά μέσα, ὅταν αὐτοδικαιώνεται, ὅταν δικαιολογεῖται, ὅταν θυμώνει στά καλά καθούμενα, αὐτός ὁ ἄκακος καί ἀγαθός, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει στό βάθος του ἀρετή.
Ὑπάρχουν λοιπόν αὐτές οἱ περιπτώσεις, καί πρέπει νά προσέξουν πάρα πολύ ὅσοι κάπως ἔτσι, μέ τέτοιες ἀλχημεῖες καί μέ τέτοιους μηχανισμούς, βολεύουν τόν ἑαυτό τους καί τόν ἀναπαύουν, ἐνῶ βαθιά μέσα ὁ ἑαυτός τους εἶναι ἀχρεῖος. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως εἴπαμε, πού καί νά θέλει κανείς νά τά ἰσοπεδώσει, δέν μπορεῖ, καί νά θέλει νά τά βολέψει, δέν μπορεῖ, καί ἔτσι βρίσκεται ὁ χριστιανός ἀντιμέτωπος συνεχῶς κατά ὠμό τρόπο μέ τόν ἑαυτό του, καί πελαγώνει καί βυθίζεται σέ ἀπορία καί σέ παράπονο. Ἔρχεται καί ἕνα εἶδος ἀπελπισίας καί ἡ σκέψη· «Μ᾿ ἐμένα δέν θά γίνει τίποτε, δέν γίνεται τίποτε». Δέν εἶναι ἔτσι.
Ἐπανέρχομαι καί λέω· εἶναι πολύ καλό σημάδι αὐτό, τό ὅτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ἔλθουν τά πράγματα ἔτσι, ὥστε νά δεῖς κατά ὠμό τρόπο πώς κάπως ἔτσι συμβαίνουν στήν ψυχή σου, καί οὔτε νά φοβηθεῖς οὔτε νά ἀνησυχήσεις, ἀλλά νά ἀποφασίσεις νά δεχθεῖς ὅτι ἐδῶ εἶναι ἡ σωτηρία σου. Σέ φέρνει ὁ Θεός ἀντιμέτωπο μέ τήν κατάστασή σου. Ἐπιτρέπει νά βγεῖ –δέν γίνεται τίποτε ἄλλο– κατά ὠμό τρόπο ἡ πραγματικότητά σου. Αὐτός εἶσαι. Ἀλλά νά τό πάρεις ὅμως τό θέμα ἔτσι· γιά νά τά φέρει ἔτσι ὁ Θεός, γιά νά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά διαπιστώνω στήν πράξη τό ὅποιο ἀρνητικό καί τό ὅποιο κακό ἔχω μέσα μου, αὐτό τό ἀνυπότακτο, πού δέν λέει νά τό βάλει κάτω καί δέν λέει νά ὑποχωρήσει, γιά νά τά φέρνει λοιπόν ἔτσι ὁ Θεός, σημαίνει ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνει.
Ὅπως εἴπαμε, ἀγωνίζεσαι νά ταπεινωθεῖς καί ὅλο λές· «Δόξα τῷ Θεῷ, ταπεινώθηκα», καί πάλι τό ἀταπείνωτο πνεῦμα εἶναι μέσα σου, ὅπως καί ἄλλα. Νά μήν τό δεῖ κανείς αὐτό ἀρνητικά, νά μήν τό δεῖ κατά τρόπο πού νά ἀπελπιστεῖ. Εἶναι καλό σημάδι.

Χαρᾶς εὐαγγέλια
Βέβαια, ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο, ὅτι κάνει κανείς ἀγώνα, προσεύχεται, μελετάει, μέ μιά ἐλπίδα νά αἰσθανθεῖ ὅτι τώρα πιά εἶναι καλός, ὅτι ἔγινε καλός, ὅτι μέσα του δέν ἔχει τέτοια πράγματα καί νά χαίρεται. Δέν εἶναι ἔτσι· ὅταν μάλιστα βλέπουμε τόν ἁγιότερο ἄνθρωπο νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὁ πιό ἁμαρτωλός. Εἶναι μιά πραγματικότητα αὐτό. Τί ἔγινε στή δική του ψυχή; Τί τακτοποίηση ἔγινε; Παραδέχεται ὅτι εἶναι ὁ πιό ἁμαρτωλός. Καί αὐτό δέν γίνεται σέ μιά στιγμή, ἀλλά γίνεται σιγά-σιγά. Δέχεσαι πιά ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ ἁμαρτωλός, ἐσύ εἶσαι ὁ ἀταπείνωτος, ἐσύ εἶσαι ὁ ἐγωιστής, ἐσύ εἶσαι αὐτός πού ἔχει ὅλα τά πάθη. Τό δέχεσαι αὐτό καί εὐγνωμονεῖς τόν Θεό πού τά οἰκονόμησε ἔτσι, τά ἔφερε ἔτσι, ὥστε νά τό δεῖς καλά-καλά. Καί ἀπό κεῖ πού πᾶς ἐσύ νά ξεφύγεις καί νά ξεχάσεις αὐτό πού εἶσαι καί νά νιώσεις ὅτι τάχα ἔφυγε ἡ μή καλή κατάστασή σου, ἡ πραγματικότητα δείχνει ὅτι ἀκόμη δέν γιατρεύτηκες.
Βέβαια, λές ὅτι θά ἤθελες νά γιατρευτεῖς. Βαθύτερα ὅμως δέν θέλεις νά γίνει αὐτό. Ἅμα θέλεις νά γιατρευτεῖς, θά ὑπομείνεις ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει. Ἀλλά τί; Θέλεις ἁπλῶς νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό φυγοπονία· κυρίως ὅμως θέλεις στό τέλος κάτι νά κρατήσεις καί νά μήν ταπεινωθεῖς πέρα γιά πέρα. Νά μήν παραδεχθεῖς δηλαδή πέρα γιά πέρα ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός. Θέλεις κάτι νά κρατήσεις καί νά μπορεῖς νά πεῖς· «Κάτι εἶμαι». Δέν τό λές βέβαια οὔτε στόν ἑαυτό σου, ἀλλά ἔτσι τό ζεῖς. Καί ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπάτη.
Ἡ σωστή στάση εἶναι νά χαίρεσαι πού βλέπεις ὅλο καί περισσότερο πόσο ἀταπείνωτος εἶσαι, πού βλέπεις ὅλο καί περισσότερο πόσο κακός, πόσο πονηρός, πόσο ἀχρεῖος, πόσο ἁμαρτωλός εἶσαι, πόσο ἀκόμη καί τά ἁγιότερα πράγματα τά κάνεις, γιά νά νιώσεις ὅτι οἱ ἄνθρωποι καί ὁ Θεός δέν ἀπορρίπτουν τό ἐγώ σου. Ἄν νιώσει κανείς ὅτι τόν ἀπορρίπτει ὁ Θεός, αὐτό εἶναι ἀκόμη πιό ὀδυνηρό. Πρέπει ὅμως νά τό σηκώσεις.
Ἑπομένως, ἀπό μιά πλευρά εἶναι χαρᾶς εὐαγγέλια τό ὅτι στριμώχνεσαι ἔτσι πού, θέλεις δέν θέλεις, βλέπεις ποιός εἶσαι, καί ἐκεῖ πού σάν νά μήν ἀντέχεις ἄλλο καί ὅλο ἐλπίζεις ὅτι θά λυτρωθεῖς, ἀκόμη πιό πολύ ἀφήνει ὁ Θεός νά βγοῦν τά ἀγκάθια ἀπό μέσα σου καί ὅλη ἡ ἀθλιότητά σου. Καί τό μάθημα πού πρέπει νά μάθεις εἶναι ὄχι νά θέλεις νά γλιτώσεις ἀπό αὐτά, ὄχι νά θέλεις νά φύγουν αὐτά –ἔχει ἐγωιστικό χαρακτήρα αὐτό– ἀλλά νά παραδοθεῖς στόν Χριστό. «Καίτοι, Θεέ μου, ἐγώ ἤμουν ἔτσι, καίτοι εἶμαι ἔτσι, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς, καί ὅ,τι ἔκανες καί κάνεις, τό κάνεις ἀκριβῶς γιά νά μέ σώσεις πραγματικά». Καί νά ἀφήσεις νά σέ σώσει ὁ Θεός.
Ἄλλο εἶναι νά ἀκοῦμε τόν Θεό, νά λέει τί λέει ὁ Θεός, κι ἐμεῖς οἱ «καλοί», οἱ «ἐνάρετοι» νά τρέχουμε πρός αὐτόν, καί νά ἔχουμε μέσα μας αὐτοδικαίωση. Δέν σώζεσαι ἔτσι. Δέν σώζεσαι, ὅταν στηρίζεσαι τάχα στήν ἀρετή σου καί τάχα στά ἔργα σου. Νά παραδοθεῖς πλήρως στόν Χριστό καί νά παραδοθεῖς ὄχι μέ ἀμφιβολία ἀλλά μέ πίστη. Νά τό πάρεις ἔτσι, νά πιστεύσεις ἔτσι ὅτι χαρά μεγάλη ἔχει ὁ Θεός, καθώς ἐσύ τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη ὅτι, καίτοι εἶσαι ἁμαρτωλός, καίτοι εἶσαι γιά νά σέ πετάξει πέρα, σέ δέχεται. Αὐτό χαροποιεῖ τόν Θεό. Αὐτό κάνει τόν Θεό νά ἀρχίσει τήν οὐσιαστικότερη καί βαθύτερη ἀλλαγή, τή μεταμόρφωση τῆς ψυχῆς σου, διότι δέν ἔχει πλέον ἐμπόδιο. Τό ἐμπόδιο γιά νά μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριος εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Γιά, λοιπόν, παρακαλῶ, νά τό δοῦμε λίγο ἔτσι τό θέμα, καί νά παύσει αὐτό νά εἶναι σάν πρόβλημα, σάν ἀπορία, σάν παράπονο, σάν μιά ἀπελπισία, σάν μιά ἀπόγνωση· «Τί θά γίνει μ᾿ ἐμένα; Πότε θά γιατρευτῶ;» Ἀκούει κανείς καί διαβάζει ὅτι οἱ ἅγιοι λυτρώθηκαν, βλέπουμε καί ἀνθρώπους νά εἶναι, ὅσο μποροῦμε νά καταλάβουμε, λυτρωμένοι, ἐνῶ ἐμεῖς ἀκόμη δέν λυτρωθήκαμε.
Ἀκριβῶς τό ὅτι ὁ Θεός οἰκονόμησε καί οἰκονομεῖ νά ἔρχονται ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά βλέπεις καί νά ὁμολογεῖς· «Ἐγώ δέν σώζομαι. Κοίταξε τί ἔχω ἐγώ μέσα μου! Καί οὔτε εἶχα ὑποψιαστεῖ ὅτι τά ἔχω αὐτά», νά τό θεωρεῖς ὅτι σοῦ κάνει μεγάλη χάρη ὁ Θεός. Καί οὔτε νά νομίζεις ὅτι ἔγινες χειρότερος, ὅπως τό λένε μερικοί· «Ἔγινα χειρότερος». Μέσα σου αὐτός ἤσουν. Αὐτά ἦταν κρυμμένα, καί δέν τά ἔβλεπες· ὁ ἴδιος ὁ Θεός τά σκέπαζε, γιατί δέν ἀντέχει κανείς νά τά βλέπει.
Γι᾿ αὐτό λέμε ὅτι, ὅσο περισσότερο τά φανερώνει ὁ Θεός, ὅσο περισσότερο κατά ὠμό τρόπο τά διαπιστώνεις, τόσο αὐτό εἶναι ἕνα καλό σημάδι. Ὁ Θεός δηλαδή ἀρχίζει νά σοῦ ἔχει λίγο ἐμπιστοσύνη, ὅτι θά τά σηκώσεις, ὅτι θά τά ἀντιμετωπίσεις σωστά, ὅτι θά χαρεῖς πού σέ ἀναλαμβάνει, θά χαρεῖς πού σέ βάζει σέ ἕναν δρόμο, ὅτι θά χαρεῖς πού, ἀκριβῶς γιά νά τά ξεγυμνώνει καί νά τά φανερώνει στά μάτια σου καί νά σοῦ δίνει κουράγιο νά τά ἀντέχεις, θά τά πάρει κιόλας καί θά σέ καθαρίσει, θά σέ ἁγιάσει.
Κοντά λοιπόν σ᾿ αὐτά πού εἴπαμε τήν περασμένη ἑβδομάδα, παρακαλῶ νά λάβουμε καί αὐτά ὑπ᾿ ὄψιν καί θά συνεχίσουμε αὔριο καί ἴσως καί τίς ἑπόμενες ἑβδομάδες.
(† π. Συμεών Κραγιόπουλος)
 14-6-2001