Ἀκριβῶς τό ὅτι πονᾶς, πιέζεσαι καί ζορίζεσαι, ἀκριβῶς τό ὅτι
ἔχεις πληγή μέσα σου, ἀκριβῶς τό ὅτι ἔρχονται ὅλα ἔτσι πού οὔτε
ἐλπίδα ὑπάρχει οὔτε διέξοδος οὔτε κάποιο στήριγμα ἤ κάποια παρηγοριά,
ἀκριβῶς λοιπόν τό ὅτι συμβαίνουν ὅλα αὐτά, εἶναι ὄχι ἔνδειξη
ἀλλά ἀπόδειξη, ἀδελφέ μου, ὅτι εἶναι παρών ὁ Θεός, ὅτι
σέ ἀγγίζει ὁ Θεός, ὅτι ἀσχολεῖται μ᾿ ἐσένα ὁ Θεός.
Σέ βλέπει, σέ ξέρει, σέ καταλαβαίνει καί θέλει
νά σέ ἐλεήσει. Στάσου λοιπόν λίγο, κάνε λίγη ὑπομονή, στηρίξου λίγο
στόν Θεό! Γιατί πονᾶς τόσο πολύ; Γιατί αἰσθάνεσαι τόσο
πολύ πληγωμένος, τόσο πολύ ἀποθαρρυμένος; Γιατί τόσο
πολύ νιώθεις ὅτι πνίγεσαι, ὅτι χάνεσαι; Γιατί; Ὄχι γιά ἄλλο λόγο,
ἀλλά διότι ἔχεις ἀντίσταση μέσα σου.
Τό καταλαβαίνει δέν τό καταλαβαίνει κανείς –ὅμως δέν
δικαιολογεῖται πού δέν τό καταλαβαίνει· στήν πραγματικότητα δέν θέλει
νά τό καταλάβει– μέσα ἐκεῖ βαθιά στήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό ἐγώ, ἡ φιλαυτία,
ἡ αὐταρέσκειά του, γενικότερα ἡ ὅλη αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό τόν Θεό εἶναι σάν ἕνα ὀχυρό πού δέν παραδίδεται
μέ τίποτε. Καί ἐνῶ νιώθεις ὅλα αὐτά πού ἔτσι
ἤ ἀλλιῶς τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός σ᾿ ἐσένα τόν χριστιανό –τί γίνεται
μέ τούς ἄλλους εἶναι ἄλλο θέμα– ἀκριβῶς γιά νά σπάσουν
οἱ πόρτες, νά ἀνοίξει ὁ δρόμος καί νά μπεῖ μέσα
ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσύ ἀνθίστασαι καί λές: «Δέν μπορῶ! Δέν μπορῶ!»
Δέν μπορεῖς; Τόσο τό καλύτερο. Παραδώσου στόν Θεό, πές τό «ναί»
στόν Θεό καί –ὤ τοῦ θαύματος!– ὄχι ἁπλῶς θά χαλαρώσει
ὁ πόνος, ὄχι ἁπλῶς θά ἐλαφρύνει, ἀλλά σιγά-σιγά, καθώς ἀρχίζεις
νά φιλοσοφεῖς, καθώς ἀποφάσισες νά γνωρίσεις λίγο τόν ἑαυτό σου,
καθώς συντρίβεσαι, προσγειώνεσαι, ταπεινώνεσαι καί ἔχεις τή διάθεση
νά καταλάβεις τί ἀκριβῶς γίνεται, θά δεῖς, τρόπον τινά,
μέ τά μάτια σου καί θά αἰσθανθεῖς τήν ὅλη ἐνέργεια τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα σου. Καί μετά ὅλο
αὐτό πού σοῦ συμβαίνει θά ἀρχίσει νά γλυκαίνει,
νά γίνεται οὐράνιο –ἀκριβῶς διότι ἔτσι εἶναι– νά εἶναι χάρη Θεοῦ, νά εἶναι
θωπεία τοῦ Θεοῦ, ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ, γλυκασμός τοῦ Θεοῦ.
Θά αἰσθανθεῖς ὅτι ὅλο αὐτό εἶναι τό σκύψιμο
τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σου μέ ἀγάπη.
Πρέπει νά ἔχεις τό κουράγιο, ἀδελφέ μου, νά ἀφήσεις τόν
Θεό διά τῆς χάριτός του νά προχωρήσει βαθιά μέσα στήν
ψυχή σου, γιά νά γκρεμιστεῖ τό ὀχυρό,
νά καταληφθεῖ τό ὀχυρό, ὥστε νά γίνει τό ἔργο
τοῦ Θεοῦ, τό ἀληθινό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Νά γίνει ὄχι κάτι
πού μπορεῖ νά πιάσει ἡ φαντασία σου ἤ πού μπορεῖς
ἐσύ ἁπλῶς νά σκεφθεῖς, ὅσο καθαρό κι ἄν εἶναι
τό μυαλό σου, ἀλλά ὅλο αὐτό πού εἶναι ὄντως ἔργο τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κάτι οὐράνιο· κάτι πού ὄχι ἁπλῶς
σέ κάνει νά πάρεις μιά ἰδέα τί ἐστί οὐρανός,
ἀλλά πού θά σέ κάνει νά νιώθεις σάν νά εἶσαι μέσα
στόν οὐρανό καί σάν νά εἶναι μέσα σου ὁ οὐρανός.
Ὁ πόνος λοιπόν σάν ἄλλο ἀλέτρι μπαίνει μέσα στήν ὕπαρξή σου –εἴτε
ὡς σωματικός εἴτε ὡς ψυχικός πόνος– καί σέ ὀργώνει ἀλύπητα, χωρίς
καθόλου νά σέ ρωτάει. Ἀκόμη κι ἄν σφαδάζεις, ἀκόμη κι ἄν βογγᾶς κι ἄν
τσιρίζεις καί ὅ,τι ἄλλο κι ἄν κάνεις ἀπό τόν πόνο, δέν σέ ρωτάει
καθόλου. Πονᾶς χωρίς ὅρια. Ἐδῶ εἶναι τό μυστικό τώρα. Ἐάν δέν
παραπονεῖσαι, καθώς πονᾶς, ἐάν δέν γογγύζεις, ἐάν, ὅσο μπορεῖς, ἄσχετα ἄν
βογγᾶς, κάνεις ὑπομονή καί λές «νά ᾿ναι εὐλογημένο,
Θεέ μου», θά βγεῖ πολύ καλό γιά τήν
ψυχή σου.
Πῶς θά γίνει αὐτό; Καθώς πᾶς νά βογγήξεις
καί σοῦ ἔρχεται νά πεῖς «ἄχ», ἐσύ ἀντί νά πεῖς
«ἄχ», νά πεῖς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου».
Καί νά εἶναι μέν ἕνα βογγητό, ἀλλά πού νά σημαίνει
«νά ᾿ναι εὐλογημένο»· σάν νά λές δηλαδή: «Ξέρεις, Θεέ μου, ὅτι
πονῶ πολύ. Ξέρεις ὅτι θά ἤθελα νά σταματήσει ὁ πόνος,
ἀλλά ὅπως θέλεις ἐσύ. Ἄς μή γίνει τό δικό μου θέλημα». Ἐάν
λοιπόν κάπως ἔτσι κανείς σκέπτεται καί ἐνεργεῖ, ὅταν ἔχει πόνο, ἐάν
μιά τέτοια στάση παίρνει, τότε ὁ πόνος βγάζει πολύ καλό, γιατί,
ὅπως εἴπαμε, σάν τό ἀλέτρι πηγαίνει βαθιά καί βγάζει τίς ρίζες
τῶν παθῶν.
Ἄλλο εἶναι σέ κάποιον κῆπο νά πᾶς νά κόψεις πάνω-πάνω
τά χόρτα καί ἄλλο εἶναι ἀπό βαθιά νά βγάλεις τίς ρίζες
τους. Ὀργώνει τήν ψυχή ὁ πόνος, ὀργώνει τήν
καρδιά καί τά κάνει μέσα σου ὅλα ἄνω κάτω. Χαλοῦν
καί ἐγωισμοί καί ὑπερηφάνειες καί φιλαυτίες· χαλοῦν ὅλες
αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις. Γιατί ὅλα αὐτά βαθιά μέσα
μας εἶναι σάν ἕνα κάστρο, σάν ἕνα ὀχυρό, πού μέ τίποτε δέν λέει
νά γκρεμιστεῖ. Ἀλλά, ὅταν μπεῖ ὁ πόνος, τί θά κάνουν;
Πρέπει ὅμως κανείς, ὅπως εἴπαμε, νά πάρει αὐτή τή στάση:
«Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου, ἀφοῦ ἐσύ θέλεις νά πονῶ,
ἀφοῦ ἐσύ τό ἐπιτρέπεις».
Μέ τόν πόνο ξεθεμελιώνεται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κάθε
ρίζα ἐγωιστική, κάθε ρίζα σκληρή· φεύγουν αὐτά, καί μένει ὁ ἄνθρωπος
μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ταπεινός. Ἔχει καί αὐτό τό καλό ὁ πόνος.
Ὅταν εὐλογηθεῖς κάτω ἀπό ἄλλες συνθῆκες, ὑπάρχει κίνδυνος
νά ὑπερηφανευθεῖς. Ἀλλά ὅταν εὐλογηθεῖς, ἀφοῦ πονέσεις,
καί πονέσεις μάλιστα πολύ, τότε δύσκολα ὑπερηφανεύεσαι. Ταπεινώνεσαι,
συντρίβεσαι, λιώνεις. Γίνεσαι στάχτη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Νά ξέρετε καί τοῦτο: ὅταν πιά ὁ πόνος θά κάνει
τή δουλειά πού πρέπει νά κάνει, μετά τόν παίρνει
ὁ Θεός. Δέν εἶναι καθόλου δύσκολο στόν Θεό νά πάρει τόν
ὁποιονδήποτε πόνο. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πονοῦμε, ὅταν ἐπιμένει ἕνας πόνος,
παρακαλῶ, ἄς τό σκεπτόμαστε ἔτσι: «Κάτι καλό ἀκόμη θέλει
νά κάνει ὁ Θεός σ᾿ ἐμένα, κι ἐγώ κάνω ὅτι δέν
τό καταλαβαίνω καί μόνο γογγύζω καί μόνο παραπονοῦμαι».
Νά τό δεῖς αὐτό, ὅτι κάτι καλό θέλει ὁ Θεός νά κάνει.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά σοῦ ἔρθει
κάτι, γιά τό ὁποῖο λές: «Θεέ μου, ἄς ἔρχονταν ὅλα,
ἀλλά αὐτό νά ἔλειπε». Ὅμως, ἄν τελικά κανείς
πεῖ «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου» καί παραδοθεῖ στόν
Θεό, βλέπει μετά ὅτι τό καλό πού βγῆκε ἀπό αὐτό καί συντελέσθηκε
μέσα του ὄχι ἁπλῶς εἶναι μεγάλο καλό, σπουδαῖο καλό, ἀποκάλυψη
πραγματική στήν ψυχή, ἀλλά δέν θά ἔβγαινε
αὐτό τό μεγάλο καλό, ἄν δέν συνέβαινε ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέν
τό ἤθελε κανείς μέ τίποτε νά ἔρθει. Βλέπει μάλιστα κανείς
τό καλό ἔτσι, σάν νά τό ψηλαφᾶ. Ὁπότε, πίσω
ἀπό αὐτό πού τοῦ συνέβη, βλέπει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού δέν
τόν λυπήθηκε. Ἀλλά κυρίως μυεῖται ἔτσι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὅλη
συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ· μυεῖται σέ ὅλο αὐτό τό μυστήριο, ὅτι
δηλαδή σέ ἀνέλαβε ὁ Θεός, σέ πῆρε ἀπό τό χέρι ὁ Θεός
καί εἶσαι πιά τοῦ Θεοῦ.
Φωνάζει ὁ ἄνθρωπος, κραυγάζει, ἄλλοτε λιγότερο, ἄλλοτε περισσότερο,
ἄλλοτε χαμηλόφωνα, ἄλλοτε μέ δυνατή φωνή. Ἄλλοτε παρακαλεῖ, καθώς
κραυγάζει, καί ἄλλοτε ἁπλῶς βγάζει κραυγή. Καί ἀπό τήν
πλευρά του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι σάν
νά σιωπᾶ ὁ Θεός, σάν νά μήν ἀκούει, σάν νά μήν
ἀνταποκρίνεται.
Πόσο θά ἤθελα, πόσο θά παρακαλοῦσα –ὅσο κι ἄν πονοῦμε, ὅσο κι ἄν
εἴμαστε καταβεβλημένοι, ὅσο κι ἄν μερικές φορές τό ζόρι εἶναι τέτοιο
πού μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀπόγνωση, σέ ἀδιέξοδο– ὅλοι
μαζί ἔτσι νά τά πάρουμε τά πράγματα: Περισσότερος
ὁ πόνος; Περισσότερη ἡ ἐλπίδα στόν Θεό. Περισσότερη
ἡ ταλαιπωρία; Περισσότερη ἡ πίστη μας στόν Θεό. Πιό μεγάλη
φαίνεται ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ; Πιό πολλή πίστη
νά ἔχουμε ἐμεῖς ὅτι ὁ Θεός βλέπει, ἀκούει καί θά ἐπιληφθεῖ·
δέν θά τά ἀφήσει ἔτσι τά πράγματα.
Ἄν μέ ρωτᾶτε, νομίζω ὅτι ἐδῶ εἶναι ὅλο τό μυστικό.
Τό θέμα δέν εἶναι τόσο νά γίνει αὐτό πού θέλουμε.
Τί θέλει ἕνας πού πονάει; Νά μήν πονάει. Τί θέλει ἕνας
πού ὑποφέρει; Νά μήν ὑποφέρει. Ἀλλά δέν εἶναι
αὐτό τό θέμα. Σημασία ἔχει μέσα
ἀπό αὐτό πού ὁ Θεός οἰκονομεῖ –διότι δέν γίνεται
ἐρήμην του, δέν γίνεται ἐν ἀγνοίᾳ του, ἀφοῦ ὅλα τά ξέρει
ὁ Θεός– νά μάθει ὁ ἄνθρωπος τό μάθημα πού πρέπει
νά μάθει: ὅσο πιό πολύ σιωπᾶ ὁ Θεός, τόσο
πιό πολύ παρών εἶναι. Ὅσο πιό πολύ σάν νά χάνονται
ὅλα, καί σάν νά μήν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀπό πουθενά, τόσο
πιό πολύ εἶναι παρών ὁ Θεός καί τόσο
πιό πολύ ἐπεμβαίνει ἀοράτως, μυστικῶς. Δέν μᾶς τό φανερώνει,
ἀλλά κάνει δουλειά μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογα
μέ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα τοῦ καθενός, ἀνάλογα μέ τήν ὅλη
στάση τοῦ καθενός.
Αὐτό εἶναι πού θέλει ὁ Θεός ἀπό μᾶς, αὐτό εἶναι
πού περιμένει· καί αὐτό εἶναι κάτι πού μποροῦμε
νά τό κάνουμε, πού εἶναι στό χέρι μας. Ἄν μή τι ἄλλο,
τουλάχιστον αὐτό. Καί δέν θά ἀργήσουμε ὁ καθένας μας
νά διαπιστώσουμε ὅτι, μόλις ἀρχίσουμε ἔτσι νά σκεπτόμαστε
καί ἔτσι νά τά παίρνουμε τά πράγματα, θά ἀρχίσουμε
νά συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι πράγματι παρών ὁ Θεός
καί νά ἔχουμε ἀνάλογο βίωμα μέσα μας. Δηλαδή ὄχι ἁπλῶς
τό πιστεύουμε ὅτι εἶναι παρών, ἀλλά τό ζοῦμε ὅτι εἶναι πράγματι
παρών. Καί ἔτσι ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει αἴσθηση τῆς παρουσίας
τοῦ Θεοῦ, αἴσθηση τῆς χειρός τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἀγγίζει
καί φέρνει ὅλη ἐκείνη τήν εὐλογία καί ὅλη ἐκείνη
τή θεϊκή κατάσταση πού φέρνει στό πλάσμα του. Φωτίζει
τό πλάσμα του, τοῦ ἀνοίγει τούς ὁρίζοντες, καί βλέπει
τό πλάσμα του ἄλλους κόσμους καί ἀρχίζει νά ἔχει αἴσθηση ἄλλης
ζωῆς.