Ὁ ὅσιος γέροντας Βαρλαάμ δίδαξε τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη στόν
βασιλόπαιδα Ἰωάσαφ, τόν γιό τοῦ βασιλέως τῶν Ἰνδιῶν. Ἀνάμεσα στίς
παραβολές τίς ὁποίες χρησιμοποίησε ὁ ὅσιος Βαρλαάμ γιά νά πείσει τόν
’Ιωάσαφ νά κατανοήσει τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ὅσο καί τίς ἀρετές οἱ
ὁποίες εἶναι ἀρεστές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἦταν καί ἡ ἀκόλουθη ἱστορία:
Κάποιος ἄνθρωπος
εἶχε τρεῖς φίλους, ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἀγαποῦσε καί ἐπτιμοῦσε, τόν δέ
τρίτο καταφρονοῦσε, μή δείχνοντας πρός αὐτόν φιλανθρωπία, καθώς ἔπρεπε.
Ἀφοῦ δέ ἦρθαν μιά μέρα κάποιοι φοβεροί στρατιῶτες, τόν ὁδήγησαν μέ τή
βία ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο στόν βασιλιᾶ, γιατί χρωστοῦσε μύρια τάλαντα.
Στενοχωρούμενος, λοιπόν, ὁ χρεώστης, ζητοῦσε κάποιον νά μιλήσει στόν
βασιλιᾶ καί νὰ τοῦ δώσει μιά μικρή προσθεσμία γιά νά ξοφλήσει τό χρέος
του. Πῆγε τότε στόν πρῶτο του φίλο καί τοῦ εἶπε: «Πολλές φορές ἐγώ, τό
γνωριζεις καλά, κινδύνεψα γιά χάρη σου. Τώρα κι ἐγώ σέ χρειάζομαι στήν
ἀνάγκη αὐτή πού μοῦ προέκυψε. Βοήθησέ με, λοιπόν, ὅσο μπορεῖς». Καί ὁ
φιλος του τοῦ ἀπάντησε: «᾿Εγώ δέν εἶμαι φίλος σου οὔτε καί σέ γνωρίζω.
Ὅμως, σοῦ δίνω δυό παλιά φορέματα κι ἄλλη βοήθεια μήν ἐλπίζεις». Τότε
πῆγε στόν ἄλλο φίλο του καί τοῦ εἶπε: «Θυμάμαι πόση ἀγάπη σοῦ δεῖξα:
Τώρα ἔχω κι ἐγώ πολλή μεγάλη συμφορά καί ζητῶ τή βοήθειά σου», «Σήμερα
δέν ἔχω καιρό», τοῦ ἀπάντησε καί ὁ δεύτερος φίλος, «γιατί μου συνέβηκε
πολύ μεγάλη κακοτυχία κι ἔχω πολύ θλίψη, ἀλλὰ θά σέ συνοδέψω λίγο καί
κατόπιν θά ἐπιστρέψω στό σπίτι μου».
Ὅταν, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ
δυστυχισμένος εἶδε τὴν ἀπανθρωπιά τῶν δύο φίλων του, πῆγε πρός τόν
τρίτο, τόν ὁποῖο ποτέ δέν σπλαχνίσθηκε οὔτε τόν προσκάλεσε σέ κάποια
χαρά του καί τοῦ εἶπε μὲ ντροπιασμένο πρόσωπο: «Δέν ἔχω στόμα νὰ σοῦ
μιλήσω, γιατί ποτέ δέ σοῦ ἔκανα κάποια καλοσύνη. Μόνο σέ παρακαλῶ, μή
θυμηθεῖς τήν τιμωρία μου, ἀλλά δώσμου στήν ἀνάγκη μου αὐτή λίγη
βοήθεια». Αὐτός τότε εἶπε σ᾽ αὐτόν μέ ὶλαρό καί χαρούμενο πρόσωπο: «Ναί,
φίλε μου γνήσιε, θυμᾶμαι τήν μικρή καλοσύνη, τήν ὁποία μου ἕκανες κι
ὅσα σοῦ χρωστάω, θά σοῦ ἀνταποδώσω σήμερα μέ πολύ κέρδος. Καί μή
φοβᾶσαι, διότι ἐγώ θά παρακαλέσω ἀμέσως τόν βασιλιᾶ νά σοῦ χαρίσει ὅλο
τό χρέος καί θέλει με ἀκούσει μέ προσοχή, ὡς φίλος μου». Ἀφοῦ ἄκουσε
αὐτό ὁ χρεώστης, κατανύχτηκε καί ἔλεγε: «Ἀλλοίμονο! Τί νά θρηνήσω πρῶτο ὁ
ἀνόητος; Νά κατηγορήσω τή φιλία, τήν ὁποία εἶχα πρός τούς ψεῦστες καί
ἀχάριστους ἐκείνους ἢ νά κατακρίνω τήν τρελλή ἀχαριστία σέ τοῦτον τόν
ἀληθινό καί γνήσιο φίλο μου;»
Ὁ Ἰωάσαφ τότε, ἀφοῦ ἄκουσε τήν
παραβολὴ αὐτή, ζητοῦσε ἀπό τόν Ὅσιο Γέροντα Βαρλαάμ νὰ τοῦ ἐξηγήσει τό
νόημά της. Ὁ δέ Γέροντας Βαρλαάμ ἀπάντησε: «Ὁ πρῶτος φίλος εἶναι ὁ
πλοῦτος καί ἡ ἐπιθυμία τῶν πρόσκαιρων πραγμάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος
πέφτει σέ πολυάριθμους κινδύνους κι ὅταν ἔρθει ὁ θάνατος δέν παίρνει
τίποτε ἀπ’ ὅλα ὅσα μέ κινδύνους καί κόπους ἀπέκτησε, παρά μόνο τά ροῦχα
τά ὁποῖα τοῦ φοροῦν. Ὁ δεύτερος φίλος εἶναι οί συγγενεῖς, ἡ γυναῖκα, τά
παιδιά καί οἱ φίλοι του, τούς ὁποίους ἀγαπάει πολύ καί πονάει ἡ ψυχή του
στό χωρισμό τους, ὅμως δέν παίρνει ἀπό αὑτούς τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἄλλη
βοήθεια, παρά τή συνοδεία τους μέχρι τόν τάφο του. Τρίτος φίλος, αὐτός
πού καταφρονήθηκε, εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ φιλανθρωπία καί οἱ λοιπές
ἀρετές, οἱ ὁποῖες πηγαίνουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μαζί μας μετά τόν θάνατό
μας καί παρακαλοῦν Αὐτόν νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τούς δαίμονες».
Ὁ βασιλόπαις Ἰωάσαφ θεωρεῖται ἅγιος ἀπό τήν Ἀνατολική ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου τιμᾶται τήν 26η Αὐγούστου.