Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Αισθανόμουν ευλάβεια μπροστά σ᾽ εκείνο το μικρό ηρωϊκό πουλί


Γύριζα ἀπ᾽ τό κυνήγι, τραβώντας ἀπό μία δεντροστοιχία τοῦ κήπου. Τό σκυλί ἔτρεχε μπροστά μου. Ἄξαφνα τά βήματά του ἔγιναν πιό ἀργά καί φαινόταν σάν νά παραμόνευε κάτι. Κοίταξα καλά καί εἶδα ἕνα σπουργιτάκι μέ κιτρινωπό χρῶμα κοντά στό ράμφος του καί μέ πούπουλο στό κεφαλάκι του. Εἶχε πέσει ἀπ᾽ τή φωλιά του. Ὁ ἀγέρας κουνοῦσε δυνατά τίς σημύδες τοῦ κήπου. Τό σπουργιτάκι καθόταν ἀκίνητο μ᾽ ἀπλωμένες τίς φτεροῦγες του, πού μόλις ἄρχισαν νά μεγαλώνουν, δέν μποροῦσε ὅμως νά πετάξη.


Τό σκυλί μου ἀργά-ἀργά πλησίαζε τό σπουργιτάκι, ὅταν ἄξαφνα ἀπό ἕνα κοντινό δένδρο ξεπετάχθηκε ἕνα γέρικο σπουργίτι μέ μαῦρο τό στῆθος του κι ἔπεσε σάν μία πέτρα ἀκριβῶς μπροστά στό μοῦτρο τοῦ σκύλου μου. Παραμορφωμένο, μέ φουντωμένα τά φτερά του καί μ᾽ ἀπελπισμένη καί γεμάτη λύπη φωνή πήδηξε μία-δύο φορές μπροστά στ᾽ ἀνοικτό στόμα τοῦ σκύλου.

Τό γέρικο σπουργίτι ὅρμησε νά γλιτώση τό παιδί του. Ὅλο του τό σωματάκι σπαρταροῦσε ἀπό φρίκη, ἡ φωνούλα του ἀγρίεψε καί βράχνιασε, ἦταν ἕτοιμο νά πεθάνη, νά θυσιασθῆ!
Σάν τί πελώριο τέρας νά ἔβλεπε τό σκυλί! Κι ὅμως δέν μπόρεσε νά κάτση ἥσυχα-ἥσυχα πάνω στό ψηλό του κλαδί, ὅπου ἦταν τόσο ἀσφαλισμένο... Μία δύναμι πιό δυνατή κι ἀπ᾽ τή θέλησί του τό ἔριξε ἀπ᾽ ἐκεῖ πάνω.

Ὁ Τρεζόρ (ἔτσι λέγαν τό σκυλί) σταμάτησε κι ἔκανε πίσω, καθώς φαίνεται κι αὐτός ἀναγνώρισε τή δύναμι. Βιαστικά φώναξα τό ντροπιασμένο σκυλί κι ἔφυγα ἀπ᾽ αὐτόν τόν τόπο, γεμάτος εὐλάβεια. Ἔτσι ἦταν καί μήν σᾶς φανεῖ παράξενο. Αἰσθανόμουν εὐλάβεια μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό μικρό ἥρωϊκό πουλί, μπροστά στή μεγάλη του στοργή.
Ἡ ἀγάπη ἔλεγα, εἶναι πιό δυνατή κι ἀπ᾽ τό θάνατο καί τό φόβο τοῦ θανάτου. Μονάχα μ᾽ αὐτή, μόνο μέ τήν ἀγάπη κρατιέται καί κινεῖται ἡ ζωή.
Ἰ. Σ. Τουργκιένεφ