ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ἰωάν.
δ΄ 5-42
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Πράξ.
ια΄ 19-30
1. «Ἂν γνώριζες…»
Αὐτὲς
τὶς ἡμέρες γιορτάζουμε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, στὴν ὁποία τονίζεται ἡ
πνευματικὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δίψα του γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀθανασία…
Τονίζεται ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς Σοφίας καὶ ὁ Χορηγὸς
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ὁποίου καὶ μόνο ἱκανοποιεῖται
αὐτὴ ἡ δίψα.
Μέσα
λοιπὸν στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νὰ ἀκοῦμε κατὰ τὴ
σημερινὴ Κυριακὴ τὴν περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος, καθὼς περιέχει παρόμοια
νοήματα.
Ὁ
Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα νερὸ ἀπὸ τὸ ἐκεῖ πηγάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνοίξει
ὁ Ἰακώβ. Ἐκείνη ἀπόρησε πῶς αὐτὸς ὁ ἄγνωστός της Ἰουδαῖος μίλησε σ᾿ ἐκείνη ποὺ
εἶναι Σαμαρείτιδα – διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ ἔχουν καμία σχέση μὲ τοὺς
Σαμαρεῖτες. Τότε Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:
–«Εἰ
ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας
αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Ἂν γνώριζες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι
Αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσ᾿ μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ
τρεχούμενο.
«Εἰ
ᾔδεις…». Ἂν γνώριζες…
Ἡ
Σαμαρείτιδα δὲν γνώριζε, δὲν κατάλαβε τί τῆς ἔλεγε ὁ Κύριος – τουλάχιστον ἀμέσως.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε, δόξα τῷ Θεῷ, ὅτι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρις
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία σὰν ἄλλο πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει, δροσίζει,
παρηγορεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὶς ψυχὲς χωρὶς νὰ στερεύει ποτέ· ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ποὺ μᾶς μεταμορφώνει, μᾶς ἐξαγιάζει, μᾶς θεώνει.
Γνωρίζουμε.
Ἀλλά… ἀληθινὰ γνωρίζουμε; Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς
εἶναι Αὐτὸς ποὺ τὴ χορηγεῖ; Ἂν τὸ γνώριζε βαθιὰ ἡ καρδιά μας, δὲν θὰ μᾶς ἀπορροφοῦσαν
οἱ γήινες ὑποθέσεις μας, οὔτε θὰ μᾶς εἵλκυε τόσο πολὺ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ θὰ
δείχναμε ἀδιάπτωτο ζῆλο νὰ συνδεθοῦμε μὲ τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό· θὰ ἁρπάζαμε
κάθε εὐκαιρία ἀγαθοεργίας καὶ ἐξαγιασμοῦ, θὰ ἐπιδιώκαμε κάθε ἀρετή – τὴν ἀγάπη,
τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν ὁμολογία
καὶ τὴν ἱεραποστολή· θὰ ἀγωνιζόμασταν μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ πλημμυρίσει
καὶ τὴ δική μας ὕπαρξη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὴ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι, ὅσο τὸ
δυνατὸν περισσότεροι. Ἂν γνωρίζαμε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, πόσο θερμὰ θὰ τὴ
ζητούσαμε καὶ πόσο δυνατὰ θὰ συνδεόμασταν μὲ τὸν Χριστό…
2. Δέχθηκε τὴν ὑπόδειξη
Ὅταν
ὁ Κύριος μὲ πολλὴ διακριτικότητα ἀποκάλυψε στὴ Σαμαρείτιδα τὴν κρυφὴ ἁμαρτωλὴ
ζωή της, ἐκείνη ἀπάντησε:
–«Κύριε,
θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ». Κύριε, αἰσθάνομαι ὅτι εἶσαι Προφήτης, ἐφόσον μοῦ λὲς
τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου, παρόλο ποὺ μὲ συναντᾶς γιὰ πρώτη φορά.
Δηλαδὴ
ἡ Σαμαρείτιδα δέχθηκε τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ἀκατάστατη ζωή της. Ἀναγνώρισε
ταπεινὰ τὴν ἁμαρτωλότητά της. Δὲν προσβλήθηκε, δὲν ἀγανάκτησε, δὲν σηκώθηκε νὰ
φύγει. Ἂν εἶχε ἀντιδράσει ἐγωιστικὰ καὶ θυμωμένα, θὰ ἔχανε τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία
τῆς ζωῆς της νὰ γνωρίσει τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ!
Ἂν
δυσκολευόμαστε νὰ δεχόμαστε εἰρηνικὰ τὴν ἄδικη προσβολή, ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ
ποὺ μᾶς δίδαξε σήμερα ἡ Σαμαρείτιδα: νὰ δεχόμαστε τὶς δίκαιες ὑποδείξεις ποὺ μᾶς
γίνονται, νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ λάθος καὶ τὴν ἐνοχή μας χωρὶς δικαιολογίες, πολὺ
περισσότερο χωρὶς ἐξάψεις καὶ ἐκρήξεις. Ἡ εἰρηνικὴ ἀναγνώριση ὅτι σφάλαμε,
δείχνει ταπείνωση, εἶναι ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἑλκύει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
3. Λατρεία ἀληθινὴ
καὶ θεάρεστη
Ἡ
Σαμαρείτιδα ρώτησε τὸν Κύριο ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:
«Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ
προσκυνεῖν». Δὲν ἔχει σημασία τόσο ὁ τόπος ὅσο ὁ τρόπος. Βέβαια ὁ κάθε Ναὸς εἶναι
ἕνας πολὺ ἱερὸς χῶρος, τόπος ἀφιερωμένος στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι
πνεῦμα, δὲν περιορίζεται σὲ τόπο· καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ Τὸν
λατρεύει «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», μὲ ἀφοσίωση τῆς καρδιᾶς, τοῦ ἐσωτερικοῦ
του κόσμου, καὶ μὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ ποιὸς εἶναι καὶ τῆς λατρείας ποὺ Τοῦ ἁρμόζει.
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα κατ᾿ ἐξοχὴν ἐσωτερικὸ γεγονός.
Δὲν
φθάνει ἁπλῶς νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ καὶ στὶς γιορτές· σημασία
ἔχει πῶς συμμετέχουμε στὴ θεία Λατρεία. Σημασία ἔχει νὰ συγκεντρωνόμαστε στὰ
ψαλλόμενα καὶ στὰ τελούμενα μὲ αἴσθηση ὅτι ἀπευθυνόμαστε στὸν πανάγιο Τριαδικὸ
Θεό, μὲ αἰσθήματα συντριβῆς καὶ μετανοίας γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη
γιὰ τὶς ἀναρίθμητες δωρεές Του…
Ὅταν
ἐμεῖς ποὺ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, λατρεύουμε τὸν Θεὸ ὅπως Ἐκεῖνος θέλει καὶ
εὐαρεστεῖται, τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἐμπνεύσουμε στὰ παιδιά, στὰ ἐγγόνια μας καὶ
σὲ ὅλους γύρω μας τὴν ἀγάπη στὴ θεία Λατρεία. Γιατὶ τότε θὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία
πραγματικὰ μεταμορφωμένοι, λουσμένοι στὴ θεία Χάρι, καὶ θὰ ἑλκύουμε ἀβίαστα
τοὺς γύρω μας κοντὰ στὸν Χριστό.