Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Ἡ πίστις εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἀγαθῶν

Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος: «αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ» Μετάφραση Π. Τρεμπέλα. Νὰ ζητῇ δὲ (κανεὶς) μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ διστάζῃ εἰς τὸ παραμικρὸν περὶ τοῦ ὅ,τι ὁ Θεὸς θὰ τὸν εἰσακούσῃ. Προσέχετε νὰ μὴ εἰσχωρῇ εἰς τὰς ψυχάς σας τοιοῦτος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διστάζει καὶ ἀμφιβάλλει, ὁμοιάζει πρὸς κῦμα θαλάσσης, τὸ ὁποῖον συνταράσσεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον καὶ καταντᾷ εἰς ἀστασίαν. Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον ἐπιτρέπεται τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὰς προσευχάς μας νὰ παρακολουθῇ ἡ ἀστασία (Ἰακώβ. α΄, 6).

• Μᾶς συμβουλεύει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «Ἄν ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ λένε ὅτι δέν θεραπεύτηκαν, αὐτό ἔγινε ἀπ’ τὴν ὀλιγοπιστία τους, ὄχι ἀπ’ τὴν ἀδυναμία Ἐκείνου. Γιατὶ καὶ τὸν Ἰησοῦ ἄλλοι Τὸν ἔσπρωχναν καὶ Τὸν συνέθλιβαν ἀπὸ παντοῦ, καὶ δὲν κέρδιζαν τίποτα, ἡ γυναίκα ὅμως, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία, χωρὶς νὰ ἀγγίση τὸ σῶμα Του, ἀλλὰ μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, σταμάτησε χρόνιες πληγὲς αἱμάτων. Αὐτὸ τὸ Ὄνομα εἶναι φοβερὸ καὶ στοὺς δαίμονες καὶ στὰ πάθη καὶ στὶς ἀσθένειες. Γιὰ τὸ Ὄνομα αὐτὸ λοιπὸν ἄς καμαρώνουμε, μ’ αὐτὸ ἄς ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας». [Ἀπ’ τὴν Η΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ»].
Παντοῦ ἔχουμε ἀνάγκη πίστεως, ἀγαπητοί, πίστεως ποὺ εἶναι μητέρα τῶν ἀγαθῶν καὶ φάρμακο τῆς σωτηρίας. Χωρὶς αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε τὰ μεγάλα δόγματα». [Ἀπ’ τὴν ΛΓ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»].
• «Οἱ Ἅγιοι, λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες, ἐπειδὴ ἔχουν πάντοτε στὴν καρδιὰ τους τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἐδῶ κερδίζουν μὲ τὴν ἀπάθεια καὶ τὰ ἐκεῖ κληρονομοῦν, διότι κι ἐκεῖνα καὶ αὐτὰ στὸν Θεὸ ἀνήκουν. Ἀφοῦ λοιπὸν κατέχουν τὸν Θεὸ ἔχουν καὶ ὅλα τὰ δικά Του.
Ἐκεῖνοι πάλι ποὺ ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸν κόσμο, δηλαδὴ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, καὶ ἂν ἀκόμα κατορθώσουν νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο, τίποτε δὲν ἔχουν στὴν πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ τοὺς ἐξουσιάζουν».
• «Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ἕνας στρατιώτης ἔχασε τὴ μονάδα του μέσα στὸν χαμὸ τῶν ἐκρήξεων καὶ τῶν πυροβόλων.
Ἔψαξε γιὰ τοὺς συμπολεμιστές του, ἀλλὰ πρὸς μεγάλη του θλίψη δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς βρῆ. Εἶχε μείνει μόνος του σ’ ἐκεῖνο τὸ τόπο. Ἄκουγε τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἔρχωνται κατὰ τὸ μέρος του. Ἀπεγνωσμένα ἔψαχνε γιὰ καταφύγιο καὶ κάποια στιγμὴ τὸ μάτι του ἔπεσε σὲ κάποιες σπηλιὲς στὰ ἀντικρινὰ βράχια.
Γρήγορα σκαρφάλωσε καὶ χώθηκε σὲ μία ἀπὸ αὐτές. Παρότι ἦταν γιὰ τὴν ὥρα ἀσφαλής, διαπίστωσε ὅτι οἱ ἐχθροὶ δὲν θὰ ἀργοῦσαν νὰ σκαρφαλώσουν κι αὐτοί, νὰ ψάξουν τὶς σπηλιὲς νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὅση ὥρα περίμενε προσευχήθηκε στὸ Θεό: «Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, ἂν θέλης προστάτεψέ με. Παρόλα αὐτὰ ὅ,τι εἶναι θέλημά σου· σὲ ἀγαπῶ καὶ σὲ ἐμπιστεύομαι». Ὅταν τελείωσε τὴ προσευχή του ξάπλωσε ἤρεμος καὶ ἄκουγε τοὺς ἐχθρούς, ποὺ πλησίαζαν. Σκέφτηκε: «Ὅπως βλέπω ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ μὲ βοηθήση νὰ γλυτώσω αὐτὴ τὴ φορά». Τότε παρατήρησε μία ἀράχνη, ποὺ ξεκίνησε νὰ ὑφαίνη τὸν ἱστό της στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. «Χά!» σκέφτηκε, «αὐτὸ ποὺ θέλω εἶναι πέτρες καὶ τοῦβλα καὶ ὁ Θεὸς μοῦ ἔστειλε μία ἀράχνη καὶ τὸν ἱστό της. Μὰ πράγματι ὁ Θεὸς ἔχει χιοῦμορ!
«Καθὼς πλησίαζε ὁ ἐχθρός, ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔβλεπε τοὺς στρατιῶτες ποὺ ἐξερευνοῦσαν τὴν μία σπηλιὰ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὅταν ἔφτασαν στὴ δική του ἦταν ἕτοιμος νὰ δώση τὴν τελευταία του μάχη. Ὅμως πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη οἱ στρατιῶτες ἔρριξαν μόνο μία ματιὰ μέσα καὶ συνέχισαν στὴν ἑπόμενη. Ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι μὲ τὸν ἱστὸ στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς φαινόταν ὅτι ἦταν κλειστὴ ἐδῶ καὶ πάρα πολὺ καιρό.»Θεέ μου, συγχώρεσέ με» εἶπε ὁ νεαρὸς στρατιώτης. «Εἶχα ξεχάσει ὅτι ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης εἶναι πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἕνα τοῖχο φτιαγμένο ἀπὸ τοῦβλα»!».
• Στὸ βιβλίο χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι Ἱ. Μ. Παρακλήτου διαβάζουμε:
«Κάποτε ὁ π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος ταξίδευε σιδηροδρομικῶς, σ’ ἕνα ἐπαρχιακὸ σταθμὸ ἄκουσε ὅτι στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ συνέβη θαῦμα: Μία εἰκόνα δάκρυσε! Ἀμέσως ὅλοι οἱ ἐπιβάτες ἄδειασαν τὸ τραῖνο καὶ ἔτρεξαν νὰ δοῦν τὸ θαῦμα. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν π. Ἰωήλ, ποὺ συνέχισε νὰ μελετᾶ κάποιο βιβλίο.
Ὅταν συγκινημένοι οἱ ἐπιβάτες ἐπέστρεψαν, ἐκεῖνος ποὺ καθόταν ἀκριβῶς ἀπέναντί του, δὲν κρατήθηκε καὶ ἀγανακτισμένος ἀπὸ τὴν ἀπάθειά του, εἶπε:
– Ἐσύ, παππούλη, φαίνεται ὅτι δὲν πιστεύεις.
– Ἐγὼ πιστεύω, ἀπάντησε ἐκεῖνος, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μοῦ κάνουν ἐντύπωση τὰ θαύματα. Ἐσὺ δὲν πιστεύεις! Καὶ πῆγες νὰ δῆς τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψης. Ἔτσι δὲν εἶναι; Γιὰ πές μου λοιπόν, τώρα πίστεψες;
* * *
Ἕνας κομμουνιστὴς εἶπε στὸν π. Ἰωήλ:
– Καὶ ὁ Χριστιανισμός, πάτερ μου, Κομμουνισμὸς εἶναι. Στὸν κοινωνικὸ τομέα δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους καμμία διαφορά. Καὶ οἱ δύο θέλουν ἰσότητα, ἀδερφοσύνη, κοινωνικὴ δικαιοσύνη.
– Ὑπάρχει κάποια διαφορούλα.
– Ποιά;
– Ὁ Χριστιανισμὸς λέει στὸν ὀπαδό του: Γιατί νὰ ἔχης ἐσὺ καὶ νὰ μὴ ἔχη αὐτός; Λοιπόν, δῶσ’ του!
Ὁ Κομμουνισμὸς λέει στὸν ὀπαδό του: Γιατί νὰ ἔχη αὐτὸς καὶ νὰ μὴ ἔχης ἐσύ; Λοιπὸν πάρ’ του. Κατάλαβες τὴ διαφορά;».
Ἐμεῖς ἐνεργοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας;